Η παράσταση του Τριστάνος και Ιζόλδη της Εθνικής Λυρικής σκηνής μάλλον κατέχει μια διπλή πρωτιά: εκτός από το γεγονός πως αποτελεί την πρώτη εγχώρια παραγωγή του βαγκνερικού έργου, ίσως να είναι και διεθνώς η εναρκτήρια παράσταση για τον εορτασμό των 150 χρόνων από το πρώτο του ανέβασμα στο Μόναχο, στις 10 Ιουνίου του 1865 – μια πρόχειρη έρευνα δεν μου αποκάλυψε μια άλλη παραγωγή που να διεκδικεί αυτό τον τίτλο.
Τιτάνιων διαστάσεων όπερα. Από πλευράς διάρκειας: πέντε ώρες μαζί με τα διαλείμματα διαρκεί η βραδιά. Από πλευράς απαιτήσεων: η πρώτη απόπειρα για το ανέβασμά της στη Βιέννη, μετά από δύο χρόνια (!) πρόβες, (1862-1864), απέβη άκαρπη, χαρίζοντάς της τη φήμη πως είναι «αδύνατον να παρασταθεί». Ο Τριστάνος του πρώτου εκείνου ανεβάσματος στο Μόναχο, Λούντβιχ Σνορ φον Κάροσφελντ, άφησε το μάταιο τούτο κόσμο τρεις εβδομάδες μετά την πρεμιέρα! Αλλά και από πλευράς μύθου: ένας από τους πλέον αθάνατους έρωτες του παγκόσμιου δραματολογίου, απόλυτος, καταραμένος, στοιχειωμένος και τέλειος.
Ο δικός μας Τριστάνος, Τόρστεν Κερλ, συνετότερος του προ150ετίας προκατόχου του, ξεκίνησε πιο χλιαρά, σαν να κρατούσε δυνάμεις για την τελευταία πράξη, όπου υπήρξε πιο εντυπωσιακός. Δεν είναι τυχαίο που τους πρωταγωνιστές σε αυτές τις όπερες του Βάγκνερ οι γερμανοί τους αποκαλούν Heldentenor, δηλαδή ήρωες τενόρους! Η λέξη εμπεριέχει και τεχνικές αρετές: πρόκειται για τενόρους που κατέχουν και κάποιες από τις ποιότητες του βαρύτονου. Η Ιζόλδη του, Ανν Πέτερσεν, φάνηκε πιο έτοιμη να σηκώσει το βάρος του μυθικού ρόλου της, με τον ίδιο τρόπο που ο χαρακτήρας που ενσάρκωνε, με όλη τη θηλυκή του ορμή, ήταν πιο έτοιμος να δοθεί στον παράφορο έρωτα από τον δεσμευόμενο από την τιμή και το καθήκον σύντροφό της, Οι δευτεραγωνιστές (Μπρανγκαίνε, Κούρβεναλ, Βασιλιάς Μάρκος) κυριολεκτικά ενθουσίασαν. Όμως νομίζω πως η αποκάλυψη της βραδιάς υπήρξε η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που καθοδηγήθηκε από τον Μύρωνα Μιχαηλίδη σε μια εκτέλεση μεστή, εμπνευσμένη και πανέμορφη.
Η σκηνογραφία του μέγιστου Γιάννη Κόκκου, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει όλα τα ζητήματα του έργου με έμπνευση και λιτότητα. Από την εισαγωγή, όπου απέφυγε τις κοινοτοπίες, μέχρι την ομορφιά της ταυτόχρονης παρουσίας των δύο επιπέδων του καραβιού στη σκηνή στην 1η πράξη, με τις προβολές που έμοιαζαν να βγήκαν από πίνακα του Φρήντριχ, αλλά και την καθηλωτική no man’s land όπου παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Είναι η σκηνοθεσία του που θα μπορούσε, ίσως, να είναι λιγότερο συντηρητική, λιγότερο vecchia scuola: η μυθική ερωτική σκηνή της δεύτερης πράξης διαδραματίζεται ανάμεσα σε ένα Τριστάνο και μια Ιζόλδη που σχεδόν δεν αγγίζονται, σχεδόν δεν κοιτάζονται, τραγουδούν το ρόλο τους με πρόσωπο προς το κοινό, με τρόπο που δεν θα έφερνε σε αμηχανία ούτε και τους προ εκατονταετίας θεατές – ενώ ενδεχομένως το σημερινό κοινό να μπορούσε να δεχτεί το ζευγάρι των αιώνιων εραστών ακόμα και γυμνό και αγκαλιασμένο.
Βεβαίως οι επιμέρους παρατηρήσεις ή αντιρρήσεις δεν μειώνουν σε τίποτα τη σημασία της παράστασης. Και για να προλάβω τους κακεντρεχείς: όχι, δεν πρόκειται για μια συμβατική αποδοχή ή υποστήριξη του εγχειρήματος απλώς λόγω της πρωτιάς, για ένα υποχρεωτικό «μπράβο» προς ένα αξιοπρεπές πρωτόλειο. Είναι μια αληθινά επιτυχημένη δουλειά με εξαιρετικές στιγμές, και μακάρι να ανοίξει την όρεξη των συντελεστών του εθνικού μας λυρικού θεάτρου να αποτολμήσουν κι άλλες απόπειρες, να εξερευνήσουν και άλλα άγνωστα εδάφη. Το κοινό που – τουλάχιστον το βράδυ της πρεμιέρας που παρακολούθησα – πλημμύρισε την Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής, έδειξε πρόθυμο να τους υποστηρίξει.
Θα ήθελα να κλείσω με μια σκέψη δραματουργικού χαρακτήρα, που ξεκίνησε από μια ευφυή παρατήρηση θεατή: αυτός ο μεγάλος και πασίγνωστος έρωτας του Τριστάνου και της Ιζόλδης, είναι λοιπόν παρενέργεια ενός μαγικού ελιξίριου; Νομίζω πως όχι. Το ελιξίριο αποτελεί απλώς για τους δύο ερωτευμένους το πρόσχημα, την εύσχημη δικαιολογία για την εγκατάλειψή τους σε ένα πάθος που ισοδυναμούσε με προδοσία. Ο ίδιος ο Βάγκνερ, την εποχή που έγραφε το φλογερό του λιμπρέτο, διέπραττε πολλαπλές προδοσίες εξαιτίας του αγγίγματος του έρωτα – γνώριζε λοιπόν από πρώτο χέρι. Πανίσχυρο, λοιπόν, το ελιξίριο, και αρκετό για να δικαιολογήσει τα πάντα (ακόμα και για τον προδομένο βασιλιά Μάρκο, που τελικώς κατανοεί και συγχωρεί – αλίμονο, πολύ αργά): πρόκειται για τη φρεναπάτη που όταν λαβώνει με περισσή δύναμη – όπως έλεγε ο Ευριπίδης – τίποτα δεν μπορεί να της αντισταθεί.