Το φεγγάρι βγήκε μέσα από τη θάλασσα ίδιο, κομμένο στη μέση, πορτοκάλι. Οι περισσότεροι το κοίταξαν απορημένοι, μερικοί νόμισαν ότι κάποιο παράξενα φωτισμένο πλεούμενο ερχόταν από μακριά. Η πνιγηρή ζέστη, σαν ασφυκτικός επίδεσμος, τύλιγε τα σώματα. Οι γυναίκες ξυπόλυτες, με τα καλαθάκια στα χέρια, μάζευαν ακόμα κρίταμα που φύτρωναν πάνω στα βράχια της ακτής. Οι άντρες έβρεχαν τα πόδια τους στη θάλασσα και τα παιδιά κυνηγούσαν τα καβούρια που έκαναν το μεθυσμένο τους περίπατο στην υγρή άμμο. Παραδομένες στην πανσέληνη νύχτα απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους και προχώρησαν προς το παραθαλάσσιο εκκλησάκι της Μυρτιδιώτισσας.

― Λέω να βγάλουμε τα φουστάνια και να μπούμε στο νερό, είπε η Ιφιγένεια.

― Σε λίγο. Άσε να φύγουνε πρώτα, απάντησε η Όλιγκα.

Από μακριά ακούστηκε ένα τραγούδι. Στο χαμηλό ύψωμα οι σιλουέτες ξεχώριζαν λουσμένες στο νυχτερινό φως. Η χορωδία ακολουθούσε τη φωνή του πρώτου που τραγουδούσε: «Έρχεται η ψαρόβαρκα, έρχεται ολοΐσια, πέρα απ’ τον… και τα πετρονήσια… του πελάγου αρχόντισσα…»

― Άκου τι ωραία που τραγουδάει ο Άγγελος, ψιθύρισε η Όλιγκα.

― Έχει μεγάλη μύτη, και ξέρεις άμα ένας άντρας έχει μεγάλη μύτη τι άλλη μεγάλη έχει, συμπλήρωσε η Ιφιγένεια γελώντας.

― Τι; ρώτησε η άλλη με απορία.

― Αυτή που του κρέμεται ανάμεσα στα σκέλια, εξήγησε σκασμένη στα γέλια.

― Και πώς το ξέρεις εσύ;

― Θα σου πω, απάντησε, και την κοίταξε με ύφος μυστηριώδες.

Τα γέρικα ελαιόδεντρα άρχισαν να τρέμουν ελαφρά κι ύστερα να κυματίζουν καθώς η θαλάσσια αύρα χάιδευε τα φύλλα και τα κορμιά. Ο δίσκος του φεγγαριού φώτιζε τους λόφους και τη θάλασσα. Οι τραγουδιστές συνέχιζαν τη βαρκαρόλα: «Χίλια μύρια ατίμητα έχει στην ποδιά της…»

― Λοιπόν; ρώτησε με αγωνία η Όλιγκα.

― Ένα απόγευμα μάζευα σύκα στο κτήμα που έχουμε στης Παναγίας το Κεφάλι. Εκεί τον είδα να κάνει γυμνός μπάνιο. Κρυμμένη πίσω από το βράχο παρακολουθούσα τις κινήσεις του. Όταν βγήκε από το νερό άρχισε να τη χαϊδεύει κι αυτή… μεγάλωνε, μάτια μου.

― Ανάθεμά σε, Ιφιγένεια, χαμογέλασε πονηρά.

― Έγινε τόοοση, συνέχισε κι έδειξε με τα χέρια της το μέγεθος.

Η Όλιγκα με φουσκωμένα ρουθούνια, ένιωθε — ευτυχώς το φεγγάρι ξόδευε μόνο ασπράδα — να αναψοκοκκινίζει και να πλημμυρίζει χυμούς.

― Και μετά;

― Πλησίασε στο βράχο, εγώ δεν τον έβλεπα άλλο, φοβόμουν κιόλας, μόνο άκουγα την ανάσα του…

― Σιγά που άκουγες την ανάσα του.

― Ναι, σου λέω, την άκουγα βαριά και λαχανιασμένη. Ύστερα ξαναπήγε στη θάλασσα κι έπλυνε πρώτα τα χέρια κι αμέσως την τσουτσούνα του…

Κοίταξαν αμήχανα η μία την άλλη, κατόπιν στράφηκαν προς το λόφο και τότε διαπίστωσαν πως οι παρέες είχανε φύγει. Έβγαλαν τα φουστάνια και μπήκαν στο ρηχό νερό περπατώντας στον ασημένιο θαλασσινό διάδρομο. Με φωνές και περιάγματα έβρεχε η μία την άλλη. Τα γυμνά σώματα ανατρίχιασαν, ενώ το φως του φεγγαριού έπαιζε με τις σκληρές θηλές, που όρθιες τρύπαγαν τη νύχτα. Τότε ακούστηκαν ποδοβολητά και πέτρες να πέφτουν στη θάλασσα.

― Τώρα τι κάνουμε; Μουρμούρισε φοβισμένα η Όλιγκα.

― Μην κάνεις φασαρία, θα δούμε, ψιθύρισε θαρρετά η Ιφιγένεια.

Ακούστηκαν βαριά πατήματα και στο νυχτερινό ορίζοντα διαγράφηκε το αντρικό σώμα.

― Να κάνω μπάνιο μαζί σας; ρώτησε σχεδόν προκλητικά.

― Σα δεν ντρέπεσαι! Φύγε από δω, απάντησαν με μια φωνή.

― Αφού δε με θέλετε, θα μείνω εδώ να προσέχω τα ρούχα σας.

― Δεν είσαι άντρας, δεν κάνουνε έτσι οι άντρες, φώναξε η Όλγικα.

― Άμα έρθω κοντά σας θα δείτε αν είμαι…

― Άι στο διάολο, Άγγελε, έγινες κι εσύ άντρας… Αν δε σε φτύσω μες στα μούτρα να μη με λένε Ιφιγένεια.

― Έλα, σε περιμένω.

Οι γυναίκες έχασαν την ψυχραιμία τους κι άρχισαν να τρέμουν από το ξαφνικό κρύο που διαπέρασε την επιδερμίδα τους. Φοβισμένες κολύμπησαν γρήγορα προς το εκκλησάκι. Βγήκαν τρέχοντας — η απόσταση ήταν ελάχιστη —, μπήκαν στο σκοτεινό ναΐσκο κι έκλεισαν με δύναμη την πόρτα. Η Ιφιγένεια άναψε όσα κεριά βρήκε ξεχασμένα στο μανουάλι.

― Έχασες την ευκαιρία να δεις με τα ίδια σου τα μάτια την…

― Σταμάτα, είναι αμαρτία, τη διέκοψε η Όλιγκα.

Το θαλασσινό νερό κατρακυλούσε από τα κορμιά κι έσταζε στο δάπεδο ενώ οι μισοχαλασμένες τοιχογραφίες των αγίων, με τα άγρια μάτια, κοιτούσαν αυτό που ήταν απαγορευμένο ακόμα και στα όνειρά τους. Η Όλιγκα ντράπηκε κι έφερε τα χέρια της στα σημεία εκείνα που έπρεπε να προστατεύσει από τα βλοσυρά βλέμματα των αυστηρών μορφών.

― Πρέπει να κάνουμε κάτι γρήγορα, είναι μεγάλη αμαρτία να στέκουμε γυμνές σε εκκλησία, είπε χαμηλόφωνα.

― Καλύτερα να μας βλέπουνε οι άγιοι παρά ο Άγγελος. Δεν κάνουμε αμαρτία, αφού δε φταίμε εμείς, την καθησύχασε η άλλη.

― Πώς θα πάμε σπίτια μας; Με τι ρούχα;

Τότε πρόσεξαν τα μάτια του Άγγελου να τις παρακολουθούν κολλημένα πίσω από το τζάμι του παράθυρου. Ένιωσαν πανικό κι άρχισαν να ουρλιάζουν.

― Φύγε, φύγε, πρόστυχε… αμαρτωλέ… καταραμένε…

― Φοβάμαι, φοβάμαι, ξέσπασε κλαίγοντας η Όλιγκα.

― Σταμάτα, κλαψομούνα. Θε μου, συχώρα με, είπε θυμωμένα η Ιφιγένεια.

Δειλά-δειλά πλησίασαν στο παράθυρο και είδαν τον Άγγελο να απομακρύνεται στο φεγγαρόφωτο κρατώντας τα ρούχα τους.

― Τι κάνουμε, Ιφιγένεια;

― Κάτι θα σκεφτώ.

Μπήκε στο μικρό ιερό κρατώντας τα αναμμένα κεριά κι εκεί, στο βάθος, είδε να κρέμεται πάνω στο καρφί, λησμονημένο από την περυσινή λειτουργία, το λευκό στιχάριο με τους κεντημένους γαλάζιους σταυρούς. Δε δίστασε να το φορέσει. Όταν βγήκε από την Ωραία Πύλη κρατώντας τα μισολιωμένα κεριά, ένα στο κάθε χέρι, έμοιαζε με ιέρεια κάποιας μυστικής τελετής ή και μέλος βακχικού θιάσου.

― Θα πάω έτσι να τον βρω και να πάρω τα ρούχα.

― Κάνε κάτι, γιατί πώς θα πάμε σπίτια μας; Θα γίνουμε ρεζίλι.

Όσο έλειπε, η Όλιγκα με κρυφή ζήλια τη θαύμαζε για το θάρρος της. «Γυναίκα ναυτικού… ξέρει καλά τον άντρα. Οι φαρμακόγλωσσες λένε πως τα σεντόνια του κρεβατιού της φροντίζει να τα έχει ζεστά… Κάτι έχει πάρει κι εμένα το μάτι μου. Λες του Άγγελου… να την έχει δει από κοντά; Μωρέ καλά κάνει, όχι σαν εμένα που μαράζωσα απότιστη. Σε λίγο θα στεγνώσω…» Ανατρίχιασε κι έκανε το σταυρό της φοβισμένη πως εκείνος ο σκοτεινός άγιος, με το αγριοτόμαρο στην πλάτη, την κοιτούσε βλοσυρά γιατί είχε μαντέψει τη σκέψη της.

Η Ιφιγένεια προχώρησε στην ολοφώτιστη νύχτα. Είδε από μακριά την καύτρα του τσιγάρου του. Την έβλεπε ν’ ανεβαίνει, να στέκεται, να δυναμώνει το φως της, «εκεί θα είναι το στόμα του» κι ύστερα να κατεβαίνει με δύναμη και να χάνεται, ίδια τροχιά πεφταστεριού. Της φάνηκε, ακόμα, φάρος στην άκρη του βράχου να την καλεί με σινιάλα κι εκείνη ορθόπλωρο σκαρί έτοιμο να τσακιστεί πάνω του.

― Με κατάντησες παπά. Δώσε τώρα τα ρούχα μας.

― Κι εσύ τι θα μου δώσεις;

― Άγγελε, δώσε τα ρούχα και φεύγα.

― Θα σου τα δώσω αν μου δώσεις ένα φιλί.

― Πότε μεγάλωσες και μιλάς έτσι σε παντρεμένη γυναίκα; Αυτά να τα λες στην αγαπητικιά σου.

Όσο κάπνιζε παρακολουθούσε τα στήθη της που πάλλονταν κολλημένα πάνω στο βρεγμένο ύφασμα. Ήθελε να τα χαϊδέψει κι ύστερα να τα σφίξει μέσα στις ιδρωμένες του χούφτες. Φαίνεται τα μάτια του έβγαζαν σπίθες γιατί ένιωσε το κάψιμο στο δέρμα της. Τον κοίταξε προκλητικά και για να είναι σίγουρη πως η νύχτα δε θα την προδώσει πρότεινε έντονα αυτά που εκείνος θαύμαζε.

― Λοιπόν θα μου τα δώσεις ή θα φύγω;

― Η Όλιγκα είπε πως δεν είμαι άντρας κι εγώ θέλω…

― Ή τα δίνεις ή φεύγω.

― Δε με λυπάσαι; Βγάλε το ύφασμα… δε θα μας δει κανένας…

Η Ιφιγένεια έτρεχε με ανεξέλεγκτη ταχύτητα καταπάνω στον αιχμηρό βράχο· προαισθανόταν ότι σε λίγο θα τρύπαγε η καρίνα.

― Σε παρακαλώ, σήκωσε λίγο το ρούχο…

― Καλά, μέχρι το γόνατο μόνο.

― Μόνο…

Ο Άγγελος δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Την άρπαξε και τη φίλησε αδέξια. Έκανε να τον σπρώξει αλλά αυτό που ένιωσε να την ακουμπάει τη σταμάτησε. Μισοζαλισμένη τον είδε να λύνει τη ζωστήρα του και να ξεκουμπώνει το παντελόνι. Είδε ακόμα να ξεπροβάλλει θριαμβευτικά εκείνο που την έκανε να σηκώσει όσο πιο ψηλά μπορούσε το άμφιο και ν’ αφεθεί στα χάδια του φεγγαριού και τα δικά του. Έπεσαν στην άμμο, μισάνοιξε τα πόδια και περίμενε… Το ένιωθε σκληρό και καυτό έμβολο που προσπαθούσε να τρυπήσει την περιοχή του αφαλού. Ο ιδρώτας του στήθους του ενώθηκε με το δικό της καθώς το πυρακτωμένος βέλος, με αδιάκοπες σαϊτιές, σημάδευε σε λάθος στόχο. Αυτό την έκανε να θυμηθεί κάτι από καιρό ξεχασμένο.

― Άγγελε, έχεις πάει άλλη φορά με γυναίκα;

― Γιατί;

― Άγγελε, δεν είναι εκεί…

Τον έσπρωξε και σηκώθηκε. Ο άλλος έβαλε με τρόπο τα χέρια στο σημείο που το φεγγαρόφωτο ζωγράφιζε.

― Άγγελε, σήκω κι έλα κοντά μου.

Τον πήρε από το χέρι και προχώρησαν μέχρι τη χαμηλή αναβαθμίδα. Τότε έβγαλε το στιχάριο, του γύρισε την πλάτη, και στήριξε το κάτασπρο σώμα στους αγκώνες που ακουμπούσαν στην ξερολιθιά. Πρότεινε τους γλουτούς και άνοιξε τα πόδια. Από πίσω της όρθιος ο Άγγελος ανάπνεε με την ίδια αναπνοή εκείνου του απογεύματος. Αυτό την ερέθισε περισσότερο. Του πήρε το χέρι και οδήγησε το μεσαίο δάχτυλο στο υγρό αιδοίο. Το έτριψε απαλά γύρω του κι ύστερα τον άρπαξε απ’ αυτό που όρθιο και δυνατό σπαρταρούσε. Ο Άγγελος μούγκριζε και κάλπαζε. Πριν προλάβει να φτάσει στην είσοδο έχωσε τα νύχια στην πλάτη της κι άφησε το σπέρμα του να εκτιναχθεί πάνω στους μηρούς, ενώ οι ανοιχτοί τους πόροι δέχονταν με αγαλλίαση τη γαλατένια υγρασία… Τα κορωμένα κι ανικανοποίητα σώματα λύγισαν σα θερισμένα στάχυα, πάνω στις αιχμηρές πέτρες…

― Δε βρήκες το στόχο, άλλη φορά να προσέχεις και να περιμένεις. Του μίλησε με τρυφερότητα ενώ σκούπιζε με το ένδυμα τα πόδια της.

― Περίμενε, σε λίγο… ήταν… ήταν η πρώτη μου φορά…

― Τελειώσαμε. Δώσε τώρα τα ρούχα.

― Σε παρακαλώ, μη με παιδεύεις.

― Κάνε αυτό που σου λέω.

― Καλά, πάω να τα φέρω.

Τον παρακολουθούσε να περπατάει με βαριά βήματα και κατεβασμένο κεφάλι. Το φεγγάρι, συνωμοτικό και συνένοχο, φώτιζε το άσπρο πουκάμισο που είχε κολλήσει στην ιδρωμένη του πλάτη. Ένιωσε κάτι σαν υγρασία να νοτίζει και ταυτόχρονα να ερεθίζει αυτό που η ανεκπλήρωτη ηδονή βασάνιζε. Το αισθανόταν ρόδο ολάνοιχτο, έντονα αρωματισμένο, να καλεί τη μέλισσα που το άγγιξε δίχως να τρυγήσει τη γύρη του… Επέστρεψε κρατώντας τα ρούχα ενώ το πλάνο φως έλουζε τώρα το στέρνο του. Η Ιφιγένεια κόντεψε να ριχτεί πάνω του, ήθελε να βουλιάξουν μαζί σε απύθμενα χάη. Συγκρατήθηκε στον κορμό της ελιάς και γύρισε το κεφάλι προς το αμυδρά φωτισμένο ξωκλήσι. Είδε σκιές αγίων ή και του άντρα της να έρχονται καταπάνω της. Μετά σαν αστραπή, πέρασε από μπροστά της η μορφή της Όλιγκας. Τα μάτια της έβγαλαν φωτιές και πυρπόλησαν τον Άγγελο.

― Αφού δε θέλεις να μου κάνεις το χατίρι για άλλη μια φορά ορίστε, πάρε τα ρούχα.

Η Ιφιγένεια άλλα ήθελε να πει — όταν ξαφνικά σκέφτηκε «ας κάνω την θυσία…» — κι άλλα είπε: Περίμενε εδώ, μη φύγεις.

Απορημένος, με τα φουστάνια στα χέρια, την κοιτούσε να απομακρύνεται. Τα λαγόνια της κινούνταν προκλητικά, μέχρι που η φιγούρα ρουφήχτηκε από την υγρή νύχτα.

― Πού ήσουν τόση ώρα; Άρχισα να φοβάμαι.

― Άσε, καημένη, έφαγα τον τόπο να τον βρω. Ο πρόστυχος, δε μου έδωσε τα ρούχα.

― Γιατί;

― Θέλει να παίξει μαζί μας. Τον πείραξε λέει γιατί του είπα πως θα τον έφτυνα μες στα μούτρα.

― Και τώρα;

― Είπε ότι θα τα δώσει μόνο σ’ εσένα. Πήγαινε λοιπόν.

Η Ιφιγένεια έβγαλε το άμφιο και το πέρασε από το κεφάλι της Όλιγκας. Άνοιξε την πόρτα και της έδειξε, πέρα στο βάθος, το τσιγάρο που λαμπύριζε σαν παράξενη κοκκινωπή πυγολαμπίδα. «Ας δει κι αυτή λίγη χαρά», σκέφτηκε και σταυροκοπήθηκε. Ύστερα θυμήθηκε τις ατυχίες της Όλιγκας «Είναι αμαρτία να μη σ’ έχει ακουμπήσει χέρι αντρικό… Να κοιμάσαι μόνη, γυμνή, σε σεντόνια ζεστά, πλεγμένα ανάμεσα στα πόδια και να χτυπιέσαι στα σίδερα του κρεβατιού. Και να σε χαϊδεύει μόνο το φως του φεγγαριού…»

― Μη μας παιδεύεις άλλο. Άγγελε, δώσε σε παρακαλώ τα ρούχα.

― Μα εγώ…

― Δεν είναι σωστά πράγματα, η Ιφιγένεια μου είπε πως θες να τα δώσεις μόνο σ’ εμένα. Δεν καταλαβαίνω γιατί σ’ εμένα…

Ο Άγγελος κατάλαβε, κατάλαβε ότι έπρεπε κάτι να κάνει αμέσως. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην ξερολιθιά. Υπνωτισμένη τον ακολουθούσε χωρίς να βγάζει κουβέντα. Ο ηλεκτρισμός που εξέπεμπε μούδιασε όλο της το σώμα. Συνέχεια σκεφτόταν: «Γιατί δε λέω όχι;» Δεν είπε τίποτα όταν της έβγαλε το άμφιο ούτε και όταν την έστησε, στο ίδιο σημείο, εκεί που πρωτύτερα είχε ακουμπήσει η Ιφιγένεια. Η πλάτη της άστραφτε και το σφιχτό, καλοσχηματισμένο ωμέγα έλαμπε όπως ο δίσκος της σελήνης. Με τα δάχτυλα της χάιδεψε ελαφρά τους μηρούς, τα πέρασε ανάμεσά τους κι έφτασε στο συγκεκριμένο σημείο, που τα χείλη του, ερεθισμένα, πάλλονταν… Η Όλιγκα έτρεμε, νόμιζε από φόβο, έναν πρωτόγνωρο φόβο που την παρέλυε. Τότε γύρισε απότομα και είδε αυτό που νωρίτερα είχε περιγράψει η Ιφιγένεια. Πράγματι το μέγεθος την ξάφνιασε κι έκλεισε τα μάτια. «Τώρα μπορώ και να πεθάνω…» Όρμησε καταπάνω της έτοιμος να την διαπεράσει. Ασυναίσθητα εκείνη έσφιξε τα πόδια, αιχμαλωτίζοντας ανάμεσά τους τον πολιορκητικό κριό που αμέσως εκσφενδόνισε την καυτή συμπυκνωμένη του δύναμη… Η κουκουβάγια με τα ολοστρόγγυλα φωτεινά μάτια, μοναδική αυτόπτης μάρτυς, κλαίγοντας, πέταξε μακριά. Απομακρύνθηκαν αμίλητοι και ντροπιασμένοι. Η Όλιγκα πήρε στα χέρια το στιχάριο, και πριν το φορέσει, σκούπισε μ’ αυτό τους μηρούς της.

Επιστρέφοντας παρατηρούσε τις σκιές του φεγγαριού, ύστερα έβαλε με περιέργεια το δάχτυλο στο ύφασμα και στο νωπό σπέρμα, το πλησίασε στη μύτη και μετά το έφερε στα χείλη. Ακούμπησε την παλάμη στο μέτωπό της που έκαιγε κι αμέσως ένιωσε ξανά, εκεί ανάμεσα στους μηρούς, το έγκαυμα από την πυρκαγιά.

― Τι έγινε;

― Τι ήθελες να γίνει;

― Γιατί άργησες; τη ρώτησε με αγωνία.

― Με παίδεψε, δεν ήθελε να μου τα δώσει. Τον παρακάλεσα πολύ τον πρόστυχο ώσπου να του τα πάρω, απάντησε με κατεβασμένα μάτια.

Ντύθηκαν βιαστικά και προτού σβήσουν τα κεριά η Όλιγκα είπε:

― Θα πάρω μαζί μου το άμφιο να το πλύνω. Το λερώσαμε με τη θάλασσα και τα κορμιά μας. Θα το γυρίσω το Σάββατο χωρίς να με δουν.

― Κάνε ό,τι θες. Αυτή η ζέστη του Ιούλη μ’ έχει διαλύσει απόψε, απάντησε η άλλη αμήχανα.

Σε λίγα χρόνια η Ιφιγένεια έγινε μάνα δυο κοριτσιών κι ο άντρας της, πατέρας πια, σταμάτησε τα ταξίδια κι άνοιξε κατάστημα στην οδό Σιτεμπόρων. Η Όλιγκα Ρ. μεταξά, μόνη, χωρίς χαρά κι ελπίδα, στέγνωσε κι αρρώστησε από κάτι άγνωστο που ύπουλα και γρήγορα την οδηγούσε προς το θάνατο. Λουσμένη στον ιδρώτα, λίγο πριν φτερουγίσει στον αιθέρα, ή χαθεί στα σκοτεινά σοκάκια του Άδη, πρόλαβε να ψιθυρίσει:

― Να μου βάλετε το σάβανο που έχω στο τρίτο κατζέλο του κομού.

Την έπλυναν με ξίδι και κρασί και η γρια-Βάβαινα έφερε το διπλωμένο σάβανο. Η Ιφιγένεια, απορημένη, το κοίταξε. Το λευκό ύφασμα με τους γαλάζιους σταυρούς είχε κιτρινίσει. Κάτι της θύμιζε; ή μήπως όχι;

― Γαριασμένο είναι και γεμάτο λεκέδες, φαίνεται βρώμικο, είπε η γριά.

― Αυτό ζήτησε, αυτό θα της βάλουμε, απάντησε σοβαρά η Ιφιγένεια, σκουπίζοντας τα δάκρυα που τρέχαν ασταμάτητα.

Το γυμνό σώμα τυλίχτηκε με το στιχάριο και τα ανεξίτηλα ίχνη εκείνης της πανσέληνης βραδιάς. Ήταν πάλι Ιούλιος, παραμονή των αγίων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης του έτους 1971.

Ιερώνυμος Πολλάτος, Συνεχόμενοι λυγμοί, Το Ροδακιό 2007. Η «Θυσία της Ιφιγένειας» ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μαζί με δύο άλλα νεοελληνικά μονόπρακτα, στις 31 Οκτωβρίου 2005, με τίτλο Συνεχόμενοι Λυγμοί, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. Ερμήνευσαν οι ηθοποιοί Ελένη Ρουσσινού, Στέλιος Ιακωβίδης, Πηνελόπη Μαρκοπούλου. Θερμές ευχαριστίες στον Στάθη Λιβαθινό.

Ο Ιερώνυμος Πολλάτος γεννήθηκε το 1949 στην Κεφαλλονιά. Σπούδασε δημοσιογραφία και γραφικές τέχνες. Ζει και εργάζεται στην Πεύκη.

POPAGANDA