Για τον Χρήστο Τσιόλκα η ντροπή είναι ένα συναίσθημα τρομερό και επικίνδυνο

Τελικά η «αθάνατη ελληνική οικογένεια» ή για να μην το περιορίσω μόνο στα δικά μας, οι πολύ δεμένες οικογένειες, κόβουν τα φτερά των παιδιών τους; Έχω μια ξαδέρφη δημοσιογράφο που αγαπώ πάρα πολύ, εκεί στην Ελλάδα. Θυμάμαι μια φορά που είχα έρθει στην Αθήνα μου είπε «αν είχες ζήσει εδώ, αν είχες μεγαλώσει εδώ, δε θα ήσουν ο συγγραφέας που είσαι σήμερα», εννοώντας ότι στην ελληνική κοινωνία υπάρχει διάχυτη μία καχυποψία, ο κόσμος έχει την τάση να κοιτάζει πίσω από τον ώμο του. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα για τα οποία είμαι ευγνώμων για τη μετανάστευση, που ανήκω στην πρώτη γενιά Ελλήνων μεταναστών που γεννήθηκαν στην Αυστραλία. Από μικρό παιδί θυμάμαι να πηγαίνω στο σπίτι κάποιου φίλου μου όταν η οικογένειά του γιόρταζε το Ραμαζάνι ή κάποιου άλλου που οι γονείς του είχαν έναν μικρό ναό του Βούδα. Αυτή η αίσθηση της πολυπολιτισμικότητας, ότι υπάρχουν τόσες διαφορετικές κουλτούρες γύρω σου από τις οποίες μπορείς να αντλήσεις εμπειρίες, είναι πολύ σημαντική. Και στη δική μου περίπτωση, πριν καν τη συνειδητοποιήσω, τη ζούσα, καταλαβαίνεις;

Aυτή η πολυπολιτισμικότητα σε βοηθά να προκαλέσεις τη γονεϊκή εξουσία; Εκ των πραγμάτων, ναι. Ξαναλέω, όμως, ότι στην περίπτωση των μεταναστών παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η γλώσσα. Είναι ίσως το πιο σημαντικό πράγμα. Για τη γενιά των γονιών μου, αυτό που λέγεται συχνά, και αγγίζει τα όρια του κλισέ, είναι ότι ζουν παγιδευμένοι στο παρελθόν. Ότι δηλαδή η Ελλάδα για τους γονείς μου σήμερα, είναι η Ελλάδα των 60s. Αυτό δεν είναι βέβαια απόλυτα ακριβές. Όμως επειδή στην αρχή τουλάχιστον δεν κατείχαν τα αγγλικά, ήταν εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένοι όσον αφορά την επικοινωνία, οι συζητήσεις τους με μη Έλληνες γινόταν σε ένα πιο ωμό και πρωτόλειο επίπεδο. Αυτό το ζήτημα εξαφανίζεται όμως από τις επόμενες γενιές, που μεγαλώνουν όλες μαζί.

Είχες πει κάποτε ότι όταν γύρω στο 2000 σου δόθηκε η ευκαιρία να περάσεις ένα διάστημα στην Ελλάδα, ένιωσες πιο κοντά στους μετανάστες, παρά στους ντόπιους, υποθέτω όχι μόνο θέσει, αλλά και φύσει – παιδί μεταναστών είσαι, άλλωστε. Τώρα, φαντάζομαι θα ξέρεις, ότι στον τόπο καταγωγής σου πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες ψήφισαν ένα ξενοφοβικό, νεοναζιστικό κόμμα. Σκέφτεσαι ποτέ τι θα πεις σε έναν από αυτούς τους ψηφοφόρους αν τύχει να τον γνωρίσεις τώρα που έρχεσαι στην Ελλάδα; Για όλους αυτούς δεν είμαι ο ιδανικός εκπρόσωπος του σπουδαίου έθνους τους, είμαι ομοφυλόφιλος βλέπεις. Έχω, όμως, ήδη συναντηθεί με ανθρώπους που υποστηρίζουν τη Χρυσή Αυγή και σε όλους λέω το ίδιο πράγμα: το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες που σας παίρνουν τις δουλειές, αλλά ότι δεν υπάρχουν δουλειές. Το πρόβλημα δεν είναι όλοι αυτοί οι κατατρεγμένοι, παρόλο που αναγνωρίζω ότι η Ελλάδα λόγω γεωγραφικής θέσης υποδέχεται έναν αριθμό μεταναστών μεγαλύτερο από αυτόν που μπορεί τη δεδομένη χρονική συγκυρία να αφομοιώσει. Το πρόβλημα είναι τα μέτρα λιτότητας, η διεφθαρμένη πολιτική ελίτ και η ευρωπαϊκή αλαζονεία. Δε θέλω όμως να ακούγομαι διδακτικός, μιλώντας σαν να ξέρω τα πάντα για τη χώρα σου. Είναι όμως μια τραγωδία όλο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. Πέρυσι ταξίδεψα για λίγο εκεί με τη μητέρα μου, που είχε να έρθει στην Ελλάδα 22 χρόνια. Και της έκανε τρομερή εντύπωση η ανεργία, γιατί το 1963 έφυγαν από εκεί αυτή έφυγε ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν δουλειές. Θυμάμαι στις αρχές των 90s, όταν ήτουν ακόμη νέος, υπήρξε και στην Αυστραλία κρίση και ύφεση – προφανώς δεν είχε καμία σχέση η κλίμακά της με αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Υπήρχε όμως και εδώ ένα μεγάλο ψυχολογικό και συναισθηματικό κόστος για τον κόσμο. Ο σύντροφός μου, πολλοί φίλοι μου έμειναν άνεργοι για μεγάλο διάστημα τότε. Εσύ πόσο χρονών είσαι τώρα;

Κλείνω τα 35 σε λίγο καιρό… Εγώ τώρα είμαι 48. Μιλάω όμως για τη δική σου γενιά, από 18 μέχρι 35. Είναι τρομερό το κόστος της ανεργίας. Όχι απλά σε οικονομικό επίπεδο. Αλλά γιατί στερείται από την πιο παραγωγική γενιά η δυνατότητα να αποκτήσει εφόδια και εμπειρίες για το μέλλον. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Οι κοινωνικές ανισότητες και το ζήτημα της σεξουαλικότητας είναι από τους βασικούς άξονες της θεματικής στο Μπαρακούντα, όπως και γενικότερα στα βιβλία σου μέχρι σήμερα. Θέλω να καταστήσω σαφές όμως ότι σε καμία περίπτωση το Μπαρακούντα δεν βασίζεται σε μία άφηγηση για το outing.

Τα μαθητικά χρόνια ήταν και για σένα τον ίδιο τόσο δύσκολα όσο για τον ήρωά σου, τον Ντάνι Κέλι; Η περίοδος του σχολείου είναι εξ ορισμού δύσκολη, γιατί το σχολείο είναι ίδρυμα. Εγώ βέβαια δεν είχα ανάλογες εμπειρίες με τον Ντάνι, δεν είχα πάει σε ιδιωτικό.

Οι αναφορές στο bullying πηγάζουν από προσωπικές εμπειρίες; Το έζησες κι εσύ στο πετσί σου ή έστω είχες φίλους στο σχολείο που να το υπέστησαν; Για κάποια χρόνια στο σχολείο ήμουν «ο Έλληνας», το «παιδί μεταναστών», τέτοια πράγματα, οπότε ναι, διάφοροι με πείραζαν. Υπάρχει εδώ στην Αυστραλία το γνωμικό «if you could beat up the Greek». Μη φανταστείς όμως ότι ήταν κάτι αβάσταχτο. Όταν γράφεις, υπάρχει προφανώς το αυτοβιογραφικό στοιχείο, αντλείς δηλαδή έμπνευση από προσωπικά σου βιώματα. Βασικό ρόλο όμως παίζει η παρατηρητικότητα, βλέπεις όσα συμβαίνουν γύρω σου και από αυτά εμπνέεσαι. Είναι βέβαια λεπτή η γραμμή ανάμεσα στα δύο…

Έχω συναντηθεί με ανθρώπους που υποστηρίζουν τη Χρυσή Αυγή και σε όλους λέω το ίδιο πράγμα: το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες που σας παίρνουν τις δουλειές, αλλά ότι δεν υπάρχουν δουλειές. Το πρόβλημα είναι τα μέτρα λιτότητας, η διεφθαρμένη πολιτική ελίτ και η ευρωπαϊκή αλαζονεία. Είναι μια τραγωδία όλο αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα. 

Πόσα drafts έγραψες μέχρι να φτάσεις στο τελικό αποτέλεσμα; Έξι. Το πρώτο ήταν εντελώς χάλια. Θυμάμαι να νιώθω λίγη ντροπή διαβάζοντάς το, αλλά δεν πειράζει, στην αρχή απλά θέλεις να βγάλεις την ιστορία από μέσα σου. Μετά έπρεπε να αρχίσω από την αρχή, ξανά και ξανά, δίνοντας μεγάλη προσοχή σε τεχνικά ζητήματα.

Έχεις χρησιμοποιήσει δύο ουσιαστικά παράλληλες αφηγήσεις, του Ντάνι ως μαθητή σχολείου και του Ντάνι στα 30 του. Η επιλογή της δεύτερης αφηγηματικής γραμμής, πόσο είχε να κάνει με την περιβόητη κρίση που υποτίθεται ότι περνάει κάθε άντρας όταν τριανταρίζει; Το προηγούμενο βιβλίο μου, το Χαστούκι, ήταν πολύ επιτυχημένο. Για κάποιο λόγο όμως ένιωθα μία αβεβαιότητα, ήμουν δύσπιστος απέναντι σε αυτή τη μεγάλη επιτυχία. Όταν τελικά ξεκίνησα να γράφω το Μπαρακούντα, ήμουν 45 ετών – όχι πια ένας νέος άνθρωπος. Σήμερα είμαι ένας μεσήλικας. Ένιωσα, λοιπόν, την ανάγκη να δημιουργήσω τον χαρακτήρα ενός οργισμένου, μπερδεμένου παιδιού. Κάποιον που όπως τα ανήψια μου ή τα παιδιά των φίλων μου που είναι γύρω στα 20, τον αντιμετώπισα με ειλικρινή τρυφερότητα. Και ήθελα να τονίσω πως κάποιες οριακές εμπειρίες, άλλαξαν αυτό το νέο παιδί καθώς περνούσαν τα χρόνια.

Αλλάζει πραγματικά ο άνθρωπος μεγαλώνοντας, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ή οι όποιες μεταβολές συμβαίνουν μέχρι κάποια σχετικά μικρή ηλικία και μετά επί της ουσίας παραμένουμε ίδιοι και απαράλλαχτοι; Η πρώτη μου σκέψη είναι να σου πω ότι ο άνθρωπος στον πυρήνα του δεν αλλάζει. Είναι απλώς κάποιες εμπειρίες που μπορούν να σε τραυματίσουν, και να αλλάξουν όχι το ποιος είσαι, αλλά το πώς κινείσαι σε αυτόν τον κόσμο. Δεν ξέρω πως ακριβώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Από τη μία παραδέχομαι ότι μερικές φορές είμαι μοιρολάτρης, ξέρεις, πιστεύω ότι οι πορείες μας είναι προδιαγεγραμμένες. Αυτό ομως δε σημαίνει ότι δεν πρέπει διαρκώς να κυνηγάμε το καλό. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση.

Ελπίδα, οργή, αποτυχία, λύτρωση. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτά τα στάδια στη ζωή του Ντάνι, λειτουργούν και ως παραλληλισμός σε όλη αυτή την τραγική κατάσταση, όπως είπες νωρίτερα, που επικρατεί στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία. Έστω και αν δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο στάδιο της λύτρωσης. Ξέχασες τη ντροπή. Η ντροπή είναι τρομερά επικίνδυνο συναίσθημα. Βρέθηκα στην Ελλάδα λίγο μετά το ξεκίνημα της κρίσης, το 2010. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πόσο ντροπιασμένοι ένιωθαν οι άνθρωποι εκεί. Θυμάμαι είχα βρεθεί σε ένα μπαράκι και κάποιος από την προφορά μου κατάλαβε ότι δεν είμαι Αθηναίος. Με ρώτησε από που είμαι και όταν είπα από την Αυστραλία, μου απάντησε «είσαι πολύ τυχερός». Έχω έρθει στην Ελλάδα αρκετές φορές. Ήταν η πρώτη που συνάντησα κάποιον που όχι απλώς δεν ένιωθε τυχερός που είχε γεννηθεί εκεί, αλλά ντρεπόταν κιόλας. Αυτό είναι το λυπηρό.

Ο Χρήστος Τσιόλκας θα βρεθεί στην Ελλάδα για μία σειρά παρουσιάσεων του Μπαρακούντα. 

Πέμπτη 26 Ιουνίου. 20:00 Six D.O.G.S (Αβραμιώτου 6-8, Μοναστηράκι, Αθήνα). Θα συνομιλήσει με τον Κωνσταντίνο Τζούμα.

Σάββατο 28 Ιουνίου. 20:00 Κήπος (Παλαιών Πατρών Γερμανού 4-16, Πάτρα). Θα συνομιλήσει με την δημοσιογράφο και συγγραφέα Αλεξάνδρα Τσόλκα.

Δευτέρα 30 Ιουνίου. 20:30 .ES (Φράγκων 2, Θεσσαλονίκη). Θα συνομιλήσει με τον αρχισυντάκτη του περιοδικού SOUL Δημήτρη Καραθάνο.

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Page: 1 2

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).