Εμφανίστηκε με φόρμα, παλτό, σκούφο κι ένα ατίθασο ξανθό μαλλί να ξεδιπλώνεται στους ώμους, ένα κρύο μεσημέρι με ήλιο εκεί κάπου στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Της λέω πως της πάει πολύ το νέο της χρώμα. «Ξανθιά ε; Αν μου το έλεγες πριν καιρό θα σου έλεγα με τίποτα. Δεν το είχα φανταστεί. Έγινε για μια ταινία όμως, στην οποία παίρνω μέρος. Θα σου πω μετά».
Καθόμαστε σε ένα καφέ κοντά στο σπίτι της, την ξέρουν, σταθερή πελάτισσα. «Έχω θέμα με τον καφέ, πρέπει να είναι καλός, πολύ καλός». Κοιτάει τον κόσμο που περνάει, θα μπορούσα να στοιχηματίσω πως τα μπλε της μάτια, σκορπίζουν σπίθες, της αρέσει πολύ αυτή η γωνιά της πόλης. «Από τότε που μετακομίσαμε Κυψέλη το ευχαριστιέμαι πολύ, βγαίνω στη Φωκίωνος κάθε μέρα μαζί με την Ζουλού, πετυχαίνω γνωστούς και κάθομαι για καφέ που δεν είχα προγραμματίσει από πριν. Αυτά τα ξαφνικά μου αρέσουν πολύ»
Χρησιμοποιεί συχνά πληθυντικό. Ο σύντροφος της, ο Γιάννης Νιάρρος, μπαίνει συχνά μέσα στη συζήτηση, πολύ συχνά μπαίνει και στο background της εικόνας καθώς πηγαινοέρχεται με την απίθανη σκυλίτσα τους, πειράζοντας μας «εδώ ο κλάδος αιμορραγεί κι εσείς κάνετε συνεντεύξεις» – είπαμε μένουν δίπλα. Μετά χάνεται στην πόλη για πρόβα και κάπως συγκεντρωνόμαστε. «Το είδες το Σπιρτόκουτο;». «Εσύ τι λες;». Γελάμε.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που τη «γνώρισα». Πέντε έξι χρόνια πριν, προσπαθούσα να δω μια παράσταση που έκανε τρομερό γκελ τότε στη αθηναϊκή θεατρική νύχτα, το «Έξυπνο Πουλί» σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη και Γιώργου Κατσή. Ήταν κομμάτι της. Κάτι γινόταν όμως πάντα και δεν τα κατάφερνα. Στο τέλος την έχασα. Την παράσταση. Μου έμεινε όμως η ανέλπιστη χαρά να την πετύχω, τη Χαρά, ένα βράδι, σε μια μάζωξη φίλων, γιόρταζε κάποιος αν θυμάμαι καλά. Η ευγένεια, η «ησυχία», η έντονη εσωστρέφεια της, ζέσταιναν τον χώρο, ειδικά όταν τα «πώς» και τα «γιατί» στις συζητήσεις των άλλων ανέβαζαν ένταση. Θυμάμαι να σκέφτομαι πως σε τέτοιες συγκεντρώσεις φίλων αυτή θα είναι το αντίβαρο, αυτή που στο τέλος θα μαζεύει τις αντιθέσεις και θα δίνει το σύνθημα του «εντάξει τώρα, πάμε παρακάτω».
Πέντε έξι χρόνια μετά, καθόμαστε σε ένα καφέ πίσω από τη Δημοτική Αγορά και τα λέμε. Ωραία η Κυψέλη; Έχω να το ζήσω από τότε που έμενα με τους γονείς μου στη Νέα Σμύρνη, αυτό της «γειτονιάς». Να μένεις κάπου και οι φίλοι σου να είναι γύρω γύρω. Να φτιάχνεις ένα φαγητό και να παίρνεις τηλέφωνο τη φίλη σου που μένει δίπλα και να της «έφτιαξα κάτι στα γρήγορα, έλα». Στην καραντίνα ήταν σωτήριο που ήμασταν όλοι εδώ. Βρισκόμασταν συνέχεια με φίλους και δεν νιώσαμε πολύ την απομόνωση.
Γεννήθηκε στην Γερμανία, στο Βερολίνο, με πατέρα Έλληνα (τον Νίκο Γιαννάτο, μπασίστα των Πυξ Λαξ) και μητέρα Γερμανίδα. Οι διακοπές της ως παιδί ήταν κυρίως εκεί. Μετά, χρόνια αργότερα, θα ανακάλυπτε τα ελληνικά καλοκαίρια. «Δεν είμαι καθόλου χειμωνάκιας. Δως μου παραλία, μπάνιο, παιχνίδια, είμαι φουλ σε αυτά». Της αρέσει αυτή η λέξη. Φουλ. Τη χρησιμοποιεί συχνά. Δίνει ένταση, μέγεθος, ύψος στα πράγματα. Γεμίζει με πάθος τις φράσεις της.
Πες μου για την ταινία, την αιτία που το “ξανθό” μπήκε στη ζωή σου; Είναι σε σκηνοθεσία του Ελληνοαυστραλλού Αντώνη Τσώνη και λέγεται Brando with a Glass Eye. Είναι λίγο σουρεάλ. Είμαι πολύ περίεργη πώς θα βγει. Παρατηρούμε έναν wanna be ηθοποιό, ο οποίος ονειρεύεται πως πηγαίνει στην Αμερική και γίνεται ο νέος Μάρλον Μπράντο. Όπως και τα διάφορα θέματα του μέσα από κάποιες οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές επαφές του.
Πως την διάλεξες; Καταρχάς παίζει ο Γιάννης, αυτός είναι ο wanna be ηθοποιός. Η αλήθεια είναι πως αποφεύγουμε να δουλεύουμε πολύ μαζί, κάπως προστατευόμαστε επειδή κάνουμε και την ίδια δουλειά. Αλλά βρεθήκαμε κάποια στιγμή με τον σκηνοθέτη, κι αυτός ήταν κάθετος, «γιατί να ψάχνουμε, αφού την έχουμε μπροστά μας», οπότε είπα ναι και έτσι και έγινε.
Το Σπιρτόκουτο σου άρεσε; Τι πιστεύεις πως θα σου πω; (γέλια). Δεν μπορώ να κρίνω, δύο χρόνια δούλευε ο Γιάννης γι’ αυτό και ήμουν εκεί, το έβλεπα να γίνεται πράξη, να γράφει κάθε νότα, να γεμίζει το πεντάγραμμο, οπότε ένιωσα συγκίνηση, αυτό. Και περηφάνια. Ακόμη περισσότερο όταν μου έλεγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του για το πόσο ευγενής είναι, πόσο ωραίος τύπος, πόσο ωραία πέρασαν και πόσο δεν έχουν ξανανιώσει έτσι σε δουλειά. Και όντως, ήταν μια δουλειά που όλοι λάμπανε, υπήρχε η στιγμή του καθένα και η στιγμή όλων μαζί. Μου άρεσε που ήταν εμφανές στην παράσταση πως είναι ηθοποιός αυτός που τη σκηνοθετεί. Πως είχε μια άλλου είδους ευαισθησία.
Αγαπάς τους ανθρώπους που ασχολούνται με τη μουσική λίγο περισσότερο; Δεν το ‘χω σκεφτεί ποτέ. Καταρχάς, να πω πως ο Γιάννης όταν τον γνώρισα και αρχίσαμε να είμαστε μαζί δεν έπαιζε μουσική, γρατζούναγε μια κιθάρα, το πιάνο το ξεκίνησε μετά, όλοι πιστεύουν πως παίζει από μικρός επειδή είναι πολύ καλός σε αυτό – αν θυμάμαι καλά ξεκίνησε στο τρίτο έτος της σχολής. Φαινόταν όμως αμέσως πως το έχει.
Μεγάλωσες σε ένα σπίτι με πολλά τραγούδια… Αγάπησα τη μουσική από παιδί και σε αυτό δεν θα σου έλεγα πως ευθύνεται ο μπαμπάς μου που ήταν μουσικός. Περισσότερο επηρεασμένη ήμουν από τη μητέρα μου. Ήταν ο άνθρωπος που άκουγε πολύ μουσική μέσα στο σπίτι, της ήταν απαραίτητη. Αυτό το πήρα φουλ, το να βάζω μουσικές συνέχεια κατά τη διάρκεια της ημέρας, να παίρνω ένα άλμπουμ, να διαβάζω τους στίχους του, να τους μαθαίνω απέξω. Από τα παιδικά μου χρόνια ξύπναγα το πρωί με μουσική στη διαπασών. Και κοιμόμουν με αυτή. Μπορεί ο Γιάννης να παίζει, να μελετάει και εγώ να κοιμάμαι, δεν με ενοχλεί.
Είσαι αυτή η περίπτωση που μεγάλωσε με πιάνο; Είχα ξεκινήσει μαθήματα μικρή, είχα πιάσει λίγο και την κιθάρα αλλά ήμουν τεμπέλα, δεν πήγαινε μπροστά το όλο θέμα (γέλια). Ο πατέρας μου ήταν αυτοδίδακτος, το είχε από μόνος του. Μελετούσε, ναι, αλλά με ένα δικό του τρόπο. Ήταν σαν απλά να του συνέβαινε. Οπότε η διαδικασία της μελέτης δεν ήταν κάτι που με έλκυε.
Οπότε έμεινες στο “λίγο πιάνο” και στη “λίγη κιθάρα”; Τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια, έτσι όντας πιο ώριμη, έχω ξεκινήσει τρομπέτα.
Να και κάτι που δεν περίμενα… Ο πατέρας μου είχε ξεκινήσει με τρομπέτα. Και βασικά ξεκίνησα να μαθαίνω έχοντας στα χέρια μου την ίδια τρομπέτα που χρησιμοποιούσε και εκείνος. Με αυτή ξεκίνησε και αυτή έχω ακόμη, κι ας είναι παλιά.
Δεν είναι πολύ μπελαλίδικο όργανο; Πολύ. Έχω αποδεχτεί πως δεν θα μάθω ποτέ να παίζω κανονικά, το παλεύω όμως, αντιμετωπίζω τη μάθηση διαφορετικά σε σχέση με το πώς την αντιμετώπιζα παλαιότερα. Μ’ αρέσει η διαδικασία πολύ. Και μια νότα να πετύχω, μου φτάνει, περνάω καλά. Θα ήθελα πολύ να ζήσω με τη μουσική αυτό που έζησα με το θέατρο. Αυτό το εντατικό. Ότι η ζωή μου είναι αυτό. Ότι το μυαλό μου είναι συνέχεια σε αυτό. Φοβερά γοητευτικό.
Τι σε σταματάει να αφοσιωθείς; Ότι δουλεύω σε μια δουλειά που αγαπώ επίσης. Δεν είμαι σε φάση να κάνω στροφή καριέρας και να τα παρατήσω όλα. Και να πω ότι είμαι έτοιμη να σπουδάσω τώρα μουσική. Και το ηλικιακό επίσης είναι ένα θέμα που δεν βοηθά.
Στις 25 Φεβρουαρίου ξεκινά η νέα της θεατρική κατάθεση με το «Ο Παγοπώλης έρχεται» του Ευγένιου Ο ‘ Νηλ, σε σκηνοθεσία του Ακύλλα Καραζήση στο Θέατρο Προσκήνιο. Θα είναι η πρώτη παράσταση με προσκεκλημένο σκηνοθέτη υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Δημήτρη Καραντζά. «Έχει διασκευαστεί αρκετές φορές αυτό το έργο» μου λέει, «είναι ένα μεγάλο έργο που έχει κανονικά δεκαεπτά, δεκαεννιά ρόλους. Εμείς είμαστε επτά, έχουμε αφαιρέσει πολλά και έχουμε προσθέσει άλλα τόσα, δικά μας».
Το έργο διαδραματίζεται στην πίσω αίθουσα ενός μπαρ, του Harry Hope, σε μια λαϊκή γειτονιά μιας αμερικανικής μεγαλούπολης. Το μπουκέτο του κόσμου ένα γεμάτο από «πρώην». Πρώην αναρχικοί, πρώην τζογαδόροι, πρώην φοιτητές, πρώην πλασιέ, πρώην μπάρμαν. Όλοι τους όμως νυν μπεκρήδες. Μέσα σε αυτούς και η Τζο που έχει μπαρμπουτιέρα που είναι λευκή και έχει γιαγιά μαύρη. «Το θεατρικό έχει γραφτεί το 1939 και διαδραματίζεται το 1912. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι σε αυτό το μπαρ, ζουν εκεί και φαίνονται σαν να είναι παρατημένοι από τη ζωή με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αυτό που κάνουν είναι να πίνουν όλη μέρα και να ονειρεύονται το παρελθόν και το μέλλον. Υπάρχει μόνο ένας που δεν μένει εκεί, ο Χίκυ, ένας πλανόδιος πλασιέ, ο οποίος έρχεται στο μπαρ μία δύο φορές το χρόνο. Αυτή τη φορά όμως έχει καθυστερήσει. Και όταν έρχεται είναι αλλαγμένος, διαφορετικός. Και αυτό προκαλεί μια σειρά από αντιδράσεις, συγκρούσεις, περιπέτειες».
Τη ρωτάω τι είναι αυτό που ξεχωρίζει σε αυτή την παράσταση. «Ηθοποιούς που εκτιμώ» μου λέει. «Την Έλενα Τοπαλίδου, τον Γιώργο Κατσή, τον Κωνσταντίνο Πλεμμένο, την Ελίνα Ρίζου τον Gary Salomon. Ψάχνουμε τα ίδια πράγματα. Αλλά και τον τρόπο που σκηνοθετεί ο Ακύλλας Καραζήσης, όντας κι ο ίδιος ηθοποιός. Νιώθεις πως η διαδικασία της δημιουργίας και της ελευθερίας δεν σταματάει στην πρόβα αλλά συνεχίζεται και στην παράσταση».
Ένα είδος αυτοσχεδιασμού; Όχι ακριβώς. Υπάρχει ένας συμπαίκτης, το κοινό, που διαφοροποιεί κάθε φορά την παράσταση. Αλλά υπάρχει και η αίσθηση πως ενώ ξέρεις το θέμα, ξέρεις τι γίνεται, αυτό δεν σταματάει εκεί, δεν λες τα λόγια σου κάθε μέρα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να μπαίνει ο θεατής και να παρακολουθεί ένα είδος πρόβας.
Είναι σαν άλλο θέατρο; Αν ξεφύγεις από το κλασικό και εντελώς στατικό «κάνε ένα βήμα αριστερά, κάτσε εκεί, πες καλημέρα, και μετά φύγε από τα δεξιά» όλα έχουν πιο ενδιαφέρον. Εντάξει, ξέρουμε τι παίζουμε, τι πρέπει να ειπωθεί. Από κει και πέρα όμως αν υπάρχει η ελευθερία να παίξουμε σαν να είμαστε πεντάχρονα και πάλι παιδάκια που έχουν στήσει μια σκηνή και το ευχαριστιούνται, είναι κάτι θαυμάσιο.
Ποια η αναγκαιότητα αυτού του έργου στο σήμερα; Τα κλασσικά έργα πάντα έχουν έναν αντίκτυπο ή, αν δεν έχουν, λίγο αν τα μετακινήσεις τον βρίσκουν αμέσως. Εδώ το θέμα είναι τα άπιαστα όνειρα και οι ψευδαισθήσεις των ανθρώπων. Ότι μια μέρα θα κάνουν κάτι, θα φτάσουν κάπου, κι ας μη τα καταφέρουν τελικά. Είναι σημαντικό να κάνεις όνειρα – κι ας σου λέει κάποιο σημείο της λογικής σου πως αυτό είναι ένα ψέμα.
Η ενέργεια που σου δίνει το να ονειρεύεσαι μπορεί να είναι πιο σημαντική κι από την πραγματοποίηση τους… Ακριβώς! Υπάρχουν αρκετές φορές που φτάνεις εκεί που ονειρεύεσαι και τότε βλέπεις μια αποδόμηση. Συνειδητοποιείς πως είναι διαφορετικά από ό,τι είχες στο μυαλό σου. Φτάνεις εκεί που ονειρευόσουν και το μόνο που σκέφτεσαι είναι «εντάξει, καλά, αυτό ήταν τώρα;». Και μένεις στο κενό. Οπότε κάποιες φορές δεν πειράζει, είναι καλό να κάνεις όνειρα κι ας μη πραγματοποιηθούν ποτέ. Νομίζω βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε τη διαφορά. Ξέρουμε πότε θα γίνει κάτι και πότε όχι. Απλά μας αρέσει πολύ να τα φανταζόμαστε!
Όταν ξεκινούσες, πώς ήταν τα δικά σου όνειρα; Πώς φανταζόσουν το “σήμερα” σου; Η σκέψη να γίνω ηθοποιός μου είχε έρθει από πολύ μικρή. Ήταν και ο Γερμανός παππούς ηθοποιός (Harald Leipnitz). Αλλά δεν το ξεστόμιζα, ήμουν πολύ ντροπαλό παιδί. Αισθανόμουν πως αν το πω όλοι θα με κοιτάξουν με απορία. Και έτσι επέλεγα τη σιωπή. Άρχισα να το παραδέχομαι και στον εαυτό μου και στους άλλους στο λύκειο πια. Όταν δεν μπορούσα να βρω καμία σχολή, αφού το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το θέατρο. Ποτέ όμως δεν σκεφτόμουν τότε το σημείο στο οποίο θα μπορούσα να φτάσω, πώς θα ήμουν δέκα χρόνια μετά.
Για πολλά χρόνια ήσουν ταγμένη μόνο σε αυτό… Δεν θα έλεγα αυτή τη λέξη, ταγμένη, νιώθω απλά πως αυτό ήταν το μόνο που ήθελα να κάνω. Για αυτό τον λόγο μπήκα και στη σχολή. Το θέατρο! Σκεφτόμουν, άντε λίγο και το σινεμά. Την τηλεόραση ποτέ δεν την είχα στο μυαλό μου. Εντάξει, τα πρώτα χρόνια δεν μου είχε γίνε και κάποια πρόταση που να πίστεψα πως, ναι, μπορώ να το κάνω, πως μπορώ να είμαι καλή σε αυτό ή τέλος πάντων να με βλέπω μέσα σε αυτό. Ήθελα να έρθει μια πρόταση που να νιώσω πως θα με δυσκολέψει, πως θα χρειαστεί να δουλέψω πάνω σε αυτή, πως θα μου ταιριάζει εν τέλει. Στο «Κόκκινο Ποτάμι» ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ίσως κίνδυνος σε αυτή τη δουλειά; Να χάσεις τον ενθουσιασμό σου, να αρχίσεις να βλέπεις αυτό το επάγγελμα σαν δουλειά και μόνο. Προσωπικά, έχω αποδεχτεί, πως δεν μπορώ καλλιτεχνικά να είμαι εκατό τοις εκατό εντάξει με κάθε δουλειά, οπότε αυτό που αποζητώ κυρίως είναι να μου δίνεται η δυνατότητα να δίνω το καλύτερο μου εαυτό, γιατί αλλιώς δεν αντέχεται, είναι βασανιστήριο.
Θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό; Μου ήρθαν καλές δουλειές από την αρχή, κάτι που επίσης δεν το φανταζόμουν. Αλλά δεν άφησα τίποτα στη τύχη. Προσπάθησα πάντα να κρατήσω την πορεία που ήθελα. Μπορεί να μην είχα άλλη δουλειά, θα έλεγα όμως όχι σε μια πρόταση που δεν με αντιπροσώπευε. Το έκανα. Γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια δούλευα φουλ σέρβις. Τώρα πια σωματικά θα δυσκολευόμουν.
Ε, τώρα δεν χρειάζεται! Ποτέ δεν ξέρεις (γέλια).
Είσαι και “απόφοιτη λυκείου” πια… Είναι αστείο και μόνο που το σκέφτομαι πως συνέβη αυτό το πράγμα. Δεν το καταλαβαίνω πως γίνεται να μειώνεις έτσι έναν κλάδο και αυτό δεν αφορά μόνο τους καλλιτέχνες. Τα προβλήματα που μπορεί να φέρει μια τέτοια απόφαση, πέρα από το οικονομικό κομμάτι, είναι πολλά αν και για μένα κυρίως είναι το ηθικό. Δεν το αξίζουμε.
Βγήκατε μπροστά όμως και αυτό εκτιμάται. Οι ηθοποιοί έχουν μεγαλύτερη προβολή, άρα οι κινητοποιήσεις μας βγαίνουν πιο πολύ προς τα έξω και φτάνουν πιο εύκολα στον κόσμο. Προφανώς και ξέραμε οι περισσότεροι τι συνέβαινε από παλιά, αλλά μάλλον χρειαζόταν κάτι τόσο ακραίο όσο το Προεδρικό Διάταγμα 85/22, για να ξυπνήσουμε και να πούμε «φτάνει, ως εδώ». Μπορεί και κάποιοι να μη γνωρίζανε και μέσα από αυτό να μάθανε. Το θέμα είναι ηθικό, να το ξαναπώ. Σου λέει πως αυτά τα τρία χρόνια που ήσουν στην χολή από το πρωί ως το βράδυ και δεν έκανες τίποτα άλλο, είναι σαν να μη το έκανες. Είναι πολύ σκληρό.
Η Χαρά Μάτα Γιαννάτου εμφανίζεται στην παράσταση Ο παγοπώλης έρχεται σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση στο Θέατρο Προσκήνιο. Τον Μάιο με την ομάδα Mataroa θα ανεβάσουν την παράσταση Το Σύντομο Καλοκαίρι της Αναρχίας στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου.