Με προειδοποίησε για τα σπαστά ελληνικά του πριν καν μιλήσουμε στο τηλέφωνο, και γι’ αυτό όταν μερικές ημέρες αργότερα απάντησε στην κλήση μου, αφού είπαμε στην κοινή μητρική μας γλώσσα όσα περισσότερα απλά πράγματα μπορούσαμε να πούμε (για τη διαφορά ώρας ανάμεσα στη Μελβούρνη και στην Αθήνα, για τον καιρό εδώ, για τον καιρό εκεί, για το επικείμενο ταξίδι του στην Ελλάδα και άλλα τινά), για να μην αναλωθούμε σε μία αχρείαστα δύσκολη προσπάθεια συνεννόησης, του είπα ότι προφανώς μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στα αγγλικά, που μπορεί να μην είναι η μητρική, είναι όμως η πρώτη γλώσσα του. Εκείνος όμως επέμενε να επιστρέφει στα ελληνικά, έστω και για λίγες λέξεις, συνήθως όταν ανοίγαμε κατά βούληση τα κεφάλαια της καταγωγής του, της σχέσης του με τους γονείς του και την πατρίδα τους, που θα έλεγα ότι τη θεωρεί και δική του πατρίδα, αν και δεύτερη τη τάξει, μετά την Αυστραλία – όταν δηλαδή αγγίζαμε ζητήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συγκροτούν τον βασικό κορμό της θεματικής του, από το πρώτο του βιβλίο μέχρι και σήμερα, σε μία πορεία που ξεκίνησε ιλιγγιωδώς με το Κατά Μέτωπο (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από την Άννα Κόκκινος) και κορυφώθηκε σχεδόν 13 χρόνια αργότερα, οπότε και κυκλοφόρησε το (μεταξύ άλλων, υποψήφιο για Booker) Χαστούκι . Ακόμη θυμάμαι ότι διαβάζοντάς το πριν από μερικά καλοκαίρια ένιωθα σαν να κρατούσα στα χέρια μου αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα», γραμμένο όμως από κάποιον που αν και είχε πατήσει τα 40, μπορούσε να διατηρεί αλώβητο το knack του πρώιμου, οριακού Bret Easton Ellis.
Στο πολυαναμενόμενο Μπαρακούντα (εκδόσεις Ωκεανίδα) ο Τσιόλκας πραγματεύεται και πάλι τα ζητήματα της καταγωγής, των οικογενειακών καταβολών, των ταξικών διαφορών και φυσικά, της σεξουαλικότητας, όλα τους αλληλοσυναρτώμενα σαν παράγοντες μια δισεπίλυτης εξίσωσης, και όλα αυτά με όχημα ένα λογοτεχνικό εύρημα (της διπλής αφήγησης από τον κεντρικό του ήρωα στις δύο πιο κρίσιμες φάσεις της ζωής του, πριν και μετά το ψυχολογικό «ground zero») του οποίου οι αρετές αποκαλύπτονται αφού μετά από τις πρώτες σελίδες μπορείς πια να το παρακολουθήσεις απόλυτα ενστικτωδώς, όπως αναπνέεις.
Οι λέξεις του στο σύνολό τους συνεχίζουν να «κλωτσάνε» και την ίδια στιγμή, με μια σχεδόν ύπουλη τρυφεράδα που χωρίς να το περιμένεις σε μεταλλάσσει από λύκο σε αρνάκι, να βρίσκουν χώρο να φωλιάσουν κάπως, κάπου μέσα σου. Εκεί δηλαδή που τις συναντάς και το πρωί, οπότε καθώς θα φτιάχνεις τον καφέ και θα ανακαλείς όσα διάβασες το προηγούμενο βράδυ στις σελίδες του Μπαρακούντα, θα υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ότι όπως και για τον ήρωά του, Ντάνι Κέλι, έτσι και για σένα και βασικά για όλους, σημασία τελικά δεν έχει τι ακριβώς έχει συμβεί μέχρι τώρα. Αυτό πάει, έγινε και τελείωσε. Σημασία έχει τι θα γίνει από δω και πέρα. Από δω και πάνω.
Πώς νιώθει κάποιος που γράφει βιβλία, όταν κυκλοφορεί ένα βιβλίο για τον ίδιο; Και δη μια βιογραφία; Η ιδέα ήταν εξ ολοκλήρου του Γιάννη (σ.σ. Βασιλακάκου). Έτυχε να γνωριστούμε και όταν μου το πρότεινε, μου φάνηκε πολύ ενθουσιώδης και παθιασμένος με το όλο εγχείρημα. Οπότε κι εγώ με ευχαρίστηση δέχθηκα να του μιλήσω, μου πήρε κάποιες συνεντεύξεις. Η όλη διαδικασία κράτησε περίπου τρεις μήνες. Το βασικό όμως για μένα ήταν να κρατήσω μία απόσταση από το βιβλίο, να αφήσω τον Γιάννη να κάνει τη δουλειά του. Γι’ αυτό, αν διαβάσεις το βιβλίο, θα δεις ότι ειδικά στο δεύτερο κομμάτι του, υπάρχει και μία επικριτική χροιά σε κάποια σημεία, κάτι που δε με ενοχλεί καθόλου.
Σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά το πρώτο σου βιβλίο, μπορείς να εντοπίσεις με ακρίβεια τη στιγμή που αποφάσισες να γίνεις συγγραφέας; Η αλήθεια είναι ότι το ήξερα από πολύ μικρός. Θυμάμαι, όταν ήμουν περίπου 10 ετών, να με ρωτάνε οι δικοί μου «Χρήστο τί θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» κι εγώ τους έλεγα συγγραφέας. Συνειδητοποίησα, όμως, ότι θα ξεκινούσα για τα καλά αυτό το ταξίδι στα 20s μου. Πρέπει να ήμουν 25 ετών. Έκανα ένα μεγάλο ταξίδι στην Ελλάδα, περίπου για τρεις μήνες. Όταν επέστρεψα στην Αυστραλία, έπιασα δουλειά στο National Film and Sound Archive. Ήταν μια υπέροχη δουλειά, γιατί λατρεύω το σινεμά. Έπρεπε όμως να πάρω τη μεγάλη απόφαση. Ανακοίνωσα στους κοντινούς μου ανθρώπους ότι θέλω να δοκιμάσω την τύχη μου σε αυτό το περίεργο πράγμα που ονομάζεται «ζώντας ως συγγραφέας». Στην αρχή, μάλιστα, έδινα στον εαυτό μου περιθώριο μέχρι τα 30 για να τα καταφέρω.
Και πράγματι περίπου όταν ήσουν 30 κυκλοφόρησε το Κατά Μέτωπο. Τα κατάφερες στην ώρα σου. Από την αρχή, από τότε που έγραψα το πρώτο μου διήγημα, ένιωθα μία φοβερή ενέργεια, μία έξαψη. Δεν ξέρεις από την αρχή αν θα καταφέρεις να ολοκληρώσεις αυτό που ξεκίνησες. Ή αν μετά θα μπορέσεις να το επαναλάβεις. Ειδικά αν κρίνεις αυστηρά τον εαυτό σου, όπως εγώ. Όταν, πάντως, κυκλοφόρησε το Κατά Μέτωπο, μπορούσα να εντοπίσω τα τρωτά του σημεία, τα μειονεκτήματά του, αλλά μπορούσα κιόλας να αναγνωρίσω ότι ήταν ένα ολοκληρωμένο έργο. Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, όταν το είδα τυπωμένο, ήταν η πρώτη φορά που είπα με σχετική βεβαιότητα ότι πράγματι, είμαι συγγραφέας. Δεν επαναπαύτηκα όμως. Είναι ένας βαρύτιμος τίτλος, και γι’ αυτό αμφισβητώ συνέχεια τον εαυτό μου. Πρέπει όμως να προκαλείς διαρκώς τον εαυτό σου, για να έχει νόημα αυτό που κάνεις.
Από μικρό παιδί θυμάμαι να πηγαίνω στο σπίτι κάποιου φίλου μου όταν η οικογένειά του γιόρταζε το Ραμαζάνι ή κάποιου άλλου που οι γονείς του είχαν έναν μικρό ναό του Βούδα. Αυτή η αίσθηση της πολυπολιτισμικότητας, Αυτή η αίσθηση της πολυπολιτισμικότητας, ότι υπάρχουν τόσες διαφορετικές κουλτούρες γύρω σου από τις οποίες μπορείς να αντλήσεις εμπειρίες, είναι πολύ σημαντική.
Πρόσφατα ο συγγραφέας Howard Jacobson δήλωσε στην Popaganda ούτε λίγο ούτε πολύ ότι οι συγγραφείς μέχρι το τέλος της ζωής τους παραμένουν δυστυχισμένοι, ανικανοποίητοι και υπερβολικά δύσκολοι άνθρωποι για να αντέξει κάποιος να ζήσει μαζί τους. Η ενστικτώδης μου αντίδραση είναι να συμφωνήσω. Η ζωή μας είναι γεμάτη από συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, αδυναμίες και εμμονικές στιγμές, ενώ δε λείπει και ο ναρκισσισμός. Είναι πολύ σημαντικό όμως ο ίδιος ο συγγραφέας να μην καταπίνει αμάσητη τη «μυθολογία του συγγραφέα». Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, για να μη δημιουργείς στον εαυτό σου το ακαταλόγιστο να συμπεριφέρεσαι σαν μαλάκας. Δεν είναι εύκολο. Έχουμε δει πολλούς ανθρώπους κάτω από τον μανδύα του καλλιτέχνη να βγάζουν τον χειρότερό τους εαυτό.
Συμφωνώ μεν με αυτό που λες, από την άλλη όμως τί θα ήταν οι καλλιτέχνες χωρίς τη μυθολογία που τους περιβάλλει; Είναι πολύ σημαντικό για μένα να έχω επαφή με την πραγματικότητα. Αυτό έχει να κάνει με τις ρίζες μου, με τις οποίες θέλω να διατηρώ πολύ στενή σχέση. Είμαι παιδί μεταναστών της εργατικής τάξης. Και είμαι πολύ περήφανος για την καταγωγή μου. Θα σου πω αυτό που λέω σε όλους τους νέους συγγραφείς με τους οποίους μου δίνεται η ευκαιρία να συζητήσω για τη δουλειά μας. Είναι ακριβώς αυτό: δουλειά. Ναι, φυσικά είναι δημιουργική, έχει φαντασία και άλλα τέτοια, αλλά προτιμώ να το αντιμετωπίζω σαν μια δεξιοτεχνία. Και όπως γίνεται με όλες τις δεξιοτεχνίες, όσο περισσότερο ασχολείσαι με αυτή, τόσο περισσότερο τη μαθαίνεις.
Όταν κάθεσαι να γράψεις, έχεις κάποια συγκεκριμένη ιεροτελεστία που πρέπει να ακολουθήσεις ευλαβικά για να αποδώσεις; Θα ήταν ψέμα αν σου έλεγα ότι κάθομαι αυστηρά οχτώ ώρες κάθε μέρα. Πιστεύω ότι κανένας συγγραφέας δεν το κάνει αυτό. Είμαστε τυχεροί από αυτή την άποψη, δεν έχουμε κάποιο συγκεκριμένο ωράριο. Από εκεί και πέρα, ακριβώς επειδή όπως σου είπα πριν το αντιμετωπίζω σαν δουλειά αυτό που κάνω, προσπαθώ καθημερινά να περνάω πολλές ώρες γράφοντας, οπότε αναπόφευκτα έχω αναπτύψει μία απλή ρουτίνα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ξυπνούσα νωρίς το πρωί, έπινα μία κούπα καφέ και ξεκινούσα το γράψιμο σε ένα μικρό γραφείο που είχα στο σπίτι. Τώρα πια έχω ένα μικρό στούντιο, περίπου 25 λεπτά μακριά με τα πόδια από το σπίτι μου. Αυτός ο χρόνος που περνάω περπατώντας για να φτάσω εκεί είναι πολύ σημαντικός, είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της όλης διαδικασίας.
Όσο περνάνε τα χρόνια, έχεις παρατηρήσει ότι είναι πιο εύκολο, λόγω εμπειρίας, να συγκεντρωθείς για να γράψεις ή αντιμετωπίζεις κι εσύ το μεγάλο βάσανο της εποχής, την διάσπαση προσοχής; Δεν ξέρω αν είναι πιο εύκολο. Απλά το κάνω. Μπορεί τις λέξεις που θα γράψω τη μία μέρα, να τις πετάξω την επόμενη, αλλά δεν έχει σημασία. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Επίσης πριν από μερικά χρόνια πήρα συνειδητά την απόφαση να μην έχω ιnternet στο στούντιο που γράφω. Γιατί ξέρω ότι χίλια δυο πράγματα θα μπορούσαν να μην αποσπάσουν την προσοχή online, θα έχανα όλη μου την ώρα.
Είσαι δηλαδή υπέρ αυτής της νεο-λουδίτικης προσέγγισης, με μπροστάρηδες σαν τον Jonathan Franzen, σύμφωνα με την οποία το internet μόνο αρνητικά επιδρά στους συγγραφείς; Είναι ενδιαφέρουσα άποψη, αλλά δε μπορώ να πω ότι την ασπάζομαι απόλυτα, δε θέλω να ακούγομαι σαν φοβικός γέρος που λέει ότι «η τεχνολογία είναι κακό πράγμα». Η αλήθεια είναι ότι βοηθάει στη ζωή μας. Το γεγονός ότι μπορέσαμε να κανονίσουμε αυτή την τηλεφωνική συνέντευξη στέλνοντας πρώτα ένα-δυο email, για παράδειγμα, είμαι μια απόδειξη επ’ αυτού. Θα μας έπαιρνε πολύ περισσότερο χρόνο παλιότερα, θυμάμαι πως ήταν η διαδικασία. Φυσικά δεν εναντιώνομαι στην τεχνολογία και το διαδίκτυο, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε μπορώ να αναγνωρίσω ότι έχει κάποια αρνητική επιρροή στην αυτοσυγκέντρωση και στην αυτοπειθαρχεία. Και σε πιο πρακτικά ζητήματα, στη δική μου τη δουλειά. Στην ορθογραφία για παράδειγμα. Είναι πολύ εύκολο ένας συγγραφέας να γίνει τεμπέλης με την ορθογραφία, μόνο και μόνο γιατί υπάρχει το google. Μη έχοντας σύνδεση στο στούντιο που γράφω, κάθε φορά που θέλω να ψάξω μία λέξη, ανοίγω το λεξικό. Με τον παλιό, καλό τρόπο, που λένε. Γιατί θέλω η δουλειά μου εκτός από την πνευματική, να διατηρεί και μία σωματική (σ.σ. physical) διάσταση.
Εξακολουθείς να θεωρείς, όπως παλιότερα, ότι αυτό που σου έδωσε στην αρχή την απόλυτη ελευθερία να γράψεις ακριβώς όπως ήθελες, ήταν το γεγονός ότι οι γονείς σου δεν μπορούσαν να διαβάσουν αγγλικά; Μεγάλωσα σε μια τυπική οικογένεια Ελλήνων μεταναστών της εργατικής τάξης. Για να καταλάβεις, μόνο όταν πήγα στο δημοτικό σχολείο άρχισα να μιλάω αγγλικά – πρωτύτερα συναναστρεφόμουν κυρίως με Έλληνες. Στην περιοχή που μεγάλωνα υπήρχαν μόνο Έλληνες, Ιταλοί, Τούρκοι, Σέρβοι, μετανάστες γενικά. Σκέψου ότι τα ιταλικά τα ψιλοήξερα πριν από τα αγγλικά. Τότε, στα 70s, ήταν σαν όλος μας ο κόσμος να ήταν αυτή η μεγάλη γειτονιά, εκεί υπήρχαν όλα τα εργοστάσια σε απόσταση πέντε λεπτών και τα σχολεία ήταν επίσης εκεί κοντά. Όσον αφορά τους γονείς μου, ήθελαν να μάθω να διαβάζω, ήξεραν πόσο σημαντικό ήταν να πηγαίνω στη βιβλιοθήκη. Κάθε Πέμπτη ο πατέρας μου έφερνε βιβλία που ο ίδιος ήθελε αλλά δε μπορούσε να διαβάσει, βιβλία με ενήλικα θέματα. Ήμουν 10-11 ετών όταν μου έφερε ένα βιβλίο του Henry Miller. Προφανώς δεν τον κατάλαβα καθόλου, τουλάχιστον όμως προσπάθησα, και κάτι βγήκε από αυτό. Ήμουν τυχερός δηλαδή από αυτή την άποψη. Όταν τελικά ξεκίνησα να γράφω, χρησιμοποιούσα μία γλώσσα άγρια και τσαμπουκαλεμένη, για να εξερευνήσω τα ζητήματα της σεξουαλικότητας που με απασχολούσαν. Υποσυνείδητα, φαντάζομαι, ότι λειτουργούσε απελευθερωτικά το γεγονός ότι ήξερα πως οι γονείς μου δε θα μπορούσαν να διαβάσουν αυτά που έγραφα – αν και το έκαναν αργότερα, όταν τα βιβλία μου μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Έχω αρκετούς φίλους που είναι μαζεμένοι και προσεκτικοί με αυτό που κάνουν, από φόβο για το πως θα το εκλάβουν οι γονείς τους.
Στην επόμενη σελίδα: η «αθάνατη ελληνική οικογένεια», η πλάνη των Χρυσαυγιτών και το Μπαρακούντα.
Page: 1 2