Την στοχάζομαι. Η φωνή της, λες, μου εμίλει
ριγηλή σαν μέσ’ σε όνειρο – και τ’ όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τα χείλη
και το στόμα.
Τ’ ήταν; πνεύμα; Μην φτιαγμένη ήταν, ωιμένα,
υποπτεύομαι – και τρέμω νοερά μου–
απ΄το ίδιο υλικό πούναι φχιαγμένα
τα όνειρά μου;…
Αχ πώς τρέμω! Ο νους μου πάει σ’ ιδέες πλήθος,
σε μπαμπάκια και καρτόνια– ο νους μου βάνει
γεμισμένο μην ήτανε το στήθος
με ροκάνι!