Το να βλέπεις τον Πολ Οστερ με το ηλεκτρονικό του τσιγάρο να σου εξηγεί πως ο καπνός είναι που βλάπτει, κι όχι η νικοτίνη, είναι ακριβώς σαν να ζεις μια σκηνή από το Blue in the Face να εκτυλίσσεται μπροστά σου. Του θυμίζω το απόσπασμα όπου ο Τζιμ Τζάρμους κάπνιζε on camera το τελευταίο του τσιγάρο. «Πάνε είκοσι χρόνια», απαντά γελώντας. «Πάντως νομίζω πως ο Τζιμ δεν καπνίζει πια».
Κάποιες φορές, το να συναντά κανείς ανθρώπους των οποίων το έργο τον έχει επηρεάσει και σημαδέψει, μπορεί να λειτουργήσει απομυθοποιητικά. Ο Πολ Όστερ είναι η ακριβώς αντίθετη περίπτωση: ένας υπέροχος, ευφυέστατος άνθρωπος με ιδιαίτερο χιούμορ και σεμνότητα. Αντιμετωπίζει όλους εμάς, το «απόσπασμα» που έχει μαζευτεί γύρω του να τον ανακρίνει, αποτελούμενο από εξαιρετικούς – τι ανακούφιση! – συναδέλφους, που όλοι γνωρίζουν σε βάθος το έργο του και τον βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, με ευθύτητα, ζεστασιά και καλώς εννοούμενο επαγγελματισμό. Όταν ερωτάται πώς αισθάνεται όταν τον χαρακτηρίζουν ως έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή συγγραφείς, απαντά αφοπλιστικά: «Δεν αισθάνομαι κάτι, γιατί απλώς δεν πιστεύω πως είναι αλήθεια!».
Η Αμερική είναι μια χώρα εχθρική στους διανοούμενους. Δεν μας αρέσουν οι ιδέες, δεν μας αρέσουν οι διανοούμενοι, υπάρχει καχυποψία απέναντί τους.
Τον ρωτώ πώς επέλεξε το γράψιμο ως δρόμο της ζωής του. «Είναι ενδιαφέρον!», μου απαντά, «Κανένας από τους δύο γονείς μου δεν πήγε στο Πανεπιστήμιο, κανείς τους δεν διάβαζε βιβλία. Δεν προέρχομαι από οικογένεια διανοουμένων. Όμως για κάποιο λόγο, από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσε να διαβάζω. Και διάβαζα πολύ! Είχαμε μια καλή δημοτική βιβλιοθήκη στην πόλη μου, και πήγαινα εκεί συνεχώς. Από τα 8-9 μου χρόνια λοιπόν, διάβαζα Ξεκίνησα ακόμα και να γράφω, από μικρό παιδί. Ποιήματα, διηγήματα… Μου έδινε μεγάλη ευχαρίστηση. Και παρόλο που αυτά που έγραφα ήταν απαίσια, τόσο κακά που θα ντρεπόμουν ακόμα και να τα κοιτάξω σήμερα, όταν ξεκινάς να γράφεις σε αυτή την ηλικία, κάτι σου συμβαίνει. Νιώθεις πιο συνδεδεμένος με τον κόσμο, κι αυτό είναι συναρπαστικό. Δεν ήξερα τι θα κάνω στη ζωή μου, δεν είχα κανένα απολύτως σχέδιο. Όμως όταν ήμουν δεκαπέντε, διάβασα το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Απίστευτη εμπειρία… μου τίναξε τα μυαλά στον αέρα, με έκανε κομμάτια. Κι όταν μάζεψα ξανά τα κομμάτια μου, είπα: αν έτσι είναι τα βιβλία, αν έτσι είναι τα μυθιστορήματα, αν αυτό είναι το γράψιμο, τότε είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να κάνει κανείς στη ζωή του. Και θα το κάνω! Από τα δεκαπέντε μου και μετά, λοιπόν, ήμουν συγγραφέας, και δεν σταμάτησα ποτέ να είμαι. Παρόλα αυτά, είναι ένας παράξενος και μοναχικός τρόπος να περνά κανείς τη ζωή του, οπότε αν κάποιος έχει επιλογή, θα του έλεγα να μην το κάνει!». Και προσθέτει: «Δεν είμαι ο πρώτος που το λέει. Αλλά στα είκοσι, όλοι είναι ποιητές. Στα τριάντα, απομένουν ακόμη κάποιοι ποιητές. Όταν όμως φτάσεις στα σαράντα, σχεδόν κανείς δεν το κάνει πια. Και μετά στα πενήντα, εξήντα ή εβδομήντα, δεν είναι πάνω από μια ντουζίνα άνθρωποι που εξακολουθούν να γράφουν».
Όταν του τέθηκε το – εύλογο – ερώτημα για το ρόλο ενός συγγραφέα στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, ο Πολ Όστερ δεν μάσησε τα λόγια του: «Η Αμερική είναι μια χώρα εχθρική στους διανοούμενους. Δεν μας αρέσουν οι ιδέες, δεν μας αρέσουν οι διανοούμενοι, υπάρχει καχυποψία απέναντί τους. Κι αν σε άλλες χώρες οι συγγραφείς θεωρούνται σημαντικοί άνθρωποι, αυτό στην Αμερική δεν ισχύει. Είμαστε περιθωριοποιημένοι. Όχι πως δεν έχουμε τους αναγνώστες μας, αλλά ανήκουμε σε ένα κόσμο χωριστά από το mainstream. Για παράδειγμα, στην Αμερική οι συγγραφείς δεν βγαίνουν ποτέ στην τηλεόραση. Όταν συμβαίνει κάτι στον κόσμο, κανένας δεν ρωτά το συγγραφέα τη γνώμη του. Στη Γαλλία οι συγγραφείς αρθρογραφούν συνεχώς για διάφορα θέματα. Στη Νότιο Αμερική, με τη μεγάλη της παράδοση, τους συγγραφείς τους κάνουν πρεσβευτές! Εμείς είμαστε απλώς άνθρωποι στο περιθώριο. Αλλά νομίζω πως αυτό είναι μια καλή θέση για να βρίσκεσαι! Σε διατηρεί νέο, θυμωμένο, και με μάτια ανοιχτά. Όταν ένας συγγραφέας αποκτά υπερβολική άνεση μέσα στην κοινωνία του, θα χάσει την οξύτητά του και την κριτική του ματιά. Πιστεύω πως το να νιώθεις εξόριστος είναι η πρώτη προϋπόθεση για να είσαι συγγραφέας». Άδικο έχει;