Categories: ΣΙΝΕΜΑ

H άβολη στιγμή που η «Στιγμιαία Οικογένεια», μια οικογενειακή κωμωδία με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ, συγκινεί περισσότερο από το «Ντάμπο» του Τιμ Μπάρτον

Κρίνοντας από τον πρότερο κινηματογραφικό βίο των βασικών συντελεστών του (με εξαίρεση την πάντα αξιόπιστη Ρόουζ Μπερν), κανένα στοιχείο της Στιγμιαίας Οικογένειας δεν θα έπρεπε να λειτουργεί: ο Μαρκ Γουόλμπεργκ διακόπτει για λίγο το ξύλο για λογαριασμό του Πίτερ Μπεργκ, για να παίξει πάλι το γονιό για το δεύτερο αγαπημένο του σκηνοθέτη, τον Σον Άντερς, για τον οποίο ο μέχρι τώρα ορισμός της οικογενειακής κωμωδίας ήταν τα δύο Ο Μπαμπάς Γύρισε (την Σοφία Κόπολα, βέβαια, την ικανοποιεί και με το παραπάνω αυτός ο ορισμός.)

Όμως ό,τι μοιάζει με hard pass στην περιγραφή, αποζημιώνει ανέλπιστα στην ίδια την ταινία. Ο Γουόλμπεργκ και η Μπερν υποδύονται τον Πιτ και την Έλι, ένα ζευγάρι που ζει μια ευτυχισμένη, αν και λίγο ανιαρή ζωή. Αποφασίζουν να γίνουν ανάδοχοι γονείς μέσω ενός πρακτορείου που διαχειρίζονται η Οκτάβια Σπένσερ και η κωμικός Τιγκ Νοτάρο (υπεύθυνες για μεγάλο μέρος του deadpan χιούμορ της ταινίας) και το ενδιαφέρον τους τραβά μια δύστροπη έφηβη, η Λίζι (Ιζαμπέλα Μονέρ, εκπληκτική και σύντομα ολοζώντανη Ντόρα η Εξερευνήτρια), που κανείς άλλος δεν πλησιάζει λόγω της δύσκολης ηλικίας της και της εχθρικής συμπεριφοράς της. Η Λίζι, όμως, πάει πακέτο με τα δύο μικρότερα αδέρφια της, το μονίμως τρομοκρατημένο Χουάν και την Λίτα, έναν ασυγκράτητο μίνι σίφουνα. Ξαφνικά η καθημερινότητα του Πιτ και της Έλι γίνεται ένα απρόβλεπτο ναρκοπέδιο καθώς προσπαθούν να φτιάξουν ένα όμορφο σπιτικό για τρία παιδιά που μεγάλωσαν σε σκληρές συνθήκες και να βρουν κοινό έδαφος με ένα πληγωμένο, επιθετικό κορίτσι που μάλλον τους μισεί.

Η «Στιγμιαία Οικογένεια» κερδίζει κάθε συναισθηματική της μάχη, χωρίς να δίνει εύκολες, «χολιγουντιανές» λύσεις

Ο Άντερς στο παρελθόν έχει παρουσιάσει το χάος και τις προκλήσεις της οικογενειακής ζωής επιφανειακά και χοντροκομμένα, αλλά εδώ έχει άσο στο μανίκι την προσωπική του οικογενειακή ιστορία από την οποία αντλεί όχι μόνο γεγονότα και έμπνευση, αλλά και μια ειλικρίνεια που παρά τα στραβοπατήματα της ταινίας (άλλο καλός γονιός, άλλο καλός σκηνοθέτης) φαίνεται ότι πηγάζει από την καρδιά του και όχι από ένα pitch meeting. Η ταινία κάνει συνεχώς τραμπάλα ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, καταλήγοντας σε ομαλή προσγείωση τις περισσότερες φορές και αποφεύγοντας λογύδρια, δάκρυα και πολύτιμα μαθήματα. Οι Μεγάλες Στιγμές της είναι μικρές, άτσαλες κι αβέβαιης επιτυχίας, αλλά και τόσο συγκεκριμένες κι απίστευτες που αποκλείεται να μην έχουν συμβεί στην πραγματικότητα.

Αυτή η γνησιότητα χαρίζει πολλούς πόντους στην Στιγμιαία Οικογένεια, που κερδίζει κάθε συναισθηματική της μάχη, χωρίς να δίνει εύκολες, «χολιγουντιανές» λύσεις. Για να μην αναφέρουμε (που θα αναφέρουμε, γιατί δεν μπορούμε να κρατηθούμε) την καλύτερη έκπληξη της ταινίας που δεν είναι άλλη από την ανέλπιστη εμφάνιση της ΤΖΟΑΝ ΚΙΟΥΖΑΚ στα τελευταία λεπτά, σε έναν random αλλά χαρακτηριστικά τρελούτσικο ρόλο που θα σας κάνει να θέλετε να φρεσκάρετε όλη τη φιλμογραφία μιας από τις καλύτερες κομεντιέν των τελευταίων δεκαετιών.


…οι ομοιότητες με την Ντίσνεϊλαντ δεν περνούν απαρατήρητες…

Νοσταλγία, αλλά λίγο διαφορετικού είδους, προκαλεί και το Ντάμπο, το πρώτο από τα τρία live-action ριμέικ της Ντίσνεϊ για φέτος (ακολουθούν ο Αλαντίν και ο Βασιλιάς των Λιονταριών. Jesus take the wheel.) Όχι για την παιδική ηλικία και το κλασικό animation, αλλά για την πρώιμη φιλμογραφία του Τιμ Μπάρτον, που σκηνοθετεί το ιπτάμενο ελεφαντάκι στην ανανεωμένη περιπέτειά του.

Στη δεύτερη μεγάλου μήκους συνεργασία του με την Ντίσνεϊ μετά τις τραυματικές του εμπειρίες στα ’80s και το κάπως ανεκδιήγητο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, ο Μπάρτον αξιοποιεί στο έπακρο το γενναιόδωρο προϋπολογισμό του, όμως η ιδιοσυγκρασία του και η όποια αντισυμβατικότητα των παλιότερων ιστοριών του με ήρωες παρεξηγημένους outsiders έχουν περιέργως θυσιαστεί στο βωμό μιας πιο «στρογγυλεμένης» (που θα έλεγε κι ο Μάρκος Φράγκος) οικογενειακής ψυχαγωγίας. Φουσκωμένο σε πλοκή σε σχέση με τη διάρκειας 64 λεπτών πρώτη ταινία που έφερε την υπογραφή του Έρεν Κρούγκερ, ενός από τους χειρότερους σεναριογράφους στο Χόλιγουντ, το νέο Ντάμπο παρόλ’ αυτά αναπνέει: ο Κόλιν Φάρελ ζει και δουλεύει μαζί με τα δύο παιδιά του και το ένα του χέρι στο περιπλανώμενο τσίρκο του Ντάνι Ντε Βίτο, που γίνεται ξακουστή ατραξιόν όταν αποκτά τον Ντάμπο, ένα ελεφαντάκι με τεράστια αυτιά-φτερά. Ο κερδοσκόπος Μάικλ Κίτον εξαγοράζει το τσίρκο μόλις μαθαίνει για την ύπαρξη του Ντάμπο και το ενσωματώνει στο τεράστιο λούνα παρκ του (οι ομοιότητες με την Ντίσνεϊλαντ δεν περνούν απαρατήρητες) και η σύγκρουση μεταξύ της αθωότητας και του καπιταλισμού, I guess, δεν αργεί να έρθει.

Μέχρι ενός σημείου, ο Μπάρτον κρατάει γερά δεμένο το νήμα με την πρωτότυπη ταινία και τον δικό του μικρόκοσμο. Ο CGI Ντάμπο είναι γλυκούλης, οι αναφορές από το “Baby Mine” (που διασκευάζεται μια φορά με γιουκαλίλι και τη δεύτερη από τους Arcade Fire) ως τo “Pink Elephants on Parade” (εδώ με φούσκες κι όχι σαμπάνια ως παραισθησιογόνο) γίνονται με σεβασμό, οι παλιοί αλλά και οι πιο πρόσφατοι συχνοί συνεργάτες του σκηνοθέτη (από τους Ντε Βίτο και Κίτον ως την Εύα Γκριν και το συνθέτη Ντάνι Έλφμαν) αφήνουν τη φαντασία να φτιάξει ένα shared universe με τις υπόλοιπες ταινίες του σκηνοθέτη.

O Τιμ Μπάρτον με τον Ντάνι Ντε Βίτο στα γυρίσματα

Όμως ο δημιουργός που έχει αποθεώσει το διαφορετικό κι έχει αναδείξει πάσης φύσεως «φρικιά» από τον Ψαλιδοχέρη ως τον Εντ Γουντ, μοιάζει να αδιαφορεί για τις ευκαιρίες που έχει να κάνει το ίδιο και σε αυτήν την ταινία, είτε πρόκειται για τον Ντάμπο που γίνεται αντικείμενο χλευασμού για τα αυτιά του είτε για το θίασο από παράξενους στο τσίρκο. Προτιμά να χρησιμοποιήσει την ταινία ως Δούρειο Ίππο κριτικής στη νοοτροπία της Ντίσνεϊ για τη διασκέδαση (τον βοηθά και το timing της εξαγοράς της Fox) και να παραβλέψει ένα #InMyFeelingsChallenge άλλου είδους. Κάποτε μπορούσε να κάνει ακόμα και το χιόνι συγκινητικό κι εμείς του το ανταποδώσαμε αποτυπώνοντας το όνομα και τους ήρωές του σε εκατομμύρια κακόγουστες τσάντες. Τώρα παίρνει την εκδίκησή του έχοντας πολλά χρόνια να μας δώσει κάτι που να αξίζει να αναφερθεί έστω και σε μια.

To Στιγμιαία Οικογένεια κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon. To Ντάμπο κυκλοφορεί από την Feelgood Entertainment. Οι κακόγουστες τσάντες κυκλοφορούν ακόμα ανάμεσά μας.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου