Categories: ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

Παρέα με τον Τσαρούχη- ξανά.

Ο Γιάννης Τσαρούχης πέρασε μια σκληροπυρηνική χορτοφαγική περίοδο, έδινε δανεικά γνωρίζοντας ότι θα είναι αγύριστα και τις τελευταίες μέρες της ζωής του ήθελε να μιλήσει ξανά, μετά από πολλά χρόνια, στο εμβληματικό μοντέλο του, τον Ντομινίκ. Η Νίκη Γρυπάρη- Τσαρούχη, κόρη του αδελφού του  και πρόεδρος του Ιδρύματος Γιάννης Τσαρούχη, ο άνθρωπος που σταχυολόγησε κείμενά του, αυτοβιογραφικές σημειώσεις, προφορικές διηγήσεις για την  σημαντική έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης- Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας, Δεύτερο Μέρος (1940-1989)», στο Μουσείο Μπενάκη στη Πειραιώς 138, προκειμένου  να πλαισιώσει και τεκμηριώσει τα έργα του, πολλά από τα οποία έρχονται πρώτη φορά στο φως («Ηταν σε ρολά», εξηγεί. Ποια; Το Μανάβικο στη Μυτιλήνη, Η ταβέρνα στην Αθηνάς, Το Κουρείο στο Μαρούσι, όλα τα σχέδια για την Αταλάντη του  και άπειρα προσχέδια) μιλά στην popaganda για τον Τσαρούχη πίσω από το έργο του και για τα μυστικά της τέχνης του. Για τις μικρές αδυναμίες του.

Δοκιμές για τις Τέσσερις Εποχές

Δεν  έχει πολλές μνήμες του θείου της από την παιδική της ηλικία. «Δεν τον θυμάμαι πολύ τότε, γιατί δεν τον βλέπαμε συχνά, δούλευε πολύ εντατικά», λέει. Θυμάται όμως  ακόμα και σήμερα πολύ  έντονα τις γλαφυρές αφηγήσεις του όταν επέστρεψε από την περιοδεία με τη Μήδεια-Κάλλας, στο Ντάλλας και στο Τέξας το ’58. Εκείνη ήταν 9 χρονών κι εκείνος ένας συναρπαστικός αφηγητής. «Με τα παιδιά τα πήγαινε πολύ καλά. Ελεγε :«Μετά χαλάνε».


Μαθήτρια του Γυμνασίου, την κάλεσε στη γενική πρόβα της Επιστροφής της  Γηραιάς Κυρίας στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Μινωτή (1961), με την Κατίνα Παξινού. «Με ένα τετράδιο  κρατούσα σημειώσεις για τις διορθώσεις στα κοστούμια. Είχα ενθουσιαστεί», θυμάται.

Στις μνημειώδεις Τρωάδες του,  το ’77, τη δουλειά που συμπύκνωνε την αισθητική και την κοσμοθεωρία του για τη ζωή, την τέχνη και το αρχαίο δράμα, στο γκαράζ της Καπλανών, ήταν βοηθός του αλλά και μέλος του Χορού (Εκάβη ήταν η Σμάρω Στεφανίδου και Κορυφαία η Σαπφώ Νοταρά). «Τον βοήθησα στα κοστούμια, σε όλα, έτρεχα να βρω ό,τι χρειαζόταν».

Προσχέδιο για τις συλλήψεις τριών Κομμουνιστών.

Όλες οι πρόβες, αφηγείται η Γρυπάρη,  γίναν στο Μαρούσι, που «δεν είχε γίνει ακόμα το  Μουσείο του. Είχε διαλέξει ηθοποιούς που έβρισκε ο ίδιος και είχε οργανώσει τα πάντα μόνος. Για να βρει ένα χώρο πάρκινγκ, ένα συνεργείο που ήθελε, είχε πάρει τους δρόμους. Δούλεψε  ξεχωριστά με κάθε έναν από τους ηθοποιούς.Μετά γινόταν η ομαδική πρόβα. Οι πρόβες κρατήσαν 1-2 μήνες. Ήταν Σεπτέμβρης έπιασαν οι βροχές και η παράσταση μεταφέρθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπου είχε απογυμνωμένο το σκηνικό, φαινόταν όλο το βάθος, οι εξοπλισμοί , τα παράθυρα. Κατόπιν πήγε στο Μαρκόπουλο, σε ένα κινηματοθέατρο. Όλο το σκηνικό το είχε κάνει με χαρτί kraft και χρησιμοποιούσε μόνο ένα φως».

«Δεν μπορώ –προσθέτει- να πω ότι αγαπούσε πιο πολύ το θέατρο ή την όπερα (είχε σκηνογραφήσει συνολικά 140 παραστάσεις) ή ότι αγαπούσε περισσότερο τη ζωγραφική. Η δουλειά του δείχνει τι αγαπούσε πάντα».

Κηδείες και Μνημόσυνα Εμφυλίου.

Δυο χρόνια δούλεψε μαζί του στο Παρίσι ως βοηθός. «Όμως, ποτέ δεν μου υπέδειξε τι να κάνω στη ζωή μου. Όσο ζούσε δεν ανακατεύτηκε ποτέ στις ζωές των άλλων».  Στη Γαλλία περνούσαν πολλές ώρες παρέα. «Οι ευχάριστες  στιγμές μαζί του ήταν πολλές. Δουλεύαμε πολλές ώρες, κυρίως με το φως της μέρας, αλλά μετά διασκεδάζαμε».


Τι ακριβώς έκανε ως βοηθός του; (είχε πραγματοποιήσει σπουδές γραφικών τεχνών στη Σχολή Δοξιάδη κι εν συνεχεία σπούδασε στη Beaux Arts). «Ημουνα γενικών καθηκόντων. Παρασκεύαζα, μεταξύ άλλων,  τα χρώματά του. Τα έβρισκε έτοιμα ,κι αυτός βεβαίως μετά τα ανακάτευε και έκανε συνδυασμούς. Όλοι όσοι έρχονταν κοντά του γίνονταν γενικών καθηκόντων. Δεν είχε επίσης πρόβλημα να ζητήσει σε οποιονδήποτε να ποζάρει. Τους έλεγε ιστορίες και περνούσε ευχάριστα».

Για τι συζητούσε; «Για τη ζωγραφική, την περίοδο της Χούντας για την Ελλάδα και την ελευθερία. Πολιτικά όμως δεν ανήκε πουθενά. Ητανε αναρχικός. Όχι με την έννοια που έχει πάρει σήμερα ο αναρχικός. Δεν πήγε ποτέ σε κανένα κόμμα, δεν ανήκε πουθενά, όπως άλλοι καλλιτέχνες και δημιουργοί, ο Ρίτσος, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, και είχε φίλους απ’όλα τα κόμματα.

Ο Αγγελος μετρά με ένα έργο. Μια παραγγελία Κων/νου Δοξιάδη που σήμερα σε υποδέχεται στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς

Οι πρώτες του ύλες δεν ήταν σταθερές. «Πειραματιζόταν. Συνέχεια άλλαζε. Χρησιμοποιούσε λάδια, τέμπερες, παστέλ. Ελεγε «βρήκα ένα μαγικό μαντζούνι». Είχε διάφορες μανίες και δοκίμαζε νέα υλικά. Τους μουσαμάδες τους ετοίμαζε μόνος, γιατί είχε κάνει σχετικά μαθήματα στη Beaux-Arts. Από τα χρώματα τoυ αρέσαν οι ώχρες, το χοντροκόκκινο, το άσπρο, το μαύρο. Πολλές φορές έκανε ουρανό με γκρι, μαύρο και άσπρο. Ηταν μια δική του ζωγραφική. Και ξέρω πως ό,τι έκανε το έκανε με πάθος και πως ήθελε να τελειώνει γρήγορα. Πιο πολύ χρόνο, πολύ χρόνο, του έπαιρνε η προετοιμασία ενός θέματος. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μήνες του και οι Τέσσερις Εποχές».


Τα πρώτα του μοντέλα τα γνωρίζουμε από τα ονόματά τους: Ντομινίκ,  Αλέξης Σαββάκης, Ηλίας, Τάσος. Το πιο γνωστό είναι ο Ντομινίκ. Από πού κρατούσε η σκούφια του όμορφου νέου άνδρα; «Ο Ντομινίκ ήταν ένα πολύ  συμπαθητικό παιδί από τη Σαρτρ. Του άρεσε κι έπαιζε  κιθάρα. Μετά έγινε ξυλουργός και εξαφανίστηκε. Είχα βρει το τηλέφωνό του και του είχε μιλήσει ο Γιάννης ένα μήνα πριν πεθάνει. Ήθελε να του μιλήσει. Έμαθε πως είχε ένα παιδί. ΄Ελεγε ότι πρέπει να είσαι πολύ αυστηρός όταν κάνεις ένα ωραίο μοντέλο για να μην πέσεις στο γλυκανάλατο».  

Στρατιώτης με κόκκινο τραντάφυλλο στο πάτωμα (κάτω), Ο Ευγένιος Σπαθάρης άγγελος (δεξιά), έργα της δεκαετίας του ’40.

Όταν ζωγράφιζε, συζητούσε με το μοντέλο ή με τους φίλους και βοηθούς, και άκουγε μουσική. Η γκάμα του ήταν τεράστια, σύμφωνα με την Γρυπάρη: όπερες, δημοτικά τραγούδια, Μπέλλου, Τσιτσάνης και Μουφλουζέλης. «Κάποιοι κηπουροί του είχαν ξεχάσει δίσκους των Beatles και των Rolling Stones. Τους έβαζε και τους άκουγε κι αυτούς».

Οι αγαπημένοι του ζωγράφοι;  «Ντελακρουά, Βερμέερ, Καραβάτζο, πολλοί, πάρα πολλοί. Πήγαινε συχνά στο Λούβρο. Και ανά εποχή είχε έναν αγαπημένο. Στους σύγχρονους ζωγράφους έβλεπε πάντα και τα καλά τους, δεν είπε ποτέ για τη δουλειά κανενός «είναι χάλια». Έλεγε τα ευφυολογήματα, τα αστεία του για τους ανθρώπους, αλλά δεν κακολόγησε ποτέ κανένα».

Δέσποινα (1968).Το γνωστότερο γυναικείο πορτρέτο του.

Η μέρα του ξεκίναγε με την  τελετουργία του καφέ. «Τον έφτιαχνε πάντα ο ίδιος, ήταν τούρκικος σκέτος, χωρίς ζάχαρη». Αν είχε μια αδυναμία αυτή ήταν τα γλυκά.  «Του αρέσαν πάρα πολύ». Ακόμα και με βεβαρημένη την υγεία του από το διαβήτη έκανε διαρκώς ατασθαλείες του με τη ζάχαρη, σαν σκανδαλιάρικο παιδί.

«Κάτι που κανείς δεν ξέρει ωστόσο είναι ότι από το ‘69, έγινε φανατικός χορτοφάγος. Πήγαινε στα χορτοφαγικά εστιατόρια του Παρισιού, κι όταν αγόρασε το σπίτι  με το αγρόκτημα στο χωριό το έκανε και για τον κήπο του. Θέλαμε να φάμε καρότα, πράσα; Βγαίναμε έξω και τα κόβαμε. Είχε και κότες για τα αυγά».

Δεν ήταν όμως κοσμοκαλόγερος: «Του αρέσαν και οι δυο τρόποι ζωής. Και ο δύσκολος, ο ασκητικός στην εξοχή, καλλιεργώντας μόνος τη γη, και ο πιο κοσμοπολίτικος».

Η σχέση του με τα χρήματα είναι μνημειώδης. Φίλοι του τον θυμούνται να έχει τα χαρτονομίσματα τσαλακωμένα στις τσέπες και έτσι  να τα βγάζει και να πληρώνει το τραπέζι όλης της παρέας. «Τα προσωπικα έξοδά του ήταν τα βιβλία που αγόραζε και οι δίσκοι. Αυτές ήταν οι προσωπικές του πολυτέλειες, Αγόραζε μονογραφίες και λευκώματα με τη δουλειά άλλων ζωγράφων, δοκίμια, ποίηση, λογοτεχνία. Διάβαζε πολύ και πολλά πράγματα, και αυτοβιογραφίες, όπως της Μιστενγκέτ, τραγούδια της οποίας είχε βάλει και στις Τρωάδες του και στην Ωραία Ελένη. Πριν το τέλος διάβαζε την Νεκρώσιμη Ακολουθία ή του τη διαβάζαν. Δεν υπάρχει γιατί. Ο ίδιος δεν φοβόταν τον θάνατο. Ως άνθρωπο μη μου ζητάτε να τον χαρακτηρίσω. Βασικά είχε ανθρώπινο χαρακτήρα.Βοηθούσε τους ανθρώπους. Ήξερε όταν δάνειζε ότι τα δανεικά δεν θα επιτρέφονταν, αλλά τα έδινε. Μόνο όταν επρόκειτο για δουλειά ήταν αυστηρός. Ήταν εποχές που δεν υπήρχε επαγγελματισμός και για να πετύχει έπρεπε να γίνουν τα πράγματα ακριβώς όπως ήθελε. Ήταν τρομερά δουλευταράς. Δούλευε συνέχεια από το πρωί. Και στο τέλος της ζωής του ξυπνούσε στις 5, έπινε καφέ, διάβαζε και μετά άρχιζε τη δουλειά. Στο Παρίσι  δούλευε με το φως της μέρας.

Ζωγραφίζοντας την Αταλάντη (1956), έργο-κατακλείδα μετά από πολλές δοκιμές.

Στη σημερινή έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη αυτό που είναι πρωτότυπο, τονίζει, είναι ότι μέσα από αρχειακό υλικό και κείμενα του ίδιου βλέπουμε πότε και πώς  έφτιαξε τα έργα του. «Αρχείο κρατούσε, αλλά με ένα δικό του τρόπο, ακατάσταστο. Ομως, κάτω από μια τούρλα των πραγμάτων ήξερε ότι υπήρχε αυτό το χαρτάκι και δεν ήθελε κανείς να του την πειράξει».

Η έκθεση ξεκινά με το Αλβανικό Μέτωπο και καταλήγει με τα τελευταία έργα του (Στέλλα Βιολάντη, για την παράσταση του Αθμόνιου Θεάτρου, που σκηνοθέτησε και σκηνογράφησε). Κατοχή, Απελευθέρωση,το συμβόλαιό του με τον Ιόλα από το ’53-57, περίοδο κατά την οποία όλα τα έργα του ανήκουν σ εκείνον («είναι η κενή περίοδός του»),και μετά μια- μια όλες οι δεκαετίες της ζωής του. Μαθαίνουμε πώς συνέλαβε τον ‘Ερωτα να γεωμετρεί τις αναλογίες της αρχιτεκτονικής , οι άνδρες να έχουν φτερά πεταλούδας και πώς  συνέχισε την παράδοση των αγοριών με μακριά μαλλιά, του Τζιορτζιόνε, του Καρπάτσο και του Ντύρερ.

 Πώς γεννήθηκαν οι πίνακες με  τους ανδρικούς ζεϊμπέκικους; «Από το ‘40 ως το ’60, όταν είχα καιρό πήγαινα στα διάφορα λαϊκά χορευτικά κέντρα όπου οι πελάτες χόρευαν πολύ ωραία, συνήθως με τα τζουκ μποξ. Επήρα πολλές σημειώσεις σ’αυτά τα κέντρα , που μου εχρησίμεψαν αργότερα στα έργα που έκανα στο Παρίσι.Παριστάνω τον χορό τους όπως τον φαντάστηκα χωρίς να τον δω, -χορός με βία, σκληρότητα και τραγική απελπισία, πέρα απ΄τον Ερωτα και την Εγκράτεια»

Το 1975 και 1977 ξαναγυρνούσε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα. «Την έβρισκα αλλαγμένη όχι μόνο αρχιτεκτονικώς αλλά και πνευματικώς. Είχε αλλάξει πολύ».

Το σπίτι του Τεριάντ στη Μυτιλήνη.

Μεγάλος πια διαπιστώνει: «Τώρα που αρχίζω να γερνάω, συγκρίνω τις δυσκολίες της παιδικής μου ηλικίας, με τις δυσκολίες της γεροντικής ζωής, γενικά αρχίζω και βλέπω καθαρά τη φοβερή  προσπάθεια του ανθρώπου να προσαρμοστεί συνεχώς σε νέες καταστάσεις , για τις οποίες δεν είναι όλοι πλασμένοι». Εχει πάρκινσον, με το ζόρι μετακινείται, υποβασταζόμενος, αλλά κάνει προσχέδια για την αγιογράφηση του ναίσκου της  Αγίας Παρασευής στον περίβολο του Μουσείου του Θεόφιλου στη Μυτιλήνη και σκηνοθετεί τη Στέλλα Βιολάντη στο Μαρούσι.

 Όσο ζούσε το Μουσείο  του, όπου έμενε κιόλας (η κρεββατοκάμαρά του, λιτή, είχε το σιδερένιο του κρεβάτι, παλιές φωτογραφίες δικές του αλλά και της μητέρας του και  άπειρα βιβλία μαζί με ζωγραφικές  σημειώσεις του) ήταν ένα εντευκτήριο προσωπικοτήτων και σχολείων, ένας ζωντανός  οργανισμός. Σήμερα  είναι σε άθλια κατάσταση. «Τρέχουν νερά και χρειάζονται επιδιορθώσεις, για να ξαναλειτουργήσει, αν ξαναλειτουργήσει ποτέ», παραδέχεται η Γρυπάρη. «Χρειάζονται λεφτά. Ποτέ βεβαίως δεν υπήρξε πάγια επιχορήγηση. Τα μοναδικά έσοδά του προέρχονται από το πωλητήριο και τα δικαιώματα του Ιδρύματος».

Λόγω ανωτέρας βίας, όλα τα έργα φυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη, όπου και εκτίθενται σε περιοδικές εκθέσεις.«Ηταν πολύ επικίνδυνο να παραμένανε στο Μουσείο. Δεν υπήρχε περίπτωση  να αποφεύγαμε τις ζημιές».

Γιάννης Τσαρούχης– Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας, Δεύτερο Μέρος (1940-1989), Μουσείο Μπενάκη– Πειραιώς 138.Διάρκεια: μέχρι 26 Φεβρουαρίου.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

Share
Published by
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη