Categories: ΣΙΝΕΜΑ

Είναι το «Τραγούδι του Χιλμπίλη» η χειρότερη ταινία του 2020;

Ένας στίχος στο μιούζικαλ Hamilton λέει: “There’s nothing rich folks love more/than going downtown and slumming it with the poor”, αναφερόμενος στο χόμπι που αναπτύχθηκε στους αριστοκρατικούς κύκλους της βικτωριανής εποχής κατά το οποίο πλούσιοι σύχναζαν από περιέργεια ή ενθουσιασμό ή αλτρουισμό σε φτωχογειτονιές. Η ανάμνηση αυτού του παράξενου είδους «κοινωνικού τουρισμού», σε συνδυασμό με τη γνωστή και παραδοσιακή οσκαρική δίψα, μοιάζει να αποτελεί το καύσιμο που τροφοδοτεί το Τραγούδι του Χιλμπίλη, τη νέα ταινία του Ρον Χάουαρντ που κάνει πρεμιέρα απευθείας στο Netflix έχοντας χάσει την ευκαιρία μιας κινηματογραφικής διανομής στη χώρα μας εξαιτίας του lockdown.

Η Έιμι Άνταμς και η Γκλεν Κλόουζ, που υποδύονται ένα υστερικό δίδυμο κόρης και μητέρας, βρίσκονται αμφότερες στη θεαματική φάση του “before” ενός φανταστικού makeover: αχτένιστες, απεριποίητες, πολυεστερικές, διαζευγμένες από την οδοντιατρική και το foundation. Είναι, βλέπετε, φτωχές και η εξωτερική τους εμφάνιση είναι μόνο ένας από τους επιφανειακούς τρόπους που η ταινία προσεγγίζει την εξωγήινη για το Χόλιγουντ υπόστασή τους. (Χαρακτηριστική η δήλωση της Κλόουζ, που θα κάνει τα πάντα για να εκδικηθεί την προ διετίας ήττα-σοκ στα Όσκαρ για το The Wife, περί «drag μεταμφίεσής» της στο χαρακτήρα της σκληροτράχηλης γιαγιάς.)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

To Τραγούδι του Χιλμπίλη πιθανόν να μην είχε καταλήξει σε τόσο A-list χέρια όπως αυτά των συντελεστών του αν δεν βασιζόταν σε ένα βιβλίο (στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ) στο οποίο στράφηκε το 2016 κάθε αναστατωμένος liberal που σέβεται τον εαυτό του, για να κατανοήσει την εκλογή του Τραμπ στο Λευκό Οίκο: τα απομνημονεύματα του Τζέι Ντι Βανς, με τίτλο Hillbilly Elegy, αποθεώθηκαν ως explainer της λευκής εργατικής τάξης και των οικονομικών βασάνων της που αποκωδικοποιεί τους λόγους που την έκαναν να ψηφίσει για Πρόεδρο έναν αποτυχημένο επιχειρηματία. Ο Βανς μόνο που δεν αυτοανακηρύχθηκε επίσημος εκπρόσωπος των κατοίκων των Απαλαχίων, που ζούσαν ξεχασμένοι και εξαθλιωμένοι οικονομικά μέχρι να κάνουν το απόλυτο εκλογικό twist στέλνοντας τον Τραμπ στη νίκη. Στην πραγματικότητα, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας στο επίσης φτωχικό αλλά όχι πραγματικά «χιλμπιλικό» Οχάιο, υπηρέτησε στον στρατό και χρησιμοποίησε αυτό το κεφάλαιο ως κάρτα εισόδου στη Νομική του πανεπιστημίου Γέιλ. Η θυελλώδης οικογενειακή του κατάσταση περιελάμβανε μια εθισμένη στα οπιοειδή, κι αργότερα στην ηρωίνη, μητέρα (η Άνταμς στην ταινία), μια δυναμική γιαγιά (Κλόουζ) που ουσιαστικά τον μεγάλωσε και τον ενθάρρυνε να ξεφύγει από το προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο της τάξης τους και μια υπομονετική αδερφή (Χέιλι Μπένετ) – οι ξέφρενοι καβγάδες, η ψυχολογική και σωματική βία και η αστάθεια από την εναλλαγή εραστών (και ουσιών) της μητέρας βρίσκονταν καθημερινά στο μενού της οικογένειας. Όταν κατακάθισε η σκόνη του αρχικού κύματος δημοσιότητας για τον Βανς και το βιβλίο του, η βασική του θέση ότι οι κακές αποφάσεις κι ο εθισμός στα ναρκωτικά οφείλονται στη στασιμότητα ή την αποτυχία των κατώτερων στρωμάτων να ξεπεράσουν τις δυσχέρειές τους αποτέλεσε το βασικότερο επιχείρημα των σοβαρών επικριτών του. Όπως φαίνεται, και η ταινία επέλεξε παρόμοια οπτική, με κωμικοτραγικά αποτελέσματα.

Έιμι Άνταμς/μαμά – οπιοειδή, ηρωίνη, νοσοκομεία (φωτό: Cr. Lacey Terrell/NETFLIX © 2020)

Γκλεν Κλόουζ/γιαγιά – πολυεστέρα, βρώμικα παπούτσια, κακά δόντια.

Το σενάριο της Βανέσα Τέιλορ (που έγραψε και Το Σχήμα του Νερού – άλλο ένα καμπανάκι) σπάει το Τραγούδι του Χιλμπίλη σε δύο timelines: στο ένα, παίρνουμε μια γεύση της αξιοθρήνητης ζωής του μικρού Τζέι Ντι (Όουεν Αζτάλος), ενώ το τωρινό τον παρακολουθεί ως φοιτητή του Γέιλ (Γκάμπριελ Μπάσο) καθώς επιστρέφει εσπευσμένα στο πατρικό του την παραμονή μιας σημαντικής επαγγελματικής συνέντευξης για να φροντίσει τη μητέρα του που νοσηλεύεται μετά από άλλη μια υπερβολική δόση. Η κάμερα του Χάουαρντ (ενός γενικά υποτιμημένου, ως επί το πλείστον αξιόπιστου σκηνοθέτη που μεγάλωσε στην καρδιά της βιομηχανίας και ξέρει το Χόλιγουντ όσο λίγοι) παρακολουθεί τις εκρήξεις και τα έμφυτα εμπόδια αυτών των ανθρώπων σαν θεατής σε ζωολογικό κήπο, εντυπωσιασμένος από την «εξωτικότητα» αλλά φοβισμένος να πλησιάσει και να την καταλάβει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις (βλ. Η Χώρα των Νομάδων), φαίνεται πως οι φετινές ταινίες για τους εγκαταλελειμμένους φτωχούς της Αμερικής αστοχούν θεαματικά στην αυθεντικότητα, καταφεύγοντας είτε στο ρομαντισμό, όπως η ταινία της Κλόε Τζάο, είτε στην αμήχανη υπεροψία, όπως εδώ. Ποτέ ξανά τόσο βαρύγδουπα ονόματα δεν ένωσαν τις δυνάμεις τους για να επιβεβαιώσουν τόσα κλισέ για το πώς φαντάζονται οι πλούσιοι τη ζωή των φτωχών. Ποτέ ξανά δεν δόθηκε τόσο μεγάλο πολιτικό βάρος σε δύο τόσο απολιτίκ έργα (τόσο η ταινία όσο και το βιβλίο που την ενέπνευσε δεν κάνουν καμία αναφορά στον Τραμπ). Χωρίς καμία αφηγηματική λογική ή όρεξη και με ατάκες όπως «είμαστε άνθρωποι των λόφων, έχουμε αρχές εμείς», η ταινία αφήνει ένα βαθούλωμα στο δραματουργικό καναπέ, αποπροσανατολισμένη από την παντελή έλλειψη κατανόησης των ανθρώπων που την απαρτίζουν και με την εύκολη λύση μιας Oscar-friendly κατάρρευσης από τις δύο Αδικημένες σταρ της στο τσεπάκι.

Σαν τον κεντρικό ήρωά της, μοιάζει τελικά ανακουφισμένη που βρίσκεται μόνο προσωρινά ανάμεσα στις τσοκαρίες

Το Τραγούδι του Χιλμπίλη έκανε πρεμιέρα 24.11 στο Netflix.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου