Έχω πετύχει τους MOAN επανειλημμένα να παίζουν σε διάφορα κλαμπ της πόλης – είχαν ανοίξει και την τελευταία συναυλία των Stranglers. Το “Languages” είχε τραβήξει την προσοχή από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε στο youtube – και δικαιολογημένα. Έψαχνα την αφορμή να τους συναντήσω, κι αυτή μου δόθηκε με την κυκλοφορία του παρθενικού τους ΕΡ Breaking Bad. Ως φυσικό αντικείμενο είναι πανέμορφο, και είναι αδύνατο να αφήσει οποιοδήποτε συλλέκτη ασυγκίνητο: εξ ολοκλήρου χειροποίητο, πρωτότυπο και σε περιορισμένα (μόλις 150!) αντίτυπα, σε κερδίζει με την άψογη αισθητική του πριν να ακούσεις καν την πρώτη νότα. Τα καλύτερα όμως έπονται. Η μουσική των ΜΟΑΝ δεν κρύβει τις επιρροές της από την υγιέστερη πλευρά της americana – κι ούτε έχει κανένα λόγο να το κάνει, αφού αυτές είναι ευφυώς αφομοιωμένες και δεν αποτελούν πρότυπο προς μίμηση, αλλά απλώς πηγή έμπνευσης. Οι νευρώδεις κιθάρες του Αδριανού, που υπογράφει τα τρία από τα τέσσερα κομμάτια του ΕΡ κι έχει κάθε λόγο να είναι υπερήφανος γι’ αυτά, όπως κι ο Σταύρος που υπογράφει το τέταρτο και είναι υπεύθυνος για τον ψαγμένο και δυναμικό ήχο του μπάσου, αλλά κι η χαρακτηριστική φωνή της Μαρίας-Όλγας, με χροιά που την κατατάσσει αμέσως στο αρχέτυπο της woman/child χωρίς να της στερεί τη μοναδικότητα και το προσωπικό ύφος, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που δίνει λαμπρές υποσχέσεις για το παρόν και το μέλλον. Και το καλύτερο: οι ΜΟΑΝ μοιάζουν να είναι αληθινό ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ με όλη τη σημασία του όρου: μια ενωμένη ομάδα απέναντι – γιατί όχι και ενάντια – σε όλο τον κόσμο, με τη νεανική φρεσκάδα και το δυναμισμό μιας φανατισμένης παρέας, αλλά και με τον καλώς εννοούμενο επαγγελματισμό τριών νέων ανθρώπων αποφασισμένων να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους.
Πώς βρεθήκατε λοιπόν εσείς οι τρεις;
Αδριανός: Με την Όλγα πηγαίναμε σχολείο μαζί, αλλά ήταν πιο μικρή. aρχίσαμε να κάνουμε παρέα αφού τελειώσαμε, γιατί πήγαμε στην ίδια σχολή. Είχαμε βγει μια δυο φορές. Τραγούδαγε συνέχεια, και της είπα «έχεις πολύ ωραία φωνή, να κάνουμε μπάντα». Εγώ ήμουν ήδη σε μια μπάντα, με έτρωγε… Έτυχε ένας κοινός φίλος να με πάει στο στούντιο που κράταγε ο Σταύρος, ένα χώρο στο Χολαργό που λειτουργούσε ως προβάδικο και χώρος ηχογραφήσεων. Πήγαμε κι αρχίσαμε να παίζουμε, και κάποια στιγμή φωνάξαμε και την Όλγα να τραγουδάει. Τότε βέβαια παίζαμε άλλα πράγματα, trip hop και τέτοια… Μια κι αυτό δεν πολυπήγαινε, είπαμε να φτιάξουμε τους ΜΟΑΝ.
Σταύρος: Υπήρξε μια περίοδος που χαθήκαμε. Όταν ξαναβρεθήκαμε, ήταν πιο ξεκάθαρο το τοπίο για το τι θέλαμε να κάνουμε. Φάγαμε ένα-ενάμιση χρόνο που δεν κάναμε κάτι, απλά βρισκόμασταν. Θέλαμε να παίξουμε, αλλά δεν ξέραμε τι. Όταν ξεκινήσαμε πάλι για να φτιάξουμε κάτι πιο ουσιώδες, ο Αδριανός είχε ήδη κάποια κομμάτια.
Αδριανός: Ναι, είχαμε βάλει στο youtube τα πρώτα πραγματάκια που είχαμε κάνει σπίτι μου με την Όλγα και τη βοήθεια κάποιων φίλων. Είχαμε επιχειρήσει να παίξουμε με κάποιους άλλους ανθρώπους αλλά δεν βγήκε τίποτα. ξεκινήσαμε λοιπόν πάλι με το Σταύρο κι αρχίσαμε να αποκτούμε μεγαλύτερη επαφή. Μας άρεσαν τα πιο pop και εύληπτα πράγματα που είχαμε αρχίσει να κάνουμε. Από τότε αλλάξαν κάποια μέλη, μείναμε εμείς οι τρεις σαν πυρήνας, και φέτος καταλήξαμε με δύο ακόμα συνεργαζόμενους μουσικούς.
Εγώ ως παλαιότερος θυμάμαι μια εποχή όπου ήταν πιο σαφές το πλαίσιο στα μουσικά πράγματα: υπήρχαν δισκογραφικές εταιρίες, οργανωμένη διανομή. Τώρα όλα αυτά έχουν αλλάξει εντελώς. Ένα συγκρότημα, λοιπόν, που έχει καταλήξει στο ποια κομμάτια από τη δουλειά του θέλει να κυκλοφορήσει, σήμερα, το 2015, τι κάνει;
Αδριανός: Το σταυρό του για αρχή! Στην πραγματικότητα έχει καταργηθεί το πλαίσιο που λες, της εταιρίας. Κάποτε σ’ έπαιρνε μια εταιρία και «γινόσουν» κατ’ ευθείαν. Έλεγες «τέλεια, τώρα θα ακολουθηθεί ένα πρόγραμμα, ένα σχέδιο. Θα ηχογραφήσουμε, θα παίζουμε live, θα κυκλοφορήσει, θα προωθηθεί, θα το μάθει ο κόσμος…» Αυτό δεν υπάρχει πια, οπότε πρέπει να δεις τι θα κάνεις με τα μέσα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, που κατά βάση είναι ψηφιακά. Θα κάνεις κάποιες δουλειές, θα τις κυκλοφορήσεις στο ίντερνετ, θα προσπαθήσεις να τις «σπρώξεις» μόνος σου. Ειδικά στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν εταιρίες δραστήριες στο συγκεκριμένο είδος. Υπάρχει μια ελληνική σκηνή που παίζει αυτό το mainstream που ξέρουμε, και που το αγοράζουν και το βγάζουν οι εταιρίες που έχουν απομείνει. Για μας επί της ουσίας δεν υπάρχει τίποτα.
Σταύρος: Εγώ νομίζω πως αυτό που έχει αλλάξει το 2015 είναι ότι οι εταιρίες δεν έχουν πια τον έλεγχο του παιχνιδιού. Εμένα όμως μου αρέσει η μετά το ίντερνετ περίοδος της μουσικής, γιατί αν σου δοθεί μια ευκαιρία, κι αν δουλέψεις αρκετά, είσαι στα ίδια. Χωρίς ίσως την αίγλη που είχε η μουσική βιομηχανία για τους πετυχημένους το ’70. Τότε όμως υπήρχαν αυτοί που ήταν μέσα στη μηχανή κι αυτοί που ήταν απ’ έξω, οι οποίοι δεν ήταν πουθενά. Το καλό της όλης υπόθεσης είναι πως αυτοί που είναι απ’ έξω τώρα, μπορούν να έχουν ένα μικρό κοινό χωρίς να «μπλέξουν».
Αδριανός: Ή κι ένα μεγάλο! Πρόσφατα είχαμε το παράδειγμα της Lera Lynn που συνεργάστηκε με τον T-Bone Burnett κι έπαιζε στη 2η σεζόν του True Detective, που είναι καταπληκτική και μας άρεσε πάρα πολύ – η Lera Lynn, όχι η σεζόν – η οποία δεν είναι σε εταιρία, είναι μόνη της, ανεξάρτητη, κι έχει κάνει ένα τεράστιο κοινό μέσα από αυτό. Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι πια να αποκτήσεις κοινό και να ακουστεί η μουσική σου. Κι εμείς σε μια μικρογραφία αυτού του πράγματος στοχεύουμε – ΟΚ, εμείς δεν παίζουμε σε σειρές, αλλά…
Όλγα: Αν και θα κατά βάθος θα το επιθυμούσαμε…
Αδριανός: Tο πάμε κυρίως μέσω του ίντερνετ. Το να κυκλοφορήσει σε μια φυσική μορφή η δουλειά μας είναι επίσης δύσκολο. Και οικονομικά.
Σταύρος: Τα πράγματα είναι πλέον ανεξέλεγκτα. Δεν είναι σαφή τα όρια. Εμείς θα θέλαμε στην πραγματικότητα να ήμασταν στην πορεία που χάραξαν μεγάλες μπάντες, παγκοσμίου βεληνεκούς, που είχανε στις πλάτες τους εταιρίες. Στην ουσία κι εμείς υτό θα θέλαμε. Παρ’ όλα αυτά, δουλεύουμε και με τον άλλο τρόπο.
Όλγα: Απλά επωμίζεσαι περισσότερες ευθύνες πλέον, έχεις περισσότερες αρμοδιότητες, κι άμα θέλεις να ασχοληθείς και με την όλη φάση με τα media σου τρώει πάρα πολύ χρόνο. Δεν μπορείς να είσαι μόνο μουσικός. Οπότε είναι λίγο δίκοπο μαχαίρι.
Αφήνοντας το ελληνικό κομμάτι της σκηνής και μιλώντας γι αυτό που κάποτε ονομάζαμε ροκ, ποιο είναι το τοπίο στην Ελλάδα σήμερα και ποια θεωρείτε πως είναι η δική σας θέση μέσα σε αυτό;
Αδριανός: Όπως είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, είναι πάρα πολύ δύσκολο για τις μπάντες να ασχοληθούν όσο θα ήθελαν, ή όσο θα έπρεπε, με τη μουσική τους. Επειδή αυτή τη στιγμή εδώ σχεδόν κανείς δεν μπορεί να ζει από αυτό, αναγκαστικά οι περισσότεροι έχουν άλλες δουλειές, βρίσκονται και παίζουν όταν μπορούν. Έχουμε πολύ ωραίες μπάντες στην Αθήνα, αλλά είναι περιορισμένες και οι δυνατότητες να παίξεις, και το κοινό. Κάποια μαγαζιά υπάρχουν για να παίξεις, αλλά ποτέ αυτά τα χρήματα δεν θα σου φτάσουν, όχι για να ζήσεις, αλλά ούτε για να καλύψεις τα έξοδά σου. Αυτό οδηγεί τις μπάντες να παίζουν όλο και λιγότερο. Γιατί αν θέλεις να ασχολείσαι αποκλειστικά με κάτι, πρέπει και να ζεις από αυτό. Εμείς έχουμε προσπαθήσει να κινηθούμε παράλληλα με αυτό. Το έχουμε πιστέψει πολύ κι έχουμε αποφασίσει ότι θέλουμε μόνο να παίζουμε, και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υπάρχουμε υπό αυτή τη συνθήκη.
Σταύρος: Κάνουμε ό,τι ενδείκνυται, με τα μέσα που μας δίνονται, ώστε να ακουστεί η μουσική μας σε αυτή τη σκηνή, στο αθηναϊκό τοπίο. Αλλά είναι αλήθεια πως δεν υπάρχουν περιθώρια να το προσπαθήσεις παραπάνω.
Θα ήθελα ο καθένας σας να μου πει πώς μπήκε στη ζωή του η μουσική, και τι ήταν αυτό που του έκανε το «κλικ» ώστε να πει πως, όπως μου είπατε, αυτό και μόνο θέλει να κάνει.
Σταύρος: Είχα ένα θείο που μάζευε δίσκους και πέρναγα στο σπίτι του την παιδική μου ηλικία, γιατί οι δικοί μου δούλευαν και με άφηναν στη γιαγιά που ζούσε με το θείο, κι εγώ έβαζα κι άκουγα δίσκους. Οπότε υπήρχε μια τριβή, σε ένα ρομαντικό επίπεδο. Όταν μεγαλώνεις, στο γυμνάσιο και το λύκειο πάντα υπάρχει η ροκ κουλτούρα, φτιάχνεις μπάντες με τους φίλους σου,. Εγώ έπαιζα μπάσο όπως κάνουν σε οποιαδήποτε μπάντα όλοι όσοι δεν ξέρουν καθόλου μουσική. Kάποια στιγμή τέθηκε το ερώτημα του τι θα κάνω στη ζωή μου και πώς θα επιβιώσω, κι αποφάσισα να ασχοληθώ με την ηχοληψία, που ήταν δίπλα σε αυτό που ήθελα. Οπότε σε αυτή την ιστορία τo ’να χέρι νίβει τ’ άλλο. Και κατέληξα να χρησιμοποιώ την ηχοληψία για να συνεχίσω με τη μπάντα. Δεν ξέρω αν υπήρξε σημείο καμπής, είναι κάτι που χτίζεται χρόνια. Με τις παρέες, με τα ερεθίσματα…
Από τους δίσκους του θείου, είχες κάποιον αγαπημένο;
Σταύρος: Ναι. Το Then Play On των Fleetwood Mac.
Ο κιθαρίστας;
Αδριανός: Από όταν ήμουν μικρός υπήρχε μουσική στο σπίτι, αλλά δεν ξέρω αν ήταν αυτό. Πάντα με έτρωγε, από πολύ πιτσιρικάκι. Άλλαζα διάφορα όργανα. Πέρασα από πιάνο, τύμπανα, αλλά δεν μπορούσα να παίξω τίποτε, γιατί έχανα τη συγκέντρωσή μου αμέσως και δεν με κράταγε τίποτα. Μου άρεσε, ενθουσιαζόμουν στην αρχή, αλλά μετά μου πέρναγε. Κάποια στιγμή άρχισα να παίζω κιθάρα πιο σοβαρά και μου άρεσε. Μετά μπήκα κι εγώ στη νοοτροπία της μπάντας του γυμνασίου και λυκείου, ήμουν σε διάφορες. Αλλά αυτό που θυμάμαι πάντα πάρα πολύ έντονα, και που κάπως έτσι καταλήξαμε στους ΜΟΑΝ, είναι ότι απογοητευόμουν κι έλεγα: μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από αυτό, κάτι πιο ωραίο, που να μπορεί να ακουστεί και να αρέσει στον κόσμο, να το γουστάρει και να ταυτιστεί. Και κάπως έτσι, με τον ίδιο τρόπο, είπα πως θα κάνουμε αυτή τη μπάντα. Το σημείο καμπής ήταν όταν στα 17-18 άρχισα να βλέπω συνεχώς live του Nick Cave στο YouTube, κι έχασα το φως μου, τρελάθηκα! Κι είπα: έτσι ακριβώς θέλω να το κάνω κι εγώ, έτσι θέλω να είναι για τη μπάντα που θα είμαι! Να παίζουμε στο Glastonbury, να βάλουμε αυτό το στόχο! Έτσι ξεκινήσαμε, και θέλουμε ακόμα να το κάνουμε, αυτός είναι ο στόχος μας, να παίζουμε σε τεράστια stages. Αυτό το ξέρω και για τους τρεις μας. Δεν θέλουμε τίποτα λιγότερο, ούτε να κάνουμε κάτι άλλο στη ζωή μας, για κανένα λόγο. Θέλουμε να το καταφέρουμε. Αυτό που λέμε είναι πως αν είναι να κάνουμε άλλη δουλειά, τότε ας κάνουμε και λοβοτομή! Μόνο αυτό θέλουμε!
Και η μικρά;
Όλγα: Η μικρά όταν ήταν μικρή έκανε μπαλέτο, χορούς, διάφορες ιστορίες γύρω-γύρω, αθλήματα… Δεν μου άρεσε τίποτα! Ήμουνα και άσχετη… Και scuba έκανα! Χάλια! Έπαθα 18 φορές κρίση πανικού, και δεν ξανάκανα ποτέ! Το μόνο που μου έμεινε είναι ότι έπαιζα πιάνο. Άρχισα να πηγαίνω και χορωδία, και μου έμεινε από τότε το ψώνιο και τραγούδαγα παντού. Τραγούδαγα για πολλά χρόνια στο δρόμο σαν παιδάκι που τσίριζε επιζητώντας την προσοχή. Ώσπου γνώρισα τα παιδιά…
Σταύρος: Για όλους μας υπήρξε σημαντική στροφή το ότι βρεθήκαμε. Αλλιώς μπορεί να το κάναμε ακόμα ερασιτεχνικά, ή καθόλου.
Όλγα: Κι εγώ πιθανότατα θα είχα φούξια μαλλιά και θα νόμιζα ότι κάνω performance στο δρόμο! Κάτι τέτοιο, άσχημο…
Αδριανός Και μπορεί να προσπαθούσαμε να το κάνουμε τόσο σοβαρά, αλλά άμα δεν βρεις ανθρώπους που να το βλέπουν το ίδιο σοβαρά όσο κι εσύ, δεν γίνεται. Δεν μπορείς να είσαι μόνος σου. Τώρα τελευταία, βέβαια, ο κόσμος κάνει πάρα πολύ μόνος του μουσική, γιατί έχουν δοθεί τα μέσα γι αυτό. Όμως δεν υπάρχει το ίδιο feeling και το ίδιο vibe όπως όταν είσαι με ανθρώπους που τους αγαπάς, κι αγαπάς αυτό που βγαίνει όταν είστε και παίζετε μαζί.