Μια ξύλινη παράγκα, μερικοί θάμνοι, μια κιθάρα, παλιά έπιπλα και αναποδογυρισμένες καρέκλες έχουν στηθεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, για να πλαισιώσουν τη νέα παράσταση-ντοκιμαντέρ των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη, Romáland. Βρίσκομαι στο πρώτο πέρασμα του έργου επί σκηνής, λίγο πριν υποδεχτεί το κοινό στις 2 Νοεμβρίου. Τα σκηνικά, περνούν το δικό τους μήνυμα, εκείνο της στερεοτυπικής απεικόνισης της ζωής και των συνηθειών των Ρομά στην Ελλάδα.
Στο Romáland δεν υπάρχουν επαγγελματίες ηθοποιοί. Ο Αβραάμ, ο Γιώργος, η Θεοδοσία, η Αγγελική, και η Μέλπω, πρωταγωνιστές/ριες της παράστασης, είναι Έλληνες και Ελληνίδες Ρομά που ουδεμία σχέση έχουν με την υποκριτική – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν μέχρι οι δύο σκηνοθέτες ταξιδέψουν για να πραγματοποιήσουν μια πολύμηνη έρευνα, από το Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και τις Σέρρες, περιοχές στις οποίες ζουν επί δεκαετίες οι Ρομά της Ελλάδας.
Η έρευνά τους ξεκίνησε τον περασμένο Ιανουάριο, με μια επίσκεψη στη δομή του «Φάρου του Κόσμου» στον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, η οποία εργάζεται για την κοινωνική ένταξη παιδιών Ρομά. Ακολούθησαν επισκέψεις της ομάδας σε καταυλισμούς στον Ασπρόπυργο και σε κοινότητες της βορειοδυτικής Αττικής, καθώς και μια πιο στενή συνεργασία με την ΜΚΟ Κλίμακα στο Ζεφύρι.
Η νέα αυτή παράσταση φιλοδοξεί να περιπλανηθεί στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας μέσα από την οπτική γωνία των Ρομά, με σύμμαχο τη βιωμένη εμπειρία, τον ρεαλισμό και το χιούμορ, που ισορροπεί ιδανικά με τη συγκίνηση. Ακολουθώντας την παράδοση του είδους του θεάτρου-ντοκιμαντέρ, η παράσταση δίνει χώρο στις πραγματικές ιστορίες των πρωταγωνιστών/ριών – από εκείνες της γυναικείας χειραφέτησης μέχρι τις κρατικές δολοφονίες Ρομά – στοχεύοντας να αναδείξει τους πολλαπλούς κοινωνικούς αποκλεισμούς που αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα και τις καθημερινές προσπάθειές τους να τους ξεπεράσουν.
Στο επίκεντρο βρίσκονται οι ιστορίες ανθρώπων που άλλαξαν την πορεία που είχε προαποφασίσει η κοινωνία για αυτούς και πήγαν κόντρα στο στίγμα που τους θέλει «παραβατικούς», «κλέφτες», «ζητιάνους» και «επικίνδυνους».
Επτά χρόνια μετά την «Καθαρή Πόλη», την πιο πολυταξιδεμένη πανευρωπαϊκά θεατρική παραγωγή της Στέγης με πρωταγωνίστριες μετανάστριες καθαρίστριες στην Ελλάδα, οι σκηνοθέτες και δραματουργοί Ανέστης Αζάς και Πρόδρομος Τσινικόρης, με ευαίσθητη και οξυμένη κοινωνική ματιά, επιστρέφουν ανατρέχοντας σε γεγονότα, παίζοντας με τα στερεότυπα και αποφεύγοντας τη ρομαντικοποίηση, η οποία προτιμά να δώσει τη θέση της στον ρεαλισμό. Και όπως κάθε τι πραγματικό, έτσι και η ζωή των πρωταγωνιστών έχει μέσα της χαρά και γέλιο, και άλλον τόσο πόνο.
Όπως αναφέρουν οι ίδιοι, «Πάντα προσπαθούμε να υπηρετήσουμε ένα θέατρο που συνδιαλέγεται με το παρόν. Και στη συγκεκριμένη παράσταση ακολουθούμε το μοντέλο της Καθαρής Πόλης, με την έννοια ότι η θεατρική σκηνή δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως ένα μέσο ψυχαγωγίας, αλλά και ως δημόσιο βήμα για να ακουστούν άνθρωποι που δεν εκπροσωπούνται σχεδόν καθόλου στη δημόσια σφαίρα ή δεν εμφανίζονται στην “πολλή πραγματικότητα”. Υπό αυτή την έννοια, ερχόμαστε σε σύγκρουση με μια κατασκευασμένη πραγματικότητα και τη συμπληρώνουμε με άλλες αφηγήσεις, φιλοδοξώντας με τις παρεμβάσεις ενάντια στην αδικία και στους αποκλεισμούς να δημιουργήσουμε ένα νέο αφήγημα».
Τα φώτα στην αίθουσα χαμηλώνουν και ο Αβραάμ εμφανίζεται στη σκηνή για να μας προλογίσει όσα θα δούμε στην παράσταση. Μας συστήνεται, πέρα από πρωταγωνιστής, ως βοηθός των σκηνοθετών, για να αναρωτηθεί στη συνέχεια με χιούμορ πώς δύο «μπαλαμοί» δημιουργοί (σ.σ. εκείνοι που δεν είναι Ρομά), θα καταφέρουν να αποτυπώσουν την καθημερινότητα των τσιγγάνων στην Ελλάδα. Την απάντηση έρχονται να δώσουν, μαζί με τον Αβραάμ, οι τέσσερις ακόμα Ρομά πρωταγωνιστές/ριες, που αρχίζουν να μας συστήνονται επί σκηνής. Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνει και ο μουσικός Γιώργος Δούσος.
Το γέλιο κυριαρχεί. Παρά τα σαρδάμ και τα λόγια που χάνονται, ο αυθορμητισμός και το βίωμα γίνονται τα δυνατότερα σημεία του έργου. Άξιο θαυμασμού είναι το γεγονός ότι η Μέλπω, χαρακτηριστικά, παρά το γεγονός ότι δεν ξέρει να διαβάζει, έχει καταφέρει μέσω της σκληρής δουλειάς και της όρεξης για ζωή να αποστηθίσει τους διαλόγους της στην παράσταση. Οι άνθρωποι που δουλεύουν για το Romáland βρίσκονται συνεχώς στο πλευρό των πρωταγωνιστών για να τους εμψυχώσουν, να τους υπενθυμίσουν τα λόγια τους όταν αυτό χρειάζεται, και να τους καθοδηγήσουν στο στήσιμό τους στη σκηνή.
Στην οθόνη που έχει στηθεί μαζί με τα σκηνικά, παρακολουθούμε σε ορισμένα σημεία της παράστασης μια σύντομη ιστορική αναδρομή της παρουσίας των Ρομά στην Ελλάδα, ενώ η Ρομά δικηγόρος Αλεξάνδρα Καραγιάννη αναφέρεται σε καταγεγραμμένα περιστατικά αστυνομικής ρατσιστικής βίας προς τους Ρομά και εξηγεί γιατί κορυφώνεται ο «αντιτσιγγανισμός» στην Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο του 2022, χαρακτηριστικά, ο 16χρονος Κώστας Φραγκούλης πέφτει σε κώμα και τελικά πεθαίνει, όταν αστυνομικός τον πυροβολεί στο κεφάλι κατά τη διάρκεια καταδίωξής του στη Θεσσαλονίκη. Έναν χρόνο νωρίτερα, στο Πέραμα, ένας ακόμα νεαρός Ρομά, ο 18χρονος Νίκος Σαμπάνης, δολοφονείται μετά από καταδίωξή του από επταμελή ομάδα ΔΙΑΣ, με έναν καταιγισμό 36 πυροβολισμών.
Οι δύο υποθέσεις πρόκειται σύντομα να εκδικαστούν από την ελληνική δικαιοσύνη και αποτελούν εμβληματικά γεγονότα με θύματα τσιγγάνους, που όμως δεν είναι τα μόνα.
Η Human Rights Watch έχει καταγράψει 716 περιστατικά αστυνομικής, κρατικής βίας και ρατσισμού κατά των Ρομά στην Ελλάδα, σε διάστημα 18 μηνών. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως στις ελληνικές φυλακές το 20% των κρατουμένων υπολογίζεται πως είναι Ρομά, δυσανάλογα υψηλό ποσοστό σε σύγκριση με έναν πληθυσμό περίπου 200 χιλιάδων ανθρώπων σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της αστυνομικής βαρβαρότητας και της μεροληπτικής στάσης της ΕΛ.ΑΣ κατά των Ρομά, ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης συνέταξαν ένα «Χρονολόγιο Βίας», το οποίο ξεκινάει από τη δεκαετία του 1990, διαπιστώνοντας πως, έκτοτε, σχεδόν κάθε χρόνο κάποιος/α Ρομά πέφτει νεκρός/ή, είτε στη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης είτε ως θύμα αυτόκλητων λευκών τιμωρών που ανοίγουν αδιακρίτως πυρ μέσα σε καταυλισμούς.
Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης δίνεται επίσης χώρος στη γυναικεία εμπειρία με την ανάδειξη ιστοριών γυναικείας χειραφέτησης, τις οποίες αφηγούνται οι τρεις πρωταγωνίστριες. Από τις απαγορεύσεις που έχει υποβάλλει στη Μέλπω ο πρώην σύζυγός της, μη αφήνοντάς την να εργαστεί, αλλά και την επαναλαμβανόμενη απιστία των συντρόφων της, μέχρι τη λεκτική επίθεση που έχει δεχτεί η Θεοδοσία (η οποία ως υιοθετημένο παιδί από “μπαλαμούς”, έμαθε στην όψιμη εφηβεία της πως είναι Ρομά), λόγω του ότι διατηρούσε σχέση με άντρα Ρομ, η γυναικεία αλληλεγγύη συγκινεί κι ενδυναμώνει χωρίς να επιδιώκει τη λύπηση, ενώ παράλληλα εμπνέει όσες και όσους βρισκόμαστε στην αίθουσα να αποχωρήσουμε από αυτή λίγο πιο σκεπτόμενες/οι, και να έρθουμε σε αμεσότερη επαφή με τα στερεότυπα που μπορεί κι εμείς να κουβαλάμε και να αναπαράγουμε.
Η οικογένεια κατέχει ακόμα ύψιστη θέση στην ιεραρχεία των αξιών των Ελλήνων Ρομά, όπως αποτυπώνεται και στην παράσταση. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τον επίμονο κοινωνικό αποκλεισμό, που έχουν ως αποτέλεσμα τη στροφή στην παιδική εργασία και τη συχνή αποχή από το σχολείο, οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες του Romáland τάσσονται κατά των προξενιών σε νεαρή ηλικία, ερωτεύονται, τολμούν, συνδέονται και δημιουργούν μεγάλες οικογένειες με γνώμονα τον έρωτα, την αγάπη και τον σεβασμό.
Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι και το οποίο αναδεικνύεται στο έργο, είναι εκείνο της στέγασης, καθώς πολλοί και πολλές εξακολουθούν να ζουν σε σκηνές και σε ακίνητα που δεν τους ανήκουν, καθιστώντας τους υποκείμενα σε έξωση – όπως εξηγεί και η Μέλπω, η οποία ζει σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στο Ζεφύρι με την οικογένειά της, και αναρωτιέται ποιο θα είναι το επαγγελματικό μέλλον της αφότου οι παραστάσεις ολοκληρωθούν. Προτού όμως οι σκέψεις της “τρέξουν” στο μέλλον, δηλώνει υπερήφανη που κατάφερε να βρεθεί στο θεατρικό σανίδι ως ηθοποιός – ενώ καταρρίπτει το στερεότυπο που θέλει οι κατοικίες των Ρομά να είναι βρώμικες και εξαθλιωμένες.
Μία από τις σκηνές της παράστασης, στην οποία οι πρωταγωνιστές/ριες κάθονται και συζητούν παρέα, είναι αποδοσμένη στα Ρομανί ή «Ρομανές», που είναι η γλώσσα των Ρομά. (Στην Ελλάδα, επίσημα έχουμε δύο διαλέκτους, τη Ρομανί Νοτίας και Βορείας Ελλάδας).
Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, ο Αβραάμ, μετακινώντας μια κάμερα, εστιάζει στα πρόσωπα των υπολοίπων πρωταγωνιστών τα οποία προβάλλονται στην οθόνη, καθώς αυτοί απαντούν στις ερωτήσεις του σχετικά με τη ζωή τους. Η σκηνοθετική αυτή ματιά, ενισχύει τη διάσταση του θεάτρου-ντοκιμαντέρ που χαρακτηρίζει την παράσταση. Παράλληλα, δύο από τις πολύ όμορφες στιγμές του έργου έρχονται από την σύμπραξη της Αγγελικής, της Θεοδοσίας, της Μέλπως, του Αβραάμ και του Γιώργου, που τραγουδούν δύο κομμάτια στη σκηνή – και ακούσια επιβεβαιώνουν το θετικό στερεότυπο που θέλει τους Ρομά να ξεχωρίζουν για το ζεστό γρέζι της φωνής τους.
Η πρόβα ολοκληρώνεται – με θερμό χειροκρότημα – και η Μέλπω μαζί με την Αγγελική πρέπει να αναχωρήσουν άμεσα με το πούλμαν για το Ζεφύρι. Όπως δηλώνουν οι σκηνοθέτες, «η ίδια η πρόβα αποτελεί και μια θεραπευτική διαδικασία, ενώ η ομάδα που δημιουργείται είναι μια μικρή “ουτοπική” κοινότητα. Η ισότιμη δουλειά προς έναν κοινό στόχο αποτελεί μια “υπέρβαση” της πραγματικότητας και των αποκλεισμών που την ορίζουν».
Λίγο πριν φύγω από την Κεντρική Σκηνή, η Θεοδοσία παραδέχεται πως είναι πολύ αγχωμένη για την πρεμιέρα, αφού – και για εκείνη – αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα βρεθεί μπροστά σε κοινό.
Στις δύο περίπου ώρες που διήρκησε η πρόβα, άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους μέχρι πρότινος, μοιράστηκαν ιστορίες που διασταυρώθηκαν υπό το πρίσμα της κοινής καταγωγής, των κοινών βιωμάτων, του συλλογικού τραύματος του υφιστάμενου ρατσισμού, αλλά και των χαρούμενων στιγμών της ζωής τους. Οι άνθρωποι αυτοί μας περιμένουν να τους ανακαλύψουμε και να αναρωτηθούμε μαζί τους: «Εσύ, χρειάστηκε ποτέ να κρύψεις την ταυτότητά σου για να επιβιώσεις;».
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η κοινότητα των Ελλήνων Ρομά χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Είναι μία από τις παλαιότερες της Ευρώπης. Γλωσσολογικές μελέτες αποδεικνύουν, με βάση το πλήθος ελληνικών λέξεων στη Ρομανί γλώσσα, την ιστορική σχέση με το Βυζάντιο και τον ελλαδικό χώρο. Κι όμως, μέχρι την πτώση της δικτατορίας στη χώρα, οι Έλληνες Ρομά ζούσαν σε καθεστώς ανιθαγένειας. Παρά την πολιτογράφησή τους, το 1979, και τα βήματα που έχουν γίνει από τότε, πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να ζουν εκτεθειμένοι σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και πολλαπλής ευαλωτότητας.
Ο πληθυσμός των Ρομά στην Ελλάδα πιστεύεται ότι ανέρχεται σύμφωνα με το κράτος στους 110.000, ενώ σύμφωνα με άλλους φορείς, γύρω στους 200.000-300.000 ανθρώπους. Παρόλο που ένας μεγάλος αριθμός Ρομά έχει υιοθετήσει έναν αστικό τρόπο ζωής, υπάρχουν ακόμη γκετοποιημένοι οικισμοί και καταυλισμοί σε ορισμένες περιοχές, ενώ αρκετοί κατοικούν είτε σε χωράφια και προσκείμενα σημεία εκτός πολεοδομικών συγκροτημάτων. Αξιοσημείωτα κέντρα της ζωής των Ρομά στην Ελλάδα είναι η Αγία Βαρβάρα, η οποία έχει μια πολύ εκτεταμένη κοινότητα Ρομά και τα Άνω Λιόσια όπου οι συνθήκες είναι φτωχότερες.
Λόγω των υφιστάμενων διακρίσεων που πλήττουν κυρίως εκείνους και εκείνες που «φαίνονται» Ρομά λόγω του χρώματος του δέρματός τους και των χαρακτηριστικών τους, αδυνατούν να εργαστούν σε επαγγέλματα και θέσεις που επιθυμούν. Πολλοί Ρομά εργάζονται ως πλανόδιοι έμποροι φρούτων, λαχανικών, μικροεπίπλων και άλλων ειδών οικιακής χρήσης, όπως επίσης ως παλαιοπώλες, συλλέκτες ανακυκλώσιμων υλικών και πλανόδιοι οργανοπαίχτες.