TV SHOWS

Γιατί το Beef είναι πολλά περισσότερα από καλή τηλεόραση

Μια σκοτεινή κωμωδία ή ένα σκοτεινό υπαρξιακό δράμα; Ίσως να μην έχει και τόση σημασία, αφού την απάντηση έρχονται να δώσουν τα προσωπικά μας βιώματα και ο τρόπος με τον οποίο εμπλεκόμαστε συναισθηματικά με το Beef, το νέο binge-watching της εταιρίας ψυχαγωγίας A24 σε συνεργασία με το Netflix, που έχει ενθουσιάσει κοινό και κριτικούς. Σε συζητήσεις με ανθρώπους που ξεκίνησαν τη σειρά, έχουν υπάρξει εκείνοι οι «φωτεινοί» και αισιόδοξοι που δεν βρίσκουν λόγο να παρακολουθήσουν μία ιστορία θυμού και άλλων δυσάρεστων συναισθημάτων, άλλοι που όντες αρκετά μαυρισμένοι στη ψυχή τους αποφεύγουν να έρθουν σ’ επαφή με ένα σενάριο που ενδεχομένως να τους προκαλέσει μεγαλύτερη θλίψη, και αρκετοί που απολαμβάνουν την ταύτιση μεταξύ προσωπικών βιωμάτων και μυθοπλασίας, με αποτέλεσμα να έχουν δει τη σειρά εν μία νυκτί.

Σε όποια κατηγορία και αν το εντάξεις – στην πραγματικότητα δεν είναι αρκετά κωμικό (παρά τους αστείους διαλόγους του) ούτε αρκετά δραματικό – το Beef δεν έχει φτιαχτεί για να συγκαταλεχθεί στην «ελαφριά» ψυχαγωγία.

«Έχω κουραστεί τόσο πολύ να χαμογελάω», λέει ο Ασιάτης πρωταγωνιστής Danny Cho στο πρώτο επεισόδιο (ο Steven Yeun του οσκαρικού Minari) και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως δεν είναι μόνος του σε αυτό. Για πολλούς από εμάς, η ταύτιση με τη σειρά έρχεται αβίαστα μέσα από τις πρώτες κιόλας ατάκες που ξεστομίζουν οι ήρωές της.

Ο Danny, ένας μικροαστός εργολάβος-οικοδόμος που ονειρεύεται να βγάλει αρκετά χρήματα για να φέρει τους σκληρά εργαζόμενους γονείς του από την Κορέα στην Καλιφόρνια όπου ζει, έρχεται αντιμέτωπος με τη ζοφερή πραγματικότητα της προσπάθειας να επιστρέψει πολλές ψησταριές hibachi, χωρίς απόδειξη, σε ένα πολυκατάστημα οικιακών συσκευών που ονομάζεται Forster’s. Σε παράλληλο χρόνο, η επίσης ασιατικής καταγωγής Amy Lau (Ali Wong), ιδιοκτήτρια μιας επιχείρησης φυτών που είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο και όμορφο Ιάπωνα καλλιτέχνη, προσπαθεί να πουλήσει την ανθηρή της επιχείρηση στην ιδιοκτήτρια του Forster’s, μια συμφωνία που ελπίζει ότι θα της επιτρέψει επιτέλους να χαλαρώσει έπειτα από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς.

Σε αυτή την επίσκεψή τους στο κατάστημα, και οι δύο τους βρίσκονται τόσο κοντά στο να λυγίσουν, που καταλήγουν να γίνονται ο ένας για τον άλλον η σταγόνα που κάνει το ποτήρι της αντοχής τους να ξεχειλίζει. Εφοδιασμένοι με μπόλικο εκνευρισμό και θυμό, συγκρούονται παρά λίγο και κατά λάθος στο πάρκινγκ του καταστήματος, και η περιπέτεια αρχίζει.

Ο Danny, αποφασίζει να καταδιώξει το πολυτελές λευκό Mercedes SUV κι εμείς γινόμαστε θεατές μιας μανιασμένης κούρσας στα προάστια του Λος Άντζελες. Μη καταφέρνοντας να δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου, η Amy και ο Danny απομνημονεύουν τον αριθμό των πινακίδων τους και σύντομα εμπλέκονται σε μία πορεία εκδικητικών ενεργειών που αυξάνουν την αδρεναλίνη τους – και των θεατών.

Αυτό που αναδεικνύει το Beef σε ένα από τα πιο αναζωογονητικά, ενδιαφέροντα και οξυδερκή tv shows του Netflix, ή ας πούμε καλύτερα του Α24 που μετέτρεψε σε απόλυτο οσκαρικό θρίαμβο το επίσης ασιατικό  Τα Πάντα Όλα, είναι η μελέτη της πολυπλοκότητας του θυμού σε ψυχολογικό, πολιτισμικό και προσωπικό επίπεδο. Στην επιστήμη της Ψυχολογίας, είναι γνωστό πως ο θυμός αποτελεί ένα δευτερογενές συναίσθημα, η επεξεργασία του οποίου μπορεί να φέρει στην επιφάνεια κυρίαρχα και πρωτογενή συναισθήματα, όπως η θλίψη και το αίσθημα της δυστυχίας. Πράγματι, κάθε πρόσωπο της σειράς είναι δυστυχισμένο με έναν διαφορετικό και συναρπαστικό τρόπο, τον οποίο παρακολουθούμε με αυξημένο ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκεια του show.

Η ταυτόχρονη παρουσία του Danny και της Amy στο πάρκινγκ εκείνου του πολυκαταστήματος θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μία κοινότυπη ιστορία ταξικού πολέμου, εφόσον γνώριζαν εξαρχής ο ένας πράγματα για τον άλλον. Οι δημιουργοί όμως του Beef, δεν ενδιαφέρονται να παρουσιάσουν μία προβλέψιμη μάχη μεταξύ της εργατικής τάξης και του κόσμου της πολυτέλειας. Αντιθέτως, μας μεταφέρουν το μήνυμα πως, καμιά φορά, η μεγαλύτερη πρόκληση που μπορεί να συναντήσει κάποιος στη ζωή είναι να δίνει μάχες για τις οποίες δεν ξέρει – σχεδόν – τίποτα.

Τα προβλήματα του Danny είναι περισσότερο βιοποριστικά και φαινομενικά σοβαρά: Είναι ο σκληρά εργαζόμενος γιος που έχει πάρει την οικογένειά του στην πλάτη του, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των γονιών του, αλλά και του μικρότερου αδελφού του (Young Mazino) και του ασταθή πρώην κατάδικου ξαδέρφου του (David Choe), από τον οποίο ζητά δανεικά, αδυνατώντας στην πορεία να του τα επιστρέψει.

Του Danny δεν του λείπουν μόνο τα χρήματα. Νιώθει ένα γενικότερο κενό στη ψυχή του, το οποίο προσπαθεί να γεμίσει τρώγοντας chicken sandwiches από τα Burger King κάθε φορά που αγχώνεται, αλλά και αποφασίζοντας να ενταχθεί σε μια ροκ-γκόσπελ κοινοτική εκκλησία. Αυτή η αναζήτηση παρηγοριάς στο φαγητό, αποτελεί ένα από τα κύρια μοτίβα που υφαίνει ο βασικός δημιουργός της σειράς, Lee Sung Jin. Η Amy με τη σειρά της, έχει «μεταλαμπαδεύσει» στην κόρη της μια συνήθεια της καταθλιπτικής παιδικής της ηλικίας, εκείνη που συνδέει την κατανάλωση γλυκών με την επιβράβευση και την απασχόληση του παιδιού όταν η ίδια δεν μπορεί να είναι συναισθηματικά παρούσα ως μητέρα.

Η Amy είναι σημαντικά πιο ευκατάστατη, όμως τα συναισθήματά της δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνα του Danny. Προσπαθώντας να υπομείνει την αγενή και αλαζονική συμπεριφορά της πλούσιας, λευκής πιθανής αγοράστριας της επιχείρησής της (Maria Bello), αλλά και τις επικριτικές παρεμβάσεις της πλούσιας πεθεράς της (Patti Yasutake), νιώθει συνεχώς μόνη και εγκλωβισμένη σε μία ζωή που, παρά τον πλούτο, δεν καταφέρνει να την κάνει ευτυχισμένη. Ο σύζυγός της, χαρακτηρίζεται από εκείνη την εκνευριστική γαλήνη των προνομιούχων, η οποία τον εμποδίζει να κατανοήσει τον συναισθηματικό κόσμο της γυναίκας του και να αποδεχτεί πως το χρήμα δεν ισοδυναμεί με την ευτυχία. Στην πραγματικότητα όμως, είναι κι εκείνος τόσο δυστυχισμένος που προσπαθεί να γεμίσει το κενό το οποίο νιώθει με το να αυνανίζεται βλέποντας φωτογραφίες της λευκής, σέξι συναδέλφου της Amy στο Instagram.

Καθώς η μάχη μεταξύ της Amy και του Danny κλιμακώνεται, ανακατεύονται ο ένας στη ζωή του άλλου όλο και περισσότερο, βάζοντας στο στόχαστρο τα αγαπημένα τους πρόσωπα, και οι συναισθηματικές τους ομοιότητες γίνονται πιο ξεκάθαρες. Το “Beef” εξελίσσεται απρόσμενα από μια ιστορία μίσους σε κάτι σαν ιστορία αγάπης – ή έστω συμπόνιας και ενσυναίσθησης, η οποία πηγάζει μέσα από την κοινή εμπειρία του θυμού, της υποβόσκουσας θλίψης και της μοναξιάς.

Παράλληλα, το ότι σχεδόν όλοι οι βασικοί χαρακτήρες του Beef είναι ασιατικής καταγωγής, τεκμηριώνει την κοινωνική διάσταση του θυμού. Παραδοσιακά, τα «στερεότυπα της υπακοής» που κυριαρχούσαν στην Αμερική για τις εθνοτικές μειονότητες, συνέβαλαν στη διαμόρφωση καταπιεσμένων σκέψεων, βιωμάτων και συναισθημάτων  – όπως εκείνο της οργής. Πέρα από την κοινωνική καταπίεση, ο θυμός πηγάζει επίσης από την οικογένεια και την ανατροφή τους. Η Amy περιγράφει σε ένα επεισόδιο πως έχει μάθει να καταπιέζει τα συναισθήματά της από τον πατέρα της, «Κινέζος από τις Μεσοδυτικές πολιτείες βλέπεις… Εννοώ, η επικοινωνία δεν ήταν το φόρτε του», και τη μητέρα της, μια Βιετναμέζα μετανάστρια που «νόμιζε ότι το να μιλάς για τα συναισθήματά σου ισοδυναμούσε με το παράπονο».

Όπως μας έχει διδάξει η ψυχολογία, η ψυχοθεραπεία και η φιλοσοφία, ο θυμός είναι ένα καταστροφικό συναίσθημα που μπορεί να μετουσιωθεί σε κάτι ζωτικό εφόσον ξεδιπλωθεί. Το Beef παρέχει άφθονες αποδείξεις και για τις δύο διαστάσεις του. Από τη μία, γινόμαστε θεατές της χειμαρρώδους κλιμάκωσης της κόντρας και των εκδικητικών πράξεων μεταξύ του Danny και της Amy, που δεν διστάζουν να βλάψουν τα επαγγελματικά βήματα που με τόσο κόπο έχουν καταφέρει να κατακτήσουν. Και από την άλλη μας ωθεί να διερευνήσουμε την ιδέα ότι ο θυμός μπορεί να είναι απελευθερωτικός. Η διαμάχη τους θα αποδειχθεί ό,τι χειρότερο τους έχει συμβεί και συνάμα ό,τι καλύτερο, καθώς θα τους βοηθήσει να αφυπνιστούν από τον συναισθηματικό βούρκο στον οποίο έχουν βουλιάξει. Πολεμούν ο ένας τον άλλον όχι μόνο από περηφάνια, αλλά και λόγω της ασυνείδητης ορμή τους που τους λέει ότι η οργή τους μπορεί με κάποιον τρόπο να κάνει τελικά τα πάντα σωστά.

Σε αυτή τη σειρά ο θυμός γεμίζει τα κενά, συντηρεί και χορταίνει στιγμιαία. Το να καταφέρουν οι δύο πρωταγωνιστές να ρίξουν τα ξίφη τους, να κατανοήσουν το άτομο που έχουν απέναντί τους και να βρουν έναν τρόπο να έρθουν κοντά, να συγχωρήσουν – όχι μόνο αυτό το άτομο, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, αποτελεί μια πράξη μέγιστης αρετής που κρύβει στον πυρήνα της το βαθύτερο νόημα της θεραπείας της ψυχής, καθώς οδηγεί σταδιακά στην απάλυνση του θυμού που τρέφει και καταστρέφει τους ήρωες.

Παρ’ όλες τις διαφορές τους, η Amy και ο Danny ενώνονται από έναν ακαταμάχητο καταναγκασμό να επαναστατήσουν ενάντια στην πολυδιάστατη καταπίεση που βιώνουν. Μέσα σε αυτό το διασκεδαστικό και γλυκόπικρο χάος που παρακολουθούμε, υπάρχει επίσης η συναρπαστικά ανατρεπτική πρόταση που λέει πως, το να επιτρέψουμε στην οργή μας να διοχετευτεί και να μας οδηγήσει στα βαθύτερα συναισθήματά μας, μπορεί να είναι η πιο άμεση και λυτρωτική διαδρομή για να νιώσουμε ξανά ζωντανοί και ελεύθεροι.

Λουίζα Σολομών-Πάντα