Τις λίγες μέρες που πέρασαν από την Πρωτοχρονιά έβαψα το κλιμακοστάσιο, κρέμασα κουρτίνες στο ισόγειο και μάζεψα φάτνες και στολίδια από το φίκο της εισόδου. Δεν είχα σκοπό να χαλάσω τις διακοπές μου για περσινά ξινά σταφύλια αλλά ας όψεται η επέμβαση του θείου Λευτέρη.
Ποιος είναι ο θείος Λευτέρης; Αυτό εξαρτάται απ’ το ποια είμαι εγώ. Εγώ λοιπόν είμαι η Ντόρα, φέρελπις δημοσιογράφος από την Κάρπαθο, ανιψιά προφανώς του θείου Λευτέρη, το εδώ είναι η τριπλοκατοικία Ιωάννου Δροσοπούλου 19 όπου κατόπιν παρακλήσεως του θείου φιλοξενούμαι και το τώρα Ιανουάριος του 2016 – καλή χρονιά να ’χουμε.
Ο θείος που λέτε χρειάστηκε να κάνει μια επέμβαση στο ιγμόρειο. Το ιγμόρειο του θείου είναι σαν το Μεσανατολικό. Οποιοδήποτε γεγονός τυχαίο ή μη δρομολογεί εξελίξεις. Η τελευταία εξέλιξη κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν, ο θείος επιτέλους χειρουργήθηκε και ανέκτησε την όσφρησή του. Αμέσως άρχισαν οι οχλήσεις:
–Έλα κυρά μου να δεις τι μυρίζει, βγαίνει μια μπόχα κόλαση, ναι φώναξα τον υδραυλικό, δεν βρήκε κάτι, εντάξει είναι το σύστημα.
–Βρε θείε, είναι που έχεις πια μύτη βιονική, όλο και κάτι μυρίζει σ’ αυτή τη γη, θα συνηθίσεις. Μπα. Τηλέφωνα νυχτιάτικα, έλα να χαρείς να τους μιλήσεις κι εσύ, έχω εδώ την αστυνομία και ψάχνει, έφερα ξεματιάστρα, μπογιατζή, πατωματζή, αγγελοθεραπευτή ρέικι, τι άλλο να κάνω πια;
Με παρακαλούσε κι η μητέρα μου απ’ το νησί, πήγαινε να δεις τι τρέχει παιδάκι μου, μας έχει τρελάνει στο υπεραστικό.
–Εντάξει μαμά, θα επιληφθώ.
Είχα μείνει και κάτι μήνες πίσω με το νοίκι, έφυγα νύχτα απ’ του Γκύζη και βολεύτηκα στο ισόγειο του θείου. Εδώ κάτω δε φτάνει και πολύ η αποφορά, προελαύνει κι ο στρατός του Δαρείου νυχθημερόν – ισόγειον γαρ – αλλά στου θείου μια ζαλάδα τη νιώθεις, και όχι δεν είναι γκάζι, καυσαέριο ή υπόνομος. Άρα: Ο θείος στο δεύτερο, ισόγειο εγώ, ποιος μένει στον πρώτο; Η κυρία Λεοντίου, αγνώστων λοιπών στοιχείων, όχι γιατί είναι μυστικοπαθής και κρυψίνους, αντιθέτως. Έχει ζήσει στη Ρουμανία, στον Καναδά, στην Αμφίκλεια, στο Κάιρο, έχει εργαστεί ως dame de compagnie, τραπεζοκόμος, μεταφράστρια, λαχειοπώλης, σουμπρέτα, εκπαιδευτικός, με κάθε ερώτηση άνοιγε νέος τόμος στις περιπέτειες της κυρίας Λεοντίου. Αλλά η μυρωδιά;
–Τι σόι δημοσιογράφος είσαι που δεν της έχεις πάρει ακόμα συνέντευξη; μ’ έψελνε ο θείος όσο περιμέναμε τον Καμίνη να μετρήσει για να φιληθούμε και να φύγω γιατί με περιμενανε από κάτω με τις μηχανές αναμμένες και μαρσάρανε στο ρυθμό του Πάει ο παλιός ο χρόνος.
–Αύριο, θείε στο υπόσχομαι.
Και το αύριο στο οποίο αναφέρομαι ήταν 1/1/16 με το καλό. Θα ‘πρεπε ίσως να είχα ανέβει την παραμονή να της πω και τα κάλαντα, δεν πειράζει όμως, κι η Πρωτοχρονιά βόλευε, θα της έκανα και ποδαρικό. Ντριν.
–Ναι;
–Καλή Χρονιά κλπ, μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο, κλπ.
–Βεβαίως περάστε, τι θα πάρετε;
–Ευχαριστώ, τίποτα κλπ, κλπ.
Στο ψητό: Της είπα πως κάνω μια έρευνα για τον Ελληνισμό της διασποράς και ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τη γυναικεία ματιά. Ενθουσιασμός και αγαλλίαση, είχε τόσα να μου πει. Δέκα τόνους αναμασημένο σμυρνέικο υλικό. Δεν ήξερα πως είχε περάσει κι από κει. Μόνο; Στην Αυστραλία ταξίδι μια βδομάδα κατάστρωμα, και μετά στην Κορέα με τους φαντάρους το 50, εκεί να δεις κρυοπαγήματα, το 60 στο Βερολίνο στο τσακ γλίτωσε απ’ τη Στάζι, με τους Μπόερς στη Νότιο Αφρική –Μπουρ είναι η σωστή προφορά και στον πληθυντικό Μπούρεν– ένα σεντόνι αναμνήσεις από την ανακάλυψη του χρυσού. Διακινδυνεύω παρέμβαση:
–Αναφέρεστε σε γεγονότα του 1869 κυρία Λεοντίου.
–Α, τόσο παλιά ήταν, σα χτες μου φαίνεται, πώς περνάει ο χρόνος, άστα κοπέλα μου, άστα βράστα.
Για να πάρω κουράγιο να επιτεθώ κοιτάζω γύρω μήπως εντάξω τη στρατηγική μου στο χώρο. Aπό χριστουγεννιάτικη διακόσμηση ούτε ίχνος, περιβάλλον άχρονο, άχρωμο, επιδεικτικά λιτό.
–Δεν συμπαθείτε τις γιορτές κυρία Λεοντίου;
Σιωπή. Βλέμμα απλανές. Αυτό είναι κάτι έπαθε, τη χάνουμε. Αλλά όχι, σηκώθηκε και έφερε καφέ χωρίς να πει λέξη, άνοιξε κι ένα λεύκωμα με φωτογραφίες, κάθισε προσεκτικά απέναντί μου και με ρώτησε πώς με λένε.
–Α, μάλιστα! Ντόρα η μικρή εξερευνήτρια, αναφώνησε μόλις απάντησα. Το είχα ξανακούσει άπειρες φορές το αστειάκι αλλά ποτέ με τόση φόρτιση. Με τα πολλά ήρθε και η απάντηση στην τελευταία μου ερώτηση. Η μητέρα της λάτρευε τα Χριστούγεννα. Ναι, αλλά η ίδια; Ζούσε στη Θεσσαλονίκη, και συγκεκριμένα μέχρι την Κατοχή στην Ξηροκρήνη.
–Όλοι μαζί δε ζούσατε;
Ο πατέρας είχε άλλα μυαλά, έφυγε. Η μητέρα της βρήκε μια καλή θέση κοντά στο Νομάρχη, αλλάξανε σπίτι, αλλάξανε φίλους, το σπίτι το βρήκανε έτοιμο με τα σερβίτσια του, με τα κεντίδια του, μέχρι και δαχτυλίδια βρήκανε στα συρτάρια, είχε κι άλλα σπίτια εκεί κοντά ακατοίκητα, αρχίσανε να’ ρχονται καινούργιοι γείτονες, μπαινόβγαιναν δάσκαλοι για πιάνο και γλώσσες, τα Χριστούγεννα δεν έβλεπε πια η κυρία Λεοντίου τα ξαδέρφια της απ’ τα Γρεβενά, στολίζανε δέντρο με τον κύριο Έρνστ που της έκανε Γερμανικά, και τρώγανε πουτίγκες.
–Με την απελευθέρωση δεν άλλαξε η ζωή σας;
–Καλά περνούσαμε, ήρθε μόνο μια κυρία και ζητούσε να δει το σπίτι, ήθελε να πάρει και το γραφειάκι που είχαμε στην αποθήκη αλλά η μητέρα μου την έδιωξε, δεν έδειχνε θυμωμένη, μόνο που τρέμανε τα χέρια της. Εκεί γύρω ήτανε που χτύπησε την πόρτα κι ο θείος απ’ τα Γρεβενά, είπε «ήρθα για τη μικρή» και κατέβηκα στην Αθήνα.
–Και τα ταξίδια, η Αυστραλία, το Βερολίνο, ο Καναδάς;
–Ε, τόσες ζωές, κάποιος έπρεπε να τις ζήσει.
Είχε μεσημεριάσει όταν ανέβηκα να δώσω αναφορά στο θείο. Επέμενε να κόψουμε πρώτα τη βασιλόπιτα. Κόψαμε κομμάτι και για την κυρία Λεοντίου, τη μητέρα μου στο νησί, το ασφαλιστικό και την ντουλάπα του πρώτου ορόφου. Μου έκανε o θειος κι ένα νόημα του τύπου άσε κάτι δικά μου ή ό,τι κατάλαβες κατάλαβες και μετά με κάθισε στον καναπέ να του τα πω με το νι και με το σίγμα. Κι όσο εγώ έλεγα, εκείνος συνόδευε με ήχους ένρινους, υποβοηθούμενος από την ανασκευή ιγμορείου: μμμμ, μννν, χμ, ννν.
–Η μητέρα της, ε;, είπε όταν τελείωσα. Μμμμμ, χν, χρρρ, (ροχάλα). Για τον πατέρα της είπε κάτι; –Μόνο ότι έφυγε.
–Βέεεεβαια, μάλιστα, μάλιστα. Ζέχνει ακόμα εκεί πάνω;
–Αλήθεια, κοίτα να δεις. Το είχα ξεχάσει εντελώς. Μύριζε στην αρχή, μετά το συνήθισα φαίνεται.
–Μπαααα, είπε ο θείος. Αυτό ήτανε, δε μυρίζει πια, ανιψιά είσαι μέγκλα, το ‘λυσες το ζήτημα.
–Μα δεν έκανα κουβέντα γι’ αυτό καθόλου.
–Έκανε η Λεοντίου, είπε ο θειος. Για όλα τα πτώματα στη ντουλάπα της.
–Για σκελετούς στη ντουλάπα μιλάμε, θείε.
–Το ξέρω. Αλλά πριν γίνουν σκελετοί ζέχνουνε, γι’ αυτό σου λέω. Μπόχα καπούτ. Αυτό ήτανε, τέλειωσε. Έλα να πάρουμε τη μάνα σου να της πούμε πως της έπεσε το φλουρί.
Το φλουρί είχε πέσει στο ασφαλιστικό, αλλά ποιος πάει κόντρα στο θείο Λευτέρη;