Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Ένα βράδυ που ο Αλέξανδρος Βούλγαρης έκανε την Αθήνα να λιώσει

«Το σινεμά δεν πρέπει να είναι ρεαλιστικό, πρέπει να είναι απολαυστικό» έλεγε ο Stanley Kubrick και αναπαρήγαγε με τη σειρά του ο Αλέξανδρος Βούλγαρης aka The Boy μέσα σε ένα ασφυκτικά γεμάτο six d.o.g.s., έχοντας για όπλο του μερικά χαρτιά, μερικά «κόκκινα πλήκτρα» αλλά κυρίως, πολλούς εξίσου «ασφυκτικά γεμάτους» πύρινους στίχους που και αυτοί, όπως το σινεμά (το άλλο μεγάλο πάθος του The Boy που μας υπενθυμίζει συχνά πυκνά και στα κομμάτια του), μπορεί να μην είναι πάντα ρεαλιστικοί, αλλά είναι πάντα απολαυστικοί και τελικά, με τον τρόπο τους μιλάνε για την πραγματικότητα -και κυρίως αυτήν που δεν θέλουμε να ακούμε.

Με τον νέο του «κόκκινο» δίσκο Έτοιμοι Δύο, ξεκίνησε την σχεδόν ντανταϊστική του λιτανεία λίγο πριν τις δέκα και από τις πρώτες ριπές στα πλήκτρα και τις πρώτες του λέξεις, ο κόσμος από κάτω παρέμενε ακίνητος – όλοι ήμασταν «βυθισμένοι» κοινωνοί μιας επιβλητικής συλλογικής εμπειρίας. Με όχημα αυτή την έτοιμη να εκραγεί ακινησία, ο Βούλγαρης άρχισε να ξετυλίγει το σκοτεινό κουβάρι αυτής της πόλης που «ματώνει» όπως ακριβώς «καταγράφεται» μέσα από τον νέο του δίσκο που ζωντανεύει σταδιακά στην σκηνή. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Ο The Boy με το πέρασμα της ώρας μεταμορφώνεται. Μεταμορφώνεται σε «Αισθηματία» που επισκέπτεται συνέχεια τον κίνδυνο και τον θάνατο μέσα από μία μοτοσικλέτα. Μεταμορφώνεται σε πολλές διαφορετικές γυναίκες που τελικά όλες με τον τρόπο τους θέλουν «να ανοίξεις γι’ αυτές, να μην πίνουν μόνες σαν προχθές» και που ενίοτε «δεν τις φιλάει κανείς, φοβούνται μην τους μείνει η γεύση τους». Μεταμορφώνεται σε αυτόν που αναρωτιέται «Ποιός είναι ο Μπράιαν Λήθη;» αλλά συγχρόνως γίνεται «η αλληγορική μνήμη που δεν θυμάται κανείς». Και μας την τσιγκλάει μέσα από τη «Συννεφούλα», τα «Ήσυχα Βράδια», ενώ η χάρη του φτάνει μέχρι το Manchester για ένα “Radio live transmission”. Μεταμορφώνεται στην φωνή όλων όσων «οι μανάδες μας ήταν όλες Μις Πελοπόννησος» ή πολύ απλά, σε όλον εκείνο τον εκτροχιασμό και την παραδοξότητα που έζησε αυτός ο τόπος τα τελευταία τριάντα-σαράντα χρόνια και μας κάνει να αναρωτιόμαστε «Μήπως είμαι κι εγώ απ’ αυτούς τους γεννημένους ήδη νεκρούς;». Αλλά η ένταση και ο ιδρώτας έχουν πάρει ήδη φωτιά σε αυτό το μικρό μαύρο δωμάτιο. Γιατί δεν χορεύετε ρε; 

Έχουν περάσει ήδη σχεδόν δυόμιση ώρες στις οποίες ο The Boy έχει μετουσιωθεί σε έναν ασταμάτητο σκοτεινό και «ματωμένο» τροβαδούρο όλων εκείνων που βρίσκουν φωνή μέσα από το προαναφερθέν παράλογο μωσαϊκό. Κι όσο κι αν κάποιοι από αυτούς του ζητάνε να φορέσει το «Κοστουμάκι» του εκείνος επιμένει να λέει «Θα ντύνομαι όπως θέλω εγώ, με γάτας σώμα και θα τραγουδώ με λάθος στόμα». Και θα συνεχίσει να τραγουδάει μέχρι να ολοκληρώσει την δική του τρίωρη «ταινία» στην σκηνή του six d.o.g.s. Εκείνος «μεγάλωσε μες στο θρίλερ» αλλά «τα ζόμπι θα ‘ρθουν για μας». Και το τρομακτικότερο είναι ότι τελικά φοβόμαστε τα ζόμπι όχι για εκείνα στα οποία διαφέρουν από εμάς, αλλά επειδή κρυφά τρομάζουμε ότι κάπου στο βάθος τους μοιάζουμε.

«Ζητάς να σου πω μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος». Την ιστορία αυτής της πόλης και τελικά, την ιστορία των δικών μας ζωών τις οποίες σκεφτήκαμε λίγο πιο ενδοσκοπικά αυτό το βράδυ. Αλλά όπως και να ‘χει, τελικά «τι να λέει, μας πονάει και μετά κλαίει και μετά θέλει χάδια κι αγκαλιές κι Αθήνα μου, σ’ αγαπάω να της λες».

Ελένη Τζαννάτου

Share
Published by
Ελένη Τζαννάτου