Συναντηθήκαμε στην πλατεία Κυψέλης, κάπου ανάμεσα στις τελευταίες πρόβες για την παράσταση «Καύσωνας» που ξεκινάει σήμερα το ταξίδι του στην Μικρή Σκηνή της Στέγης. Περίμενα να έρθει με την Άζα, την υπερχαριτωμένη σκυλίτσα της, την κράτησε όμως ως έκπληξη για τη φωτογράφιση που θα ακολουθούσε την επόμενη μέρα. Η πόλη, την οποία η Ζωή Μυλωνά επέλεξε να κατακτήσει μετά την εφηβεία, τής άνοιξε την αγκαλιά της μια μέρα μεσημέρι με ολίγη ζέστη και άφησε τη φλυαρία μας να γεμίσει τον χρόνο και να τον κερδίσει με άγνωστες λέξεις. Και μνήμες από ταξίδια, ανάμεσα σε χώρες που δεν ξεχνιόνται ποτέ.
Αν κοιτάξεις το βιογραφικό της, θα δεις πολλά ενδιαφέροντα και ίσως κάπως παράξενα. Σπουδές στις κοινωνικές επιστήμες και πειραματική εφαρμογή πολυμέσων στο Emerson College στη Βοστώνη. Resident φωτογράφος και κινηματογραφίστρια στο Udaipur της Ινδίας εκ μέρους της ΜΚΟ Reach Trade. Teaching artist στη Νέα Υόρκη, στον τομέα του κινηματογράφου σε καλοκαιρινά προγράμματα για παιδιά και εφήβους της οργάνωσης Manhattan Youth αλλά και στο DREAM Charter School της Νέας Υόρκης. Θεατρικές συνεργασίες ως ηθοποιός με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον Γιάννη Μόσχο, τον Γιάννη Καλαβριανό, τον Θανάση Δόβρη, την Σοφία Σπυράτου, την Μαρία Ξανθοπουλίδου, τον Γιάννη Παναγόπουλο, κ.α. σε παραγωγές του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του Θεάτρου Πορεία, του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, του Θεάτρου Τέχνης, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κ.α. Συνεργασία με την Σταυρούλα Κοντοπούλου ως συν-σκηνοθέτις σε δύο παραστάσεις, τις Σύντομες Συνεντεύξεις με Απαίσιους Άντρες (2017) και το …Et Moralitè (2018).
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ζωή Μυλωνά, παρουσιάσου. Ποια ήσουν πραγματικά μέχρι να έρθεις μόνιμα στην Αθήνα;
Γεννήθηκα εδώ, έχω μαμά Αμερικανίδα και μπαμπά Έλληνα. Η μητέρα μου, Μαξίν Αϊν, είναι ψυχίατρος στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα και ο μπαμπάς μου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, είναι ηθοποιός. Η μαμά μου, μέχρι τα δεκαοχτώ μου, δούλευε κυρίως στη ΝΥ, με τους άστεγους της πόλης. Μια δυο φορές τον χρόνο έκανε ταξίδια για να δουλέψει και εκτός Αμερικής, αλλά κυρίως δούλευε εντός γιατί ήμουν στο σχολείο ακόμα – τώρα είναι με τους ΓΧΣ στο Νότιο Σουδάν. Μεγαλώσαμε οι δυο μας ουσιαστικά, μαζί, ως συγκάτοικοι. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο Νότιο Σουδάν. Δουλεύει κυρίως με ακραίες καταστάσεις. Για τη μητέρα μου, το πιο σημαντικό είναι να δίνει, να έχει ένα νόημα η ζωή της. Εμείς οι ηθοποιοί λέμε ότι η τέχνη βοηθάει, αλλά αυτό δεν είναι κάτι το χειροπιαστό, απλά ελπίζουμε σε αυτό. Στην περίπτωση της, ισχύει πιο ευδιάκριτα. Αυτή το ξέρει!
Μεγάλωσα στο κέντρο της ΝΥ, Γουέστ Βίλατζ Μανχάταν, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Τώρα, κοιτώντας προς τα πίσω, μπορώ να πω πώς μου άρεσε που μεγάλωσα εκεί, με τους ρυθμούς που είχε αυτή η πόλη. Πήγα σε δημόσιο σχολείο κι αυτό ήταν πολύ χρήσιμο. Με διαμόρφωσε σε μια σωστή κατεύθυνση. Κουβαλάω αυτή την πόλη παντού. Είμαι τρίτη γενιά Νεοϋορκέζα, η γιαγιά μου μεγάλωσε στο Μπρούκλιν. Επειδή βεβαίως ο πατέρας μου ήταν εδώ, ερχόμουν τα καλοκαίρια και αυτό ήταν πάντα κάτι που το ήθελα, κάτι με τραβούσε στην Ελλάδα. Ως μοναχοπαίδι, έχω ανάγκη τους φίλους μου. Νομίζω πως είμαι η βερσιόν του μοναχοπαιδιού-people pleaser. Είμαι μάλλον προς τα ‘κει, οι φίλοι μου είναι η δεύτερή μου οικογένεια αφού η κανονική μου βγήκε λίγο… σπασμένη (γέλια).
Εγώ θεωρούσα όλο αυτό το πήγαινε έλα φυσιολογικό. Για κάθε παιδί, κέντρο του είναι η προσωπική του ιστορία. Ερχόμουν να περάσω χρόνο με τον μπαμπά μου, δεν μου έκανε εντύπωση η Αθήνα τότε κι ας ήταν εμφανέστατα μικρότερη από την άλλη μου πόλη. Μου έκανε κάτι διαφορετικό. Η κουλτούρα, τα παιδιά που γελάγανε με άλλα πράγματα, υπήρχε αυτό το άλλο χιούμορ που το θυμάμαι έντονα. Και σίγουρα καταλάβαινα πως κάπως ανήκω κι εδώ, πως είμαι από εδώ, αλλά πάντα είχε ημερομηνία λήξης – ήξερα πως 30 Αυγούστου θα φύγω. Ήθελα να πάρω κάποια στιγμή ένα one way ticket και το πήρα τελικά πριν δέκα χρόνια. Κι είμαι ακόμη εδώ.
Η Ζωή σπούδασε θέατρο στο Laguardia School of Performing Arts. Εκεί που σπούδασε και ο Τιμοτέ Σαλαμέ. Δεν τον αναφέρω τυχαία. Η Πωλίν Σαλαμέ, η αδελφή του, είναι η παιδική της φίλη. Αυτό δηλαδή που μπορεί να σου τύχει αν μεγαλώσεις σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος στον κόσμο και κάποια στιγμή η κολλητή σου θα τύχει να είναι η αδελφή του μεγαλύτερου σταρ του πλανήτη. Αν τη ρωτήσεις γι’ αυτόν, θα χαμογελάσει και θα αλλάξει κουβέντα- όταν είχε βγει to Call Me By Your Name, πριν η ταινία φτάσει καν στα Όσκαρ, ο νεαρός πρωταγωνιστής της είχε κάνει ένα αγαπησιάρικο σχόλιο στο ταπεινό ίνσταγκραμ προφίλ της και σε πέντε λεπτά, πέντε χιλιάδες άγνωστα accounts της είχαν κάνει αίτηση φιλίας. Της λέω πως μόλις ανακοινώθηκε ότι ο «μικρός» υπέγραψε ένα μαμούθ συμβόλαιο με την WarnerBros.Com μου λέει, «που να το πάρω χαμπάρι, κλεισμένη τόσες μέρες στις πρόβες του Καύσωνα».
Στην Μικρή Σκηνή της Στέγης ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλους και η ομάδα NOVUS, της οποίας η Ζωή είναι ιδρυτικό μέλος, πιάνουν στα χέρια τους διηγήματα της δημοσιογράφου-συγγραφέα Βίβιαν Στεργίου και στήνουν μια παράσταση για το ελληνικό καλοκαίρι. Για τις χαρές του και τις πίκρες του. Ο «Καύσωνας» είναι μια φαντασιακή εθνογραφία της Ελλάδας βασισμένη σε ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που ακολουθούν τις μικρές τους τελετουργίες. Όλες μέσα σε ένα καυτό 24ωρο. Όπως το θέλει ο Καύσωνας. Μέσα σε ένα τυπικό ελληνικό καλοκαίρι.
Την ρωτώ για όλα αυτά που κρύβονται πίσω από την παράσταση. Για τη γνωριμία, για την ιδέα, για τον τρόπο που έγινε. «Με τον Γιάννη (Παναγόπουλο) που σκηνοθετεί και τον Δήμο Κλιμενώφ που κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια, έχουμε αυτή την ομάδα – εταιρία, εδώ και κάποια χρόνια. Ο Γιάννης είχε κάνει το «Μπλε Υγρό» της Βίβιαν για το Εθνικό, οπότε ήταν εξοικειωμένος με τον κόσμο της. Η Βίβιαν είναι στην ηλικία μου, έχει γράψει δύο συλλογές διηγημάτων, το Μπλε Υγρό και το Δέρμα (εκδ. Πόλις), και είναι μια φωνή της γενιάς μας που ασχολείται με την Αθήνα και τη σύγχρονη πραγματικότητα. Θέλαμε να ξανασυνεργαστούμε μαζί της σε κάτι που θα είχε και δικά της κείμενα αλλά και να διαθέτει ένα άνοιγμα για να τοποθετήσουμε και τις δικές μας ιδέες. Οπότε τα κείμενα στην παράσταση δεν είναι μόνο δικά της, αλλά σε ένα βαθμό όλα είναι εμπνευσμένα από τα δικά της. Μέσα από μια διαδικασία αυτοσχεδιασμών, δουλεύουμε εδώ και τρία χρόνια πάνω στα κείμενα της Βίβιαν ώστε να υπάρχει ένας κοινός χαρακτήρας σε όλο αυτό και να δημιουργήσουμε μια σταθερή γραμμή. Τι θέλουμε να πούμε για το ελληνικό καλοκαίρι, για αυτή την αύξηση θερμοκρασιών, τιμών και εντάσεων. Για ένα δυστοπικό καύσωνα που οδηγεί σε μια καταστροφή, σε πυρκαγιές και στη βεβαιότητα μιας περιβαλλοντολογικής κρίσης. Στην σκιά ενός ανώμαλου καπιταλιστικού συστήματος που δεν λειτουργεί και που τα έχει φτάσει όλα στα άκρα, σε μια κατάσταση που δεν είναι βιώσιμη πια. Με το ξεκίνημα των προβών, αρχίσαμε να μαζεύουμε υλικό, οι ηθοποιοί να φέρνουν τις προσωπικές τους αναμνήσεις, τις δικές τους ιδέες, τα αγαπημένα πρόσωπα από το παρελθόν τους, όλα αυτά γύρω από το ελληνικό καλοκαίρι. Κι έτσι συλλέξαμε τα κείμενα, τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες, ώστε να φτιαχτεί αυτό που έχουμε τώρα».
Πώς θα χαρακτήριζε το έργο; «Το έργο μιλάει για το καλοκαίρι σε πόλη και νησιά» λέει, «για τους εργάτες, τους ανθρώπους που τρέχουν αυτό το σύστημα, μιλάει για τη μοναξιά σε μια πόλη μέσα στο τσιμέντο τον Αύγουστο – όταν δεν μπορείς να ξεφύγεις. Είναι ένας χαοτικός, ασύνδετος κόσμος με πορτρέτα διάφορων ανθρώπων, είναι σπονδυλωτό, είναι ανθρώπινες ιστορίες που λειτουργούν ως μετάβαση προς κάτι καινούργιο. Βλέπουμε μια τουρίστρια, μια κοπέλα ντόπια σε ένα νησί, κάποιον που ονειροπολεί και θέλει να γίνει μεγάλος επιχειρηματίας και διάφορους άλλους που μοιράζονται τις ανησυχίες τους, την παράνοια τους, τα όνειρα τους, τον κυνισμό τους και προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να ενωθούν. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μια αγωνία να βρεθεί κάτι κοινό μεταξύ τους». Σκέφτομαι πως είναι μια ομάδα που εκφράζει τη γενιά της και μιλά για την εποχή της. «Οι συντελεστές είναι όντως νέοι άνθρωποι» λέει. «Ο Jeph Vanger που έγραψε τη μουσική, η Βίβιαν, εμείς που είμαστε 35 και κάτω. Το γεγονός ότι ο πλανήτης καταρρέει, οι πιο νέοι από μας το ξέρουν από πέντε χρονών. Όπως ότι μάλλον δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να κάνουν παιδιά, λόγω χρημάτων και ας έχουν την θέληση. Εγώ βλέπω μια πολύ κυνική γενιά ως προς το συλλογικό των πραγμάτων. Υπάρχει αυτή η αμερικάνικη τάση, “να καταλάβω την ταυτότητα μου” εγώ η ίδια στον κόσμο και ίσως εκεί υπάρχει μια ελπίδα».
Είναι μια Ελλάδα βιώσιμη για αυτή τη γενιά; την ρωτώ. «Της κόπηκαν τα φτερά», λέει. «Είναι η πρώτη που ξέρει πως βγάζει λιγότερα χρήματα από την προηγούμενη, είναι η πρώτη που νιώθει πως πάει προς τα κάτω. Έχει απάθεια και απελπισία. Και αυτά τα νιώθει σε έναν τόπο ευλογημένο που δεν μπορείς να τον κάνεις πλέον τίποτα». Μπορείς να του προσθέσεις κι άλλα σπίτια για τουρίστες στα νησιά, για παράδειγμα, της επισημαίνω και προσπαθούμε ανεπιτυχώς να χαμογελάσουμε. «Όσο φουσκώνει η χώρα σαν προορισμός, η Σαντορίνη και άλλα νησιά θα γίνονται όλο και πιο Ντίσνεϊλαντ» λέει. «Όσο φουσκώνει αυτό το ανελέητο χτίσιμο των πάντων, τόσο θα φουσκώνει και η απελπισία που νιώθουμε και η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος, γιατί όντως είναι πιο φθηνό πια να πας ένα ταξίδι στο Παρίσι από το να πας σε ένα νησί, κι αυτό είναι πολύ περίεργο και για την ταυτότητα του Έλληνα. Να μην έχει πρόσβαση σε αυτό που του δίνει χαρά και τον κάνει περήφανο».
Της ζητάω να γυρίσουμε τον χρόνο, να μου μιλήσει για την απόφαση της κάποια στιγμή να μείνει στην Αθήνα. «Μέχρι τα 22 ερχόμουν μόνο καλοκαίρια. Μετά αποφάσισα να μείνω και τις άλλες εποχές (γελάει). Το φως είναι πολύ διαφορετικό εδώ, ο χειμώνας επίσης, κι ας μην τον καταλαβαίνεις πια – φέτος ήταν ο πιο γρήγορος χειμώνας της ζωής μου. Η Ελλάδα για μένα έχει ένα πολύ ωραίο μέγεθος και η Αθήνα ακόμη περισσότερο, δεν είναι τεράστια σαν τη Νέα Υόρκη όπου έχω μεγαλώσει. Έχει ακόμα μια αυθεντικότητα, υπάρχουν μικρά μαγαζιά που δεν είναι αλυσίδες, μέρη που έχουν πολύ ωραία σχέση με την κοινωνική ζωή. Τα πρωινά βλέπεις ακόμα τα γερόντια στα καφενεία, αυτό είναι μια εικόνα που με ηρεμεί, ειδικά όταν σκέφτομαι πως η επόμενη γενιά δεν θα είναι εκεί να πάρει τη θέση τους. Εδώ, οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν κοινωνική ζωή. Στην άλλη πόλη μου δεν ισχύει. είναι πολύ απομονωμένοι. Εδώ νιώθω ακόμη ασφάλεια- ως γυναίκα μπορεί να έχω νοιώσει φόβο, αλλά δεν στο προκαλεί η πόλη από μόνη της».
Τη ρωτάω πώς κουβαλάει αυτές τις δύο πόλεις; «Είναι ο σταυρός που κουβαλάω» λέει, «στην Αμερική νιώθω Ελληνίδα, στην Ελλάδα Αμερικάνα. Αυτό το γεγονός, πως δεν μπορώ να τις ζω ταυτόχρονα, με τσακίζει. Δηλαδή θα ήθελα, κυριολεκτικά, να είμαι το πρωί εδώ και το βράδυ εκεί και την άλλη μέρα το αντίθετο. Είμαι στο waiting list για διακτινισμό, να το ξέρες (γελάει). Αυτός ο διχασμός πάντα θα μου δημιουργεί μια μικρή μελαγχολία. Από την άλλη, βεβαίως, αυτό με έχει εμπλουτίσει με δύο γλώσσες, λένε πως κάθε γλώσσα έχει μια δομή και αυτή δομεί τη σκέψη, όπως και εμπειρίες από δύο γονείς που έχουν διαφορετικές κουλτούρες. Κι αυτό μου προσφέρει μια τάση προς κάτι πιο ανοιχτό. Δεν κολλάω σε έναν τρόπο ζωής, αφού μου είναι ξεκάθαρο πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Και αυτό πηγαίνει παντού, στις σχέσεις, στις φιλίες, στη δουλειά».
Γιατί δεν έμεινε να δουλέψει στη Νέα Υόρκη εξαρχής; «Φοβήθηκα το μέγεθος εκεί, νομίζω» απαντά. «Δούλεψα πρόσφατα σε μια ταινία στη Γαλλία με ένα καστ από πολλές χώρες – πέρα από Γάλλους υπήρχαν Γερμανοί, Ιταλοί, Αμερικάνοι, Έλληνες. Το ζήλεψα όλο αυτό. Απλά θέλει κυνήγι. Μπορεί στο μέλλον να κινητοποιηθώ περισσότερο, θα δούμε. Εκεί, βεβαίως, μιλάμε για κινηματογράφο. Στο θέατρο είναι διαφορετικά. Και μένα μου αρέσει το θέατρο πάρα πολύ. Με τρελαίνει η επανάληψη, μου φαίνεται σαν τελετουργία. Δεν είμαι από αυτούς που βαριούνται το ξανά και ξανά. Μου αρέσει να εξαντλώ τις πρόβες για να με βρω. Αγαπώ όλο το πακέτο, από τη στιγμή που θα φύγω από το σπίτι μέχρι όταν γυρίσω. Που θα φτάσω στο θέατρο, θα ανοίξει η αυλαία, θα είμαι στη σκηνή, όλοι θα είναι ήσυχοι, μετά θα «ανοίξουν» τα φώτα και θα πέσει το χειροκρότημα. Ίσως έχει να κάνει με τον πατέρα μου, που είναι ηθοποιός κυρίως του θεάτρου. Τον έβλεπα στο θέατρο από παιδί. Και η τεράστια συγκίνηση με τις καλοκαιρινές παραστάσεις και την Επίδαυρο και το ρουχαλάκι με τον αέρα – αυτό το λευκό ρούχο που αρχαιοφέρνει με τρελαίνει, γιατί είναι όλα τα παιδικά μου χρόνια. Λόγω του πατέρα μου, θεωρούσα πως όλος ο κόσμος θέλει να γίνει ηθοποιός, πραγματικά δεν μπορούσα να φανταστώ πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να ανέβουν στη σκηνή. Μεγαλώνοντας, βέβαια, ανακάλυψα ότι δεν ισχύει! (γέλια)».
Η Ζωή Μυλωνά εμφανίζεται στην παράσταση Καύσωνας, στη Μικρή Σκηνή της Στέγης. Εισιτήρια εδώ.