Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

20 Ώρες με 3 Έλληνες DJs στο «Νέο Κύμα» των Τιράνων

Στην Ελλάδα πολύς κόσμος έχει πολύ συγκεκριμένη άποψη για την Αλβανία και τους Αλβανούς. Παγιωμένη από τα στερεότυπα που συνόδευσαν την ένταξη στην ελληνική κοινωνία μεγάλου αριθμού υπηκόων της γειτονικής χώρας κατά τη δεκαετία του ‘90. Ένταξη που σήμερα μοιάζει ομαλή, αλλά τότε δε συνέβη εντελώς (κι αμέσως) αρμονικά. Τον ρόλο τους, σίγουρα έπαιξαν οι φαντασιώσει για «Μεγάλες Αλβανίες», ενώ τα δάχτυλα των χεριών σχηματίζουν αετούς, αλλά και τα περισσότερα ελληνικά mainstream ΜΜΕ που για δεκαετίες, ορισμένα ακόμα και σήμερα, δαιμονοποιούν τους γείτονες με κάθε ευκαιρία.

Όμως ο κόσμος προχωράει, προς σωστή ή λάθος κατεύθυνση δεν ξέρω, αλλά πάντως προχωράει. Η χώρα στα βορειοδυτικά μας σύνορα προσπαθεί να ξεφύγει από τη μετακομμουνιστική περίοδο και να αναπτυχθεί, με τα καλά και τα κακά που συνεπάγεται η δυτικού τύπου ανάπτυξη. Με την κρίση και την ανεργία σε Ελλάδα και Ιταλία να δυσκολεύουν τις ζωές των αλβανών μεταναστών, αρκετοί από αυτούς έχουν πάρει το δρόμο της επιστροφής, βλέποντας ίσως στη χώρα καταγωγής τους μια νέα ευκαιρία. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Σοφοκλής Τσάλι, ο άνθρωπος που με κάλεσε στα Τίρανα για να καλύψω το live των Supersan και του Kill Emil στο μαγαζί του, το “Nouvelle Vague”, στις 4 του περασμένου Μάη. Κι εγώ, έχοντας όλα τα παραπάνω στο μυαλό μου, αποδέχτηκα την πρόσκληση χωρίς δεύτερη σκέψη, ακόμα κι αν έπρεπε να μείνω εκεί μόλις 20 ώρες.

Πλατεία Σάντερμπεγκ, σήμα κατατεθέν των Τιράνων

Η αναγγελία της βραδιάς

Έφτασα λοιπόν στα Τίρανα απόγευμα Παρασκευής, δύο περίπου ώρες πριν το event, και πήγα αμέσως στο “Nouvelle Vague”. Το μαγαζί βρίσκεται στο Block ή στα αλβανικά Blloku. Είναι η περιοχή όπου βρισκόταν το σπίτι του Χότζα και των αξιωματούχων του Κόμματος, η οποία μετά την πτώση του κομμουνισμού το 1992, μετατράπηκε σταδιακά σε σημείο εργασίας και διαμονής των γόνων των μεσοαστικών οικογενειών της αλβανικής πρωτεύουσας. Κι όμως ο Σοφοκλής, αν και ιδιοκτήτης μπαρ σε αυτή την περιοχή, μοιάζει και συμπεριφέρεται σαν Εξαρχειώτης, από τους χαλαρούς μάλιστα. Με υποδέχτηκε στην είσοδο με μια αγκαλιά, λες και ήμασταν χρόνια φίλοι. Κι ήταν ειλικρινής η αγκαλιά. 

Σοφοκλής Τσάλι

Έφτασε στην Ελλάδα με την οικογένειά του το 1991, σε ηλικία 6 ετών. Αφού τελείωσε το σχολείο, ξεκίνησε να δουλεύει στην εστίαση, σέρβις και μετά πίσω από την μπάρα. Η κρίση τον βρήκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και πήρε την απόφαση της επιστροφής. Το 2011 γυρίζει στα Τίρανα και παραμονές Χριστουγέννων του 2012 ανοίγει με τον αδελφό του το “Nouvelle Vague”. «Γνωρίζαμε τη δουλειά και γνωρίζαμε και τι είδους μαγαζί θέλαμε να φτιάξουμε. Τα δύο πρώτα χρόνια δεν ήταν καθόλου εύκολα, σε όλα τα επίπεδα», μου είπε ο Σοφοκλής όταν του ζήτησα να μου πει εν τάχει την ιστορία του.

Το “Nouvelle” είναι ένας όμορφος χώρος, με δύο μπαρ σε δύο επίπεδα, πολλά χρώματα κι ένα άνετο dj booth, ακριβώς απέναντι από την είσοδο. Αν και δεν ανήκω στους φανατικούς φίλους των κοκτέιλ, ό,τι δοκίμασα ήταν γευστικό και φτιαγμένο από τους bartenders με φροντίδα, ακόμα και τις ώρες αιχμής. Με τιμές γύρω στα 4 ευρώ, παρότι υπήρχαν guests για τη βραδιά. «Έχουμε επιλέξει να διατηρούμε ένα μπαρ με τις μουσικές που γουστάρουμε, καλά ποτά, προσιτό στον περισσότερο κόσμο. Όπως καταλαβαίνεις, χρειαζόμαστε αρκετούς πελάτες για να είναι η επιχείρηση βιώσιμη, αλλά δεν κάνουμε εκπτώσεις σε αυτό που είμαστε», μου εξήγησε ο Σοφοκλής βλέποντάς με να κοιτάω τον κατάλογο έκπληκτος. Τον ρώτησα αν στα Τίρανα υπάρχει αγορά για να υποστηρίξει ένα τέτοιο εγχείρημα. «Κατά τη γνώμη μου, την αγορά τη ρυθμίζει αυτός που προσφέρει. Πολύ λίγοι άνθρωποι θα βγουν από το σπίτι τους και θα πουν “εγώ θέλω να ακούσω κάτι τέτοιο”. Ένας άνθρωπος που η σχέση του με τη μουσική περιορίζεται στο ραδιόφωνο στο αμάξι, πρέπει εσύ να τον κερδίσεις, δίνοντάς του καλό ποτό και καλή μουσική, καλή κουλτούρα. Τον “εκπαιδεύεις”, με την καλή έννοια. Κι αυτό παίρνει χρόνο».

Το πάνω μπαρ του Nouvelle Vague, διακοσμημένο με την αφίσα από το live του Grant Phabao

Στο μεταξύ, κάπου εκεί, έφτασαν και οι «καλλιτέχνες». Ο μείκτης και τα controllers του Kill Emil και των Supersan ήταν στημένα και τσεκαρισμένα από πριν, οπότε στην αρχή της βραδιάς οι 3 τους κάθισαν μαζί μας ενώ παράλληλα χαιρετούσαν το προσωπικό. Σε κλίμα που θύμιζε οικογενειακό τραπέζι, ο μεν Kill Emil είχε παίξει άλλες τέσσερις φορές εκεί, ενώ κι ο Mister Kentro των Supersan είχε ξαναπαίξει σόλο.

«Εδώ δημιουργούμε μια οικογένεια, υπάρχει πολλή θετική ενέργεια», μου είπε ο Mister Kentro. «Τον Σοφοκλή τον γνώρισα την προηγούμενη φορά που ήρθα εδώ σόλο, μου είχε πει κι ο Αιμίλιος (Kill Emil) τα καλύτερα, κι έτσι όταν μας έκανε την πρόταση για να έρθουμε ως Supersan, είπαμε το “ναι” με μεγάλη χαρά. Τα παιδιά μας κάνουν να νιώθουμε σαν το σπίτι μας. Και αυτή η θετική ενέργεια είναι αμφίδρομη. Τη λαμβάνεις και τη δίνεις πίσω. Έτσι έχει χτιστεί η σχέση μας με το Σοφοκλή κι όλη την ομάδα του Nouvelle Vague», συμπλήρωσε. Για να συνεχίσει ο μόνος «πρωτάρης» στα Τίρανα κι έτερος Supersan, Panama Cardoon. «Είναι πάρα πολύ ωραία η φάση εδώ. Και το μαγαζί και η πόλη με έχουν κερδίσει. Τα Τίρανα είναι πολύ καθαρά και έχουν αρκετό πράσινο. Πολύ καλύτερα από την Αθήνα σε αυτό το επίπεδο». 

Οι υπολογιστές και οι κονσόλες των djs, και στο βάθος οι… Beatles

«Κοίτα, πάντα η πρώτη φορά σε ένα ξένο μέρος είναι περίεργη, ειδικά όταν σου λένε “Αλβανία”. Λες μέσα σου “τί θα συναντήσω”; Αφού όμως δεις αυτή την απίστευτη υποδοχή, τότε χαλαρώνεις κι αρχίζουν τα ωραία. Συμπεριφορά όπως αυτή του Σοφοκλή προς εμάς, δύσκολα συναντάς από επιχειρηματία στην Ελλάδα», προσθέτει ο «βετεράνος των Τιράνων», Kill Emil.

Ο Σοφοκλής χαμογέλασε και πήρε την «πάσα». «Είναι λογικό να υπάρχει μια επιφυλακτικότητα από τους Έλληνες σε σχέση με την Αλβανία. Θυμάμαι τον εαυτό μου τα πρώτα χρόνια να παίρνω τηλέφωνο κάποιον DJ από Ελλάδα  και να του λέω “κάνω αυτή την προσπάθεια, θέλω να παίζω τέτοιες μουσικές, με βοηθάς;”. Κάποιοι τότε δε δέχτηκαν. Ο Αιμίλιος το έκανε. Ήρθε εδώ, κι έτσι ξεκίνησε αυτό το υπέροχο ταξίδι. Εγώ θα ήθελα να κάνω και περισσότερα gigs, αλλά υπάρχει ο περιορισμός των χρημάτων. Δεν είναι εύκολο να φέρνεις συχνά καλούς DJs από το εξωτερικό». Τον ρώτησα αν τώρα είναι πιο εύκολα τα πράγματα. «Ναι, μέσα σε αυτά τα χρόνια τα Τίρανα έχουν βελτιώσει την εικόνα τους. Εγώ πιστεύω πάρα πολύ σε αυτή την πολιτιστική γέφυρα, ειδικά με την Αθήνα, που είναι πάρα πολύ μπροστά τόσο στη μουσική, όσο και σε επίπεδο bartending. Οπότε εδώ στο Nouvelle είμαστε πολύ τυχεροί που μεγαλώσαμε κάτω, που δουλέψαμε εκεί κι έχουμε γνωριμίες». είπε μέσα από την ψυχή του ο Σοφοκλής.

Supersan και Kill Emil πίνουν τα “πρώτα”, πριν το πάρτι

Και κάπως έτσι ήπιαμε τα πρώτα, με το warm-up να επιμελείται ο resident dj του μαγαζιού, A.D.R. Supersan και Kill Emil μπήκαν στο booth γύρω στις 10 και μισή, όταν το μαγαζί είχε γεμίσει με κόσμο, μέσα κι έξω. Μέσος όρος ηλικίας γύρω στα 25, οι περισσότεροι με εναλλακτικό outfit, αλλά κι άλλοι πιο «καλοντυμένοι», όπως χρησιμοποιούσαμε τη λέξη στην Ελλάδα των 90s. Η κατανάλωση αλκοόλ ήταν εντυπωσιακή και θύμιζε επίσης κάπως την Ελλάδα προ κρίσης.

Όπως κάνουν πάντα στα πάρτι τους, τα παιδιά δεν άργησαν καθόλου να ανεβάσουν στροφές. Οι 20-30 άνθρωποι που ήμασταν κοντά στα decks χορεύαμε από την αρχή, οι υπόλοιποι έμπαιναν σταδιακά στο ρυθμό. Γύρω στα μεσάνυχτα το Nouvelle Vague ήταν “στο ταβάνι” με τις tropical electro μουσικές των Supersan και Kill Emil, ο Σοφοκλής χόρευε πάνω στην μπάρα, αν και όχι μεθυσμένος. Το event πήγε εξαιρετικά από όλες τις απόψεις.

Μέσα σε όλο αυτό, εγώ προσπαθούσα παράλληλα να γνωρίζω κάποιους από τους πελάτες, για να πάρω ό, τι μπορούσα από τα Tίρανα στις λίγες ώρες που θα περνούσα εκεί. Αρκετοί από αυτούς, όταν άκουγαν ότι είμαι Έλληνας, ξεκινούσαν να μιλούν ελληνικά. Κάποιοι άπταιστα, κάποιοι πιο σπαστά, αλλά θα τολμούσα να πω πως οι μισοί από τους θαμώνες του Nouvelle Vague εκείνο το βράδυ, είχαν ζήσει κάποιο διάστημα ή είχαν κοντινούς τους ανθρώπους στην Ελλάδα. Ορισμένοι μάλιστα, είχαν ζήσει στην ελληνική επαρχία και γνώριζαν τόπους και καταστάσεις, καλύτερα από εμένα.

Ο Jerry είναι tattoo artist στα Τίρανα. Μεγάλωσε όμως στο Αίγιο Αχαΐας.

Ένα από τα πράγματα που έμαθα για την Ελλάδα στο ταξίδι μου στα Τίρανα, ήταν ότι στις ελληνικές στρατιωτικές σχολές φοιτούν άνθρωποι από άλλες χώρες, χωρίς προφανώς στη συνέχεια να εντάσσονται στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι η Μισουέλα. Τη γνώρισα στο Nouvelle Vague αλλά για να τα πούμε αναλυτικότερα, τη συνάντησα το επόμενο πρωί, στο τουριστικό γραφείο που έχει στήσει πρόσφατα, μαζί με κάποιες φίλες της.

Μισουέλα Σιμάζ

Η Μισουέλα Σιμάζ γεννήθηκε πριν 28 χρόνια στη Σκόνδρα, μια μεσαία σε πληθυσμό πόλη, κοντά στα σύνορα με το Μαυροβούνιο. Στο πλαίσιο της διακρατικής συνεργασίας με την Ελλάδα κι όντας πολύ καλή μαθήτρια, έγινε δεκτή στη Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ) στη Θεσσαλονίκη και παράλληλα σπούδασε και Οικονομικά στο Αριστοτέλειο. «Στη Θεσσαλονίκη πέρασα τα πέντε καλύτερα χρόνια της ζωής μου», μου είπε με μια σοβαρή δόση νοσταλγίας. «Επιστρέφοντας στην Αλβανία το φθινόπωρο του 2015 ως απόφοιτος στρατιωτικής σχολής, δούλεψα στο υπουργείο Άμυνας της Αλβανίας ως οικονομολόγος. Εδώ στο Δημόσιο οι μισθοί είναι χαμηλοί, σκέψου κάτι γύρω στα 300 ευρώ, οπότε χρειαζόμουν συμπλήρωμα. Επειδή πάντα “το είχα” με τον κόσμο, ξεκίνησα ταυτόχρονα να κάνω PR σε ένα κυριλέ εστιατόριο εδώ στα Τίρανα», συνέχισε.

Τη ρώτησα πώς είναι η ζωή στα Τίρανα, για ένα νέο άνθρωπο με ενδιαφέροντα κι ανησυχίες, όπως εκείνη. «Η ζωή στα Τίρανα είναι ακριβή. Για να ζεις αξιοπρεπώς πρέπει να βγάζεις 350 ευρώ το μήνα. Δε σου φτάνει μια δουλειά. Σκέψου ότι για ένα επιπλωμένο διαμέρισμα 40 τ.μ, θα δώσεις γύρω στα 250 ευρώ. Εγώ τώρα νοικιάζω ένα μικρότερο με 180. Είναι λίγο παλιό αλλά δε με πειράζει. Τουλάχιστον έχω το χώρο μου».

Την περίπου μία ώρα που πέρασα στο γραφείο της Μισουέλα, δεν μπήκε άνθρωπος, ούτε χτύπησε τηλέφωνο. «Είπα να στραφώ στον τουρισμό, μιας και λατρεύω τα ταξίδια. Με λίγα λεφτά κάθε φορά, θα πάω στο εξωτερικό 4-5 φορές το χρόνο. Έτσι και το γραφείο. Το φτιάξαμε με πολύ χαμηλό budget και κάνουμε εκδρομές σε άλλες πόλεις, πολιτιστικές διαδρομές αλλά και hiking. Παράλληλα παρέχουμε και υπηρεσίες μάρκετινγκ και social media management. Εδώ στην Αλβανία λείπουν πάρα πολλά πράγματα, υπάρχει χώρος για επιχειρήσεις, ειδικά στις υπηρεσίες. Πράγματα που στην Ελλάδα είναι δεδομένο πως υπάρχουν, εδώ γίνονται τώρα. Πιστεύω πως το γραφειάκι μας θα πάει καλά, δε λέω ότι θα γίνω πλούσια, αλλά θα πάει καλά», μου είπε με φόντο τον παγκόσμιο χάρτη που έχει φτιάξει μαζί με τις φίλες της.

Αστικό λεωφορείο στα Τίρανα

Η ώρα είχε περάσει. Έπρεπε να φύγω για να προλάβω την πτήση της επιστροφής στην Αθήνα. Σκέφτηκα λοιπόν να κλείσω την κουβέντα με τη Μισουέλα με τη σκέψη που έκανα όταν δέχτηκα με χαρά την πρόσληση του Σοφοκλή. «Οι εθνικισμοί, από την Ελλάδα και την Αλβανία, επηρέαζουν τη ζωή σου; Σε αφορά το θέμα;» τη ρώτησα. «Προφανώς με αφορά», απάντησε με απόλυτο τρόπο. «Κοίτα, οι εθνικιστές κι από τις δύο χώρες, είναι άνθρωποι που τους λείπει μεγάλο μέρος της πληροφορίας και γι’ αυτό αναπαράγουν αυτά που μαθαίνουν στο σχολείο. Αν κάποιος Αλβανός δεν έχει πάει ποτέ στην Ελλάδα ή δεν ξέρει ούτε έναν Έλληνα, είναι πιθανό να λέει ότι να’ναι. Το ίδιο ισχύει και με τους Έλληνες εθνικιστές που δε γνωρίζουν τη δική μας κουλτούρα και ιστορία. Αποφεύγω να μιλάω μαζί τους, γιατί συνήθως φτάνω να τσακώνομαι. Όμως αν κάποιος εδώ μου πει κάτι για την Ελλάδα, δεν μπορώ να το αφήσω να πέσει κάτω. Έχω ζήσει στην Ελλάδα και έχω περάσει καλά εκεί», μου είπε η Μισουέλα. Την ευχαρίστησα για την παρέα και δώσαμε ραντεβού για την επόμενη κουβέντα.

Στα Τίρανα, την Αθήνα ή κάπου αλλού…

Γιάννης Παναγιωτόπουλος

Share
Published by
Γιάννης Παναγιωτόπουλος