Η Στεφανία Σαμαρά είναι ένα λαμπερό πλάσμα. Το καταλαβαίνεις αμέσως, μέρα μεσημέρι, στην πλατεία Προσκόπων. Ζωντανό βλέμμα, ζωηρός λόγος, σιγουριά στη φωνή. Πίνει ελληνικό καφέ («μόνο στο μπρίκι»), μιλά στις γάτες που κάθονται στις διπλανές καρέκλες («μεγάλωσα με πολλά ζώα»), καπνίζει ασταμάτητα, γελά ακόμη πιο ασταμάτητα. Τη συναντώ πρώτη φορά, αλλά μοιάζει σαν να είναι μια συνάντηση σε επανάληψη. Αν ήταν στο Χόλυγουντ, θα ήταν η νέα Ρεμπέκα Φέργκιουσον που γεμίζει τα social με σπαρταριστά memes. Μιλάει χωρίς φίλτρο («πάντα φοβάμαι πως θα πω κάτι που θα με εκθέσει»), ανοίγει με άγνοια κινδύνου τις σελίδες της ζωής της και τις διηγείται με πλούσιο, ανόθευτο σαρκασμό. Συγκρατώ πληροφορίες και τις βάζω σε τάξη.
Μεγάλωσε στο Πόρτο Ράφτη. «Μέχρι την ηλικία που ήθελα να δω άλλα πράγματα, ήταν όλα καταπληκτικά. Πολύ θάλασσα, αλλά μου έλειπε η Αθήνα, την ζητούσα, ήθελα να βγάλω δίπλωμα και να βγαίνω στην πόλη». Ο παππούς της έχει φτιάξει ένα μαγαζί εκεί, ένα καφέ-μπαρ-εστιατόριο, το Κάστρο, που μοιάζει… με μεσαιωνικό κάστρο. Οι γονείς της δούλευαν εκεί τα σαββατοκύριακα και στις γιορτές τον χειμώνα και όλα τα καλοκαίρια. Είναι μοναχοπαίδι. Οι γονείς της είναι η παρέα της. «Μεγάλωσα μαζί τους σαν τριάδα, με πηγαίναν στο σχολείο, με παίρναν από το σχολείο, τρώγαμε μαζί μεσημεριανό, διαβάζαμε μαζί, με πηγαίνανε δραστηριότητες, με παίρναν από τις δραστηριότητες, τρώγαμε βραδινό, δεν δουλεύαν καθημερινές οπότε τους ήταν εύκολο. Φαντάσου πως πήγα σχολείο 6 χρονών και άργησα να καταλάβω πως οι άνθρωποι εργάζονται και στέλνουν τα παιδιά τους στο βρεφονηπιακό».
Σπούδασε Θεατρολογία στο Ναύπλιο. Ήταν η περίοδος που είπε για πρώτη φορά στον εαυτό της «εγώ θέλω να γίνω σκηνοθέτης». Ακολούθησε η πρώτη της ενασχόληση με το «είδος» ως δεύτερος βοηθός σκηνοθέτη του Δημήτρη Μυλωνά στην παράσταση Καγκουρό του Κατσικονούρη. Στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος, στο Εθνικό. Όπου φέτος, κατά ένα περίεργο τρικ της τύχης, είχε την πρώτη της δουλειά ως ηθοποιός. Στην ίδια σκηνή. Στην παραστασάρα «Όλοι Εμείς Πουλιά» του Λιβανο-Καναδού συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού Ουαζντί Μουαουάντ. Μια ερωτική ιστορία με πολιτικές διαστάσεις και υπαρξιακές προεκτάσεις με φόντο το αξεδιάλυτο χάος της Μέσης Ανατολής σε σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, που το πιο πιθανό είναι να το δούμε να φιγουράρει στις πρώτες θέσεις των βραβείων για τη χρονιά που διανύουμε. Μια παράσταση που έκλεισε χθες 10/3 τον κύκλο της με «ακαριαία sold out από τη δεύτερη βδομάδα» (δυστυχώς ο προγραμματισμός του Εθνικού δεν επέτρεψε την συνέχεια του).
Όταν κατέβηκε στην πόλη, έμεινε στο κέντρο όπως όλα τα παιδιά που έρχονται στην Αθήνα από την επαρχία. «Αν μπορούσα να έμενα στο Σύνταγμα θα έμενα στο Σύνταγμα, μέσα στο καυσαέριο και την εξάτμιση! Είχε φασαρίες; Κόρνες; Ε, αυτό ήθελα. Με ενοχλούσε ο διπλανός στο διαμέρισμα; Κανένα πρόβλημα. Αυτό επιζητούσα. Τότε δεν καταλάβαινα γιατί οι άνθρωποι που ζουν στις μεγαλουπόλεις έχουν ανάγκη διακοπών, να φύγουν με το που βλέπουν ήλιο και να τρέξουν στις παραλίες. Τώρα βεβαίως το καταλαβαίνω». Είναι Υδροχόος με Κριό, «γι’ αυτό και τόσο τρελή». Τηλεόραση δεν έχει κάνει ακόμη. Έχει πάει σε κάστινγκ αλλά δεν την έχουν πάρει, «ενδεχομένως να φταίει πως έχω μπόλικα tattoo παντού, οπότε στα «καλοκαιρινά» και στα «ερωτικά» δυσκολευόμαστε. Στο θέατρο, εντωμεταξύ, ποτέ δεν είχα πρόβλημα». Και όπως είναι και εύλογο, λατρεύει την τέχνη του τατουάζ. «Μου αρέσει η μονιμότητα σε αυτό, ενώ η μονιμότητα στη ζωή καθόλου. Μου θυμίζουν αυτό που μου συνέβαινε όταν τα έκανα και μου αρέσει. Όλα έχουν τις ιστορίες τους».
Βοηθά τελικά να έχεις υπάρξει ενεργός ηθοποιός πριν γίνεις σκηνοθέτης; Αυτό μου είχαν πει, γίνε ηθοποιός και θα πάρεις σημαντικά εργαλεία για να μπορείς μετά να κατευθύνεις εσύ τους ηθοποιούς σου.
Και; Είχαν δίκιο; Έχει λογική. Και σκέψου πως για αρκετά χρόνια οι περισσότεροι έτσι γινόντουσαν σκηνοθέτες, οι νέες γενιές είναι που έχουν σπουδάσει σκηνοθεσία.
Ποια είναι η διαφορά για σένα, αν υπάρχει, ανάμεσα στο να ερμηνεύεις και να διαχειρίζεσαι αυτούς που ερμηνεύουν; Τα ζω και τα δύο υπερ-παράλληλα. Σαν ηθοποιός, δεν έχεις την εικόνα του συνόλου της παράστασης. Προσπαθείς να καταλάβεις το σύμπαν αλλά το βλέπεις μόνο από την πλευρά σου. Ο σκηνοθέτης πρέπει κυρίως να το βλέπει όλο. Εγώ είμαι της άποψης πως στο θέατρο σημασία έχει η παράσταση, όχι το «εγώ», το «εσύ» και η σκηνή μας. Σημασία έχει το πώς θα πάμε όλοι μαζί την παράσταση παρακάτω, πώς θα δουλέψουμε μαζί για να περαστεί το μήνυμα. Δεν έχει σημασία αν γίνουν ή δεν γίνουν κάποια πράγματα, αρκεί να φτάσουμε εκεί που πρέπει.
Γιατί οι σκηνοθέτες θέλουν να παίζουν στα έργα που σκηνοθετούν; Ποιος ξέρει (γελά). Αποφασίσαμε να κάνουμε αυτή τη παράσταση με την Θαλασσινή Βοσταντζόγλου με το σκεπτικό να παίξουμε μαζί. Βρήκαμε το έργο και αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ποιος θα μπορούσε να το σκηνοθετήσει και επειδή την αγαπάμε και οι δύο την Κιτσοπούλου, μου έριξε την ιδέα να το σκηνοθετήσω εγώ και ας μην είναι εύκολο – καθώς είναι τελείως από την άλλη άκρη του εύκολου.
Σήμερα, Δευτέρα 11 Μαρτίου, η Στεφανία Σαμαρά ξεκινά ένα νέο κεφάλαιο. Σκηνοθετεί το Άουστρας ή η αγριάδα της Λένας Κιτσοπούλου, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά κατά τη θεατρική σεζόν 2011-2012 σε μια θεματική με κέντρο της τον Ξένο, μαζί με την Αόρατη Όλγα του Γιάννη Τσίρου (Εθνικό Θέατρο, σκηνοθεσία Γιάννης Καλαβριανός). Σε αυτό της το έργο, η Λένα Κιτσοπούλου «διερευνά την αντίληψη της έννοιας του ξένου στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Με την χαρακτηριστική αιχμηρή της γλώσσα, την ωμότητα, αλλά και με διάχυτο το στοιχείο του χιούμορ, σχολιάζει την «αξία» της μούντζας, του ποτού, των κοψιδιών, της αξία του να εκτονώνεις τα συναισθήματα σου έντονα και ανεξέλεγκτα. Οι ίδιοι ήρωες εμφανίζονται να αγνοούν βασικά στοιχεία της ελληνικής ιστορίας και όχι μόνο. Παρόλα αυτά, ο Ξένος που παγιδεύουν στο σπίτι τους επιβάλλεται να διδαχθεί και να αναγνωρίσει την υπεροχή της Ελλάδας».
Γιατί Κιτσοπούλου; Μου αρέσει πολύ. Δεν μου αρέσουν απαραιτήτως όλα της, αλλά μου αρέσει η γραφή της. Έδωσα εξετάσεις με Κιτσοπούλου, μπήκα στην σχολή με την Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.
Τι σε τράβηξε σε αυτό το έργο; Είναι εντυπωσιακό πόσο ρεαλιστικό και φυσικό είναι αυτό το σύμπαν, την ίδια στιγμή που συμβαίνει ένα εντελώς παράλογο πράγμα, γεμάτο ρωγμές. Έχει γίνε μια μεγέθυνση του χρόνου, και αυτό εμείς το ανακαλύψαμε όταν άρχισε να φεύγει από το χαρτί και να γίνεται πράξη. Υπάρχουν δύο μέρη, ένα πριν εμφανιστεί ο ξένος και ένα μετά. Στην πορεία κατάλαβα πως το μετά υπάρχει για να φανεί το πριν, αυτοί οι άνθρωποι, όλο αυτό που βιώνουν, είναι αυτό που τους οδηγεί να συμπεριφερθούν έτσι σε αυτόν που έχουν καλέσει σπίτι τους. Με ένα περίεργο τρόπο, αυτό είναι πολύ πραγματικό και πολύ φανταστικό ταυτόχρονα – πόσους ανθρώπους δηλαδή μπορείς να φανταστείς να έχουν όπλο στο σπίτι τους;
Το έργο ανεβαίνει όπως τότε; Επειδή στην αρχική διανομή έχει δύο άντρες, ένα κορίτσι και τον ξένο, το αλλάξαμε για να μπορέσουμε να παίζουμε μαζί με τη Θαλασσινή, οπότε έχουμε δύο γυναίκες ένα άντρα (Διαμαντής Αδαμαντίδης) και τον ξένο (Βίκτωρ Μπενουζίλιο).
Μπορούμε να φτάσουμε να γίνουμε αυτό που φοβόμαστε; Βλέπω πράγματα που ήταν οκ παλιά να τα λες, και αστεία υποτίθεται, και τώρα νιώθεις πόσο ρατσιστικά και σεξιστικά ήταν.
Πόσο άνετα πέρναγαν τα σκοτάδια μέσα από τις λέξεις… Αυτό ακριβώς. Το βλέπω και με τρομάζει. Ότι μπορείς να φτάσεις, μιλώντας, από αυτή την πλευρά που είσαι στην άλλη. Είναι ανατριχιαστικό πως ένα κλικ να κάνει ο εγκέφαλος σου και μπορεί να πάει εύκολα στην άλλη πλευρά, Πως μπορείς να ξεφύγεις και να μην το καταλάβεις. Να δημιουργηθεί μέσα σου μια οργή, την οποία να μην ξέρεις τι να την κάνεις, και να πάρει αμπάριζα τα πάντα. Αυτό με τρομάζει περισσότερο.
Η Κιτσοπούλου θα έρθει να το δει; Το εύχομαι!
Σε αγχώνει; Στο πλαίσιο του να δείξω τι κάναμε, με χαρά, τύπου “κοίτα, εσύ έγραψες αυτό και εμείς σκεφτήκαμε αυτό”!
Αν δεν της αρέσει; Φαντάσου να μου πει, τι μαλακία έκανες κορίτσι μου, αυτό είναι που σου έδωσα κούκλα μου; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Βγάλε το όνομα μου, έλα τελείωνε, γράψε διασκευή (γελάει). Θα της πω εντάξει Λένα μου, συγνώμη, θα πορευτούμε ξέχωρα σε αυτή τη ζωή, δεν πειράζει (γελάει). Αλλά δεν νομίζω, επειδή δεν το είχαμε δει τότε, δεν μπήκαμε στην ιστορία με την πρόταση “πάμε να δείξουμε πως εμείς το κάνουμε καλύτερα”. Μόνο τις λέξεις στο χαρτί έχουμε, και πώς τις αντιλαμβανόμαστε.
Έχουν περάσει 13 χρόνια από τότε που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά… Και τι 13 χρόνια, ε!
Με εκατοντάδες αγριότητες και καφρίλες να ακολουθούν, πώς επιβιώνει ένα τέτοιο έργο; Ξεκινήσαμε να το διαβάζουμε και κάπως στη αρχή είπαμε, οκ, είναι παρατραβηγμένο γιατί αυτά που λένε είναι ένα ντόμινο από κλισέ που δεν επιτρέπονται πια στην κοινωνία μας. Και μετά συνειδητοποιούσαμε πως έχουν συμβεί πολύ χειρότερα και έχουν μάλιστα και κάλυψη. Τύπου δεν τα λέμε, δεν τα δείχνουμε, προσέχουμε πώς να τα δείξουμε. Και έτσι καταλάβαμε πως είναι πιο επίκαιρο σήμερα από ότι ίσως ήταν τότε. Γιατί ήταν κάπως προφητικό τότε.
Πόσο εύκολα ανεβαίνουν έργα σήμερα, που στην εποχή τους είχαν μεγαλύτερη «άνεση» να ανέβουν; Κοίτα, ζούμε με το cancel αγκαλιά, αλλά προσωπικά θα σου πω πως αυτή τη στιγμή δεν είναι απαραίτητα κακό. Νιώθω πως πρέπει να περάσουμε από μια «ακρότητα» τέτοιου τύπου για να έρθει μια ισορροπία, για να βρεις την αλήθεια μετά κάπου στη μέση. Αν μπορούσαμε να το αποφύγουμε, θα ήμασταν ευφυείς, υπερβολικά. Αλλά δεν είμαστε.
Την χρειαζόμαστε αυτή την ωμότητα της Κιτσοπούλου; Έχω φίλους και φίλες που την αγαπούν όπως εγώ και άλλους και άλλες που δεν την καταλαβαίνουν. Εμένα με ιντριγκάρει η ωμότητα της. Οι λέξεις έχουν μεγάλη σημασία – και το «παπάκι» στο τέλος της λέξης έχει την σημασία του ακόμη περισσότερο. Όπως και να λέμε τον καθένα, με το όνομα που επιλέγει αυτός, έχει σημασία και το φύλο, έχει επίσης και ο σεξουαλικός προσδιορισμός και το δικαίωμα σε όλα, μα όλα, αυτά. Οι άνθρωποι χωριζόμαστε σε τάξεις και ομάδες, και κάποιοι έχουν περισσότερα δικαιώματα και κάποιοι όχι. Κι εγώ, ενώ το αντιλαμβάνομαι, δεν το καταλαβαίνω, έχω βαθύ πρόβλημα αντίληψης γύρω από αυτό. Όλα αυτά τα θέματα με την ελευθερία των ανθρώπων, την ατομική που κατά επέκταση είναι και συλλογική, με μουδιάζουν, με παγώνουν.
Από το «Όλοι Εμείς Πουλιά» κατευθείαν στο «Άουστρας ή η αγριάδα». Δεν θα ήθελες ένα πέρασμα σε κάτι πιο «ανάλαφρο»; Όχι, εκεί θα μείνεις κορίτσι μου να βασανιστείς, γιατί αν έχεις θέματα, κάπου πρέπει να τα βγάλεις (γελάει δυνατά). Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω πως η τέχνη πρέπει να είναι πάντα ένα βασανισμός, ένας αέναος θάνατος, κάτι με το οποίο παλλόμαστε αφόρητα μέσα μας. Μπορούμε και να περάσουμε καλά σε κάτι πιο ανάλαφρο, αλλά να έχει κάτι να πει. Κι ας είναι κάτι για την πίστη μας στον έρωτα, κάτι για την ομορφιά που υπάρχει εκεί έξω, αλλά να υπάρχει κάτι, να μην είναι αυτό το επιφανειακό που δεν λέει τίποτα.
Έχεις θέμα με το μήνυμα νομίζω…. (γελάει) Ναι, και έχω θέμα και στη ζωή, όχι μόνο στη τέχνη. Είναι πολύ σημαντικό, με ταλαιπωρεί η σκέψη του. Τις προάλλες, διέσχιζα ένα δρόμο, κατέβαινα την Βασιλίσσης Σοφίας προς Σύνταγμα, και ένας ταξιτζής μου κορνάρει, τον κοιτάω, με κοιτάει, κατεβάζει το παράθυρο, «τι» μου λέει, «τι εσείς» του λέω, «πέρνα» μου λέει, «τελείωνε, δεν έχεις καταλάβει, δεν υπάρχουν αυτά πια, δεν έχουν οι πεζοί προτεραιότητα». Και φεύγει και κοιτάω τριγύρω και δε σχολιάζει κανείς. Με ταλαιπωρούν οι άνθρωποι, αλλά τους αγαπώ βαθιά.
Και τι την κάνεις αυτή την ταλαιπωρία; Πέρα από τέχνη; Την κάνεις και λίγο κατάθλιψη και λίγο διατροφική διαταραχή, έτσι για να συνδυάζονται ωραία, α ναι το κάνεις και μια μαυρίλα στην καραντίνα μούρλια. Τότε δηλαδή που νιώθεις πως δεν υπάρχει τέχνη και αποφασίζεις να το εγκαταλείψεις.
Πέρασες από αυτό το στάδιο; Ναι, γιατί δεν άντεχα την υποτίμηση του κράτους, να μην έχω μια ποιότητα ζωής την οποία εγώ ορίζω και όχι αυτό το πάρε 500 ευρώ και κάνε το κουμάντο σου, άλλα δεν έχει. Όχι θέλω να φάω κάτι καλύτερο, συγνώμη κιόλας, ειδικά από τη στιγμή που δουλεύω και περισσότερο. Και έτσι, έκατσα στο σπίτι μου κι εξάντλησα όλα τα βιβλία μου – ήμουν τότε στην πλατεία Αμερικής καθώς το παιδί της επαρχίας είχε αποφασίσει να ζήσει το εξωτικό κέντρο. Το παραέζησα βεβαίως, μέχρι τη στιγμή που με ακολούθησαν δύο ως την πόρτα του σπιτιού μου και είπα φτάνει. Έναν χρόνο κάθισα και έφυγα.
Μένω στην ίδια περιοχή περίπου, κι ενώ δεν έχω νιώσει περίεργα ποτέ, πάντα σκέφτομαι πως αυτό οφείλεται στο φύλο και μόνο. Ως κορίτσι, υπάρχει μια επικινδυνότητα παραπάνω. Και στο Παγκράτι που μένω τώρα, μη νομίζεις, σκέφτεσαι πού θα παρκάρεις και από το σημείο αυτό πώς θα φτάσεις στο σπίτι σου. Το τρομερό είναι ότι πλέον αυτό είναι δεύτερη φύση στα κορίτσια. Αυτό που λέω, μια διαφορά στην ελευθερία και τον τρόπο που υπάρχουμε στον κόσμο. Οι άντρες δεν θα σκεφτούν αυτά τα θέματα, ενώ εμείς θα τα σκεφτούμε όλα μέχρι να ανοίξουμε την πόρτα του σπιτιού μας.
Πλησιάζουμε πιστεύεις στην ισότητα; Έχουμε αρχίσει κάπως. Κάπως. Νοιώθω ότι κάποια στιγμή θα γίνει, μάλλον. Υπάρχουν δύο άνθρωποι μέσα μου, οι οποίοι λειτουργούν μαζί σε όλα τα πράγματα στη ζωή μου. Ο ένας πάνω στον άλλο και μιλάνε ταυτόχρονα. Ο ένας είναι πολύ αισιόδοξος και λέει ότι ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί ποτέ, εμείς πρέπει να το παλέψουμε, και ο άλλος λέει πώς δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξει τίποτα. Είναι βασανιστικό, αφόρητο. Καμιά φορά αναγνωρίζω πως υπάρχουν μικρές ομορφιές και λέω, κοίτα μωρέ, μπορεί να γίνουν κι αυτά και παίρνει κουράγιο ο αισιόδοξος. Το αντίθετο δύσκολα θα γίνει.
Ωραία θέματα για ψυχανάλυση είναι αυτά…. (γελάει) Κάνω χρόνια.
Σου αρέσει να ανοίγεις «κουτάκια»; Την ξεκίνησα γιατί ήθελα να διαχειριστώ τον θάνατο του μπαμπά μου, μη με κοιτάς όμως έτσι, περίμενε να στο ολοκληρώσω. Πήγα σε έναν ψυχολόγο, τον οποίο βρήκα διαβάζοντας το βιογραφικό του, έκατσα στην καρέκλα μου, μεγάλος ο κύριος, εγώ θα ήμουν στα 21 μου, γεια σας του λέω, ήρθα για να διαχειριστώ την απώλεια του μπαμπά μου και να μάθω λίγο τον εαυτό μου, εντάξει μου λέει, πότε πέθανε, μα όχι του λέω, μια χαρά είναι ο άνθρωπος, όταν έρθει μετά από πολλά χρόνια εννοώ. Θέλω να είμαι προετοιμασμένη σε όλα για να μη με πιάσει κάτι εξαπίνης. Με τα χρόνια, βεβαίως, κατάλαβα πως δεν γίνεται να προγραμματίσεις τίποτα.
Και εκεί που νόμιζα πως τα έχω ακούσει όλα (γελάμε)! Νομίζω πως πρέπει να γράψεις ένα έργο. Δεν το έχω, νομίζω.
Γιατί, το έχεις δοκιμάσει; Νόμιζα ότι θα μου πεις, γιατί το έχεις το άλλο; (γελάει δυνατά)