Πόσο, άραγε, μπορεί να ενδιαφέρει τη νέα γενιά η ιστορία της Ελλάδας; Ή το πώς σχηματίστηκαν τα οριστικά σύνορά της που, στην ουσία, δεν μετράνε πάνω από 70 χρόνια; Πόσο επιθυμούν τελικά οι Έλληνες, ανεξαρτήτως γενιάς και ηλικίας, να μάθουν τα γεγονότα αλλά και τις λεπτομέρειες πίσω από την ιστορία τους;
Η ιστορικός και συγγραφέας Λένα Διβάνη, όταν άκουσε πώς η Cosmote TV ξεκινά ένα κανάλι ντοκιμαντέρ με ελληνική θεματολογία, έβαλε στοίχημα ότι μπορεί να πείσει το πλατύ κοινό να ενδιαφερθεί για την ιστορία των αγωνιστών προγόνων του -κι ακόμη περισσότερο για το πώς έφτασε να δημιουργηθεί ο τελικός χάρτης συνόρων της χώρας αυτής στην οποία ζει και αναπνέει. Τράβηξε από τα ράφια της βιβλιοθήκης της ένα βιβλίο που είχε γράψει πριν 20 σχεδόν χρόνια –ανάμεσα σε πολλά που το έχουν ακολουθήσει–, το ιδιαίτερα ενδιαφέρον «Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947)» (εκδ. Καστανιώτη-2000).
Και πήρε δεινή σύμμαχό της την σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάκου, έμπειρη ήδη από την αξιόλογη σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ «Εμείς Οι Έλληνες» (2008), για να μετατρέψει, από την πλευρά της, τις άυλες λέξεις σε γοητευτικές εικόνες. Αποτέλεσμα, η νέα σειρά της Cosmote TV «Τα σύνορα Της Ελλάδας» που έκανε πρεμιέρα την προηγούμενη εβδομάδα στο κανάλι COSMOTE HISTORY HD, με σκοπό να μας πληροφορήσει, μέσα από εννέα επεισόδια, πώς ιδρύθηκε η Ελλάδα -με πρώτα σύνορά της από τον κόλπο της Άρτας έως τον κόλπο του Βόλου- και πώς συνέδεσε σιγά σιγά τα κομμάτια της μέχρι την τελική εδαφική της ολοκλήρωση, από την ενσωμάτωση των Επτανήσων το 1864 έως την ένωση με τα Δωδεκάνησα το 1947.
Παράλληλα βέβαια, γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, στη σειρά γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη σχέση -και εξάρτηση- της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και στις «μάχες» διεκδίκησης εδαφών με τις γείτονες χώρες.
Η συγγραφέας και αναπληρώτρια καθηγήτρια ελληνικής και βαλκανικής ιστορίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι και η παρουσιάστρια της σειράς, κάτω από την καθοδήγηση της σκηνοθέτιδας, που την έχουμε γνωρίσει από ταινίες μεγάλου μήκους όπως ο «Ιαγουάρος» (1994-Βραβεία σεναρίου-πρώτου γυναικείου ρόλου-φωτογραφίας-μοντάζ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), «Θα το Μετανιώσεις» (2002-Βραβεία Καλύτερης ταινίας-Κοινού-Σκηνοθεσίας-Σεναρίου-Πρώτου ανδρικού ρόλου, πρώτου και δεύτερου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) και «Ώρες Κοινής Ησυχίας» (2006). Δύο γυναίκες δημιουργοί από δύο ξεχωριστές τέχνες, ενώνουν τις σκέψεις, τις ικανότητες και τις δυνάμεις τους από τις σελίδες στην οθόνη -και κερδίζουν το στοίχημα.
Ήταν εύκολο να συνδυάσετε και να συνδέσετε τις τέχνες σας και τις σκέψεις σας; Τελικά, όλες οι τέχνες μαζί αποτελούν «ένα όλον», θα λέγαμε; ΛΔ: Πανεύκολο. Ταιριάξαμε αμέσως, συντονιστήκαμε στο λεπτό, δεν διαφωνήσαμε ποτέ. Συνέβη μάλιστα κάτι αστείο στην πορεία της συνεργασίας μας. Εγώ πιάνω τώρα τον εαυτό μου να σκέφτεται λίγο και ως σκηνοθέτις, ενώ η Κατερίνα μεταμορφώνεται ταχύτατα σε ιστορικό!
ΚΕ: Μόνον έτσι δουλεύει το όλο θέμα. Επειδή η δουλειά μας είναι δημιουργική, έχει δηλαδή μεγάλο ποσοστό ασάφειας και «χάους», υφίσταται μόνον όταν οι επαγγελματίες δίνουν χώρο ο ένας στον άλλο. Παραγκωνίζεις τον εγωισμό σου για κάτι μεγαλύτερο. Μεγάλη ικανοποίηση.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα να κάνετε ένα βιβλίο, μια εκπομπή, δηλαδή εικόνα; ΛΔ: Είναι τμήμα της αποστολής μου επί της γης, δηλαδή το έχω βάλει αμέτι-μουχαμέτι να αποδείξω ότι η ιστορία είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, τα πιο ζουμερά, τα πιο ζωτικής σημασίας αντικείμενα μελέτης. Από τότε που άρχισα να διδάσκω στη Νομική βαριεστημένους νομικάριους που άκουγαν ιστορία και συνειρμικά σκέφτονταν «μούχλα», αυτόν τον ιερό αγώνα δίνω. Χρησιμοποιώ όλα τα μέσα αλλά το πιο δυνατό, την εικόνα, δεν μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω. Σε αυτό το αγωνιστικό πλαίσιο λοιπόν, μόλις άκουσα ότι η COSMOTE ανοίγει το ελληνικό history channel, ενθουσιάστηκα… and the rest is history!
Από την ώρα που το σκεφθήκατε μέχρι την ώρα που το υλοποιήσατε, ο δρόμος ήταν πολύ δυσκολότερος από όσο πιστεύατε στην αρχή; ΛΔ: Η αλήθεια είναι πως ο δρόμος ήταν αναπάντεχα εύκολος. Ο παραγωγός Νίνο Ελματζιόγλου ήταν φίλος, η COSMOTE αγκάλιασε αμέσως την ιδέα και την βάλαμε μπροστά.
ΚΕ: Οι παραγωγοί μας Νίνο Ελματζιόγλου και Γιάννης Βασιλειάδης, ως πολύ έμπειροι, μας άφησαν ήσυχες να κάνουμε τη δουλειά μας. Εγώ είμαι πολύ διαβαστερή και η Λένα έχει οπτική κουλτούρα. Τα βρήκαμε αμέσως.
Ποια ήταν τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίσατε καταγράφοντας σε εικόνα τον ρου της ιστορίας; ΚΕ: Το ιστορικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα έχει απέναντί του πολλά εμπόδια. Η υποχρηματοδότηση ίσως είναι το μικρότερο. Τα πιο επώδυνα είναι η γραφειοκρατία για άδειες κινηματογράφησης, η δυστοκία των υπηρεσιών της Αρχαιολογίας, η σύγχυση γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των οπτικοακουστικών τεκμηρίων (βίντεο, φωτογραφίες). Το αντίβαρο σε όλα αυτά είναι ότι υπάρχει το κανάλι Cosmote History. Υποκαθιστά ουσιαστικά τη δημόσια τηλεόραση που βρίσκεται σε αδράνεια.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε; ΚΕ: Το βασικό στοίχημα ήταν να καταφέρουμε να μεταδώσουμε στο θεατή τη μακρόχρονη αγωνία ενός έθνους να αποκτήσει κράτος και να διευρύνει τα σύνορά του. Να ισορροπήσει τον ηρωισμό με τη διπλωματία. Να ξεπεράσει τις αντιφάσεις και τα ελαττώματά του.
Μεγάλη πρόκληση, επίσης ήταν να καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε ένα περίπλοκο ταξίδι στις τέσσερεις γωνίες της Ελλάδας (Έβρος, Κάλυμνος, Κρήτη, Κέρκυρα και όλοι οι ενδιάμεσοι σταθμοί) μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.
Είχαμε την τύχη με το μέρος μας. Το φυσικό φως ερχόταν όπως ακριβώς το είχαμε παραγγείλει το προηγούμενο βράδυ και ο βοηθός σκηνοθέτης Θ. Καζής έκανε ένα πρόγραμμα γυρίσματος που θα το ζήλευε και το BBC.
ΛΔ: Από τη μεριά μου η δυσκολία, η πρόκληση, ήταν να φτιάξω ένα σενάριο αξιόπιστο επιστημονικά αλλά και τόσο απλό παράλληλα που να είναι κατανοητό και ελκυστικό για όλους. Για αυτό προσπάθησα να μπω στη θέση του θεατή. Δεν ξέχασα ποτέ ότι δεν απευθυνόμαστε σε ιστορικούς αλλά σε κανονικούς ανθρώπους που αγαπούν την ιστορία και θέλουν να μάθουν. Ευτυχώς η θητεία μου στη Νομική, το γεγονός δηλαδή ότι διδάσκω ιστορία σε φοιτητές που θα γίνουν δικηγόροι και όχι ιστορικοί, με έχει εκπαιδεύσει να προσεγγίζω με μεγαλύτερη ευκολία το μη ειδικό κοινό. Επιστράτευσα εννοείται και την λογοτεχνική μου ιδιότητα ώστε η αφήγηση να μην είναι στεγνή, να σε παίρνει μαζί της.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη ικανοποίηση που νιώσατε; ΚΕ: Η Διβάνη στο set. Το γύρισμα, ιδιαιτέρως το εκτός έδρας, είναι μια σκληρή δοκιμασία ακόμα και για τα έμπειρα συνεργεία. Η Λένα είναι πάντα έτοιμη κι ανθεκτική. Δεν την τρομάζει η ταλαιπωρία. Είναι ιστορικός της περιπέτειας. Κάτι σαν Ιντιάνα Τζόουνς της ελληνικής ιστορίας.
ΛΕ: Η μεγαλύτερη ικανοποίηση που πήρα ήταν όταν στην πρώτη ιδιωτική προβολή είδα όλα αυτά τα κομματάκια του παζλ (το σενάριο, τα γυρίσματα, τις συνεντεύξεις, τις γκραβούρες, τη μουσική, όλα), τον κόπο όλων των συντελεστών δηλαδή, να γίνονται υπό την μπαγκέτα της Κατερίνας μια χρωματιστή ταινία που δεν χόρταινα να βλέπω!
Πόσο δελεαστικό και δύσκολο παράλληλα ήταν για σένα, Κατερίνα, να μετατρέψεις ένα βιβλίο σε εικόνες; ΚΕ: Η Λένα μετέτρεψε το βιβλίο της σε σενάριο, με τη συνεργασία του έμπειρου σεναριογράφου μυθοπλασίας Νίκου Παναγιωτόπουλου. Εδώ έγινε η πρώτη απόπειρα «δραματοποίησης» της Ιστορίας. Έπρεπε να ανακαλύψουμε τα συναισθήματα ενός λαού, στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και να τα αναδείξουμε με αμεσότητα.
Μετά ξεκινάει η κοπιώδης «οπτικοποίηση», ένα στάδιο αρκετά περίπλοκο γιατί πρέπει να ισορροπήσεις μεταξύ της ιστορικής ακρίβειας, της αισθητικής απόλαυσης και της δραματουργικής συνέπειας. Σε αυτό το στάδιο συνεργαστήκαμε με τον Νίκο Νικολαΐδη, έναν νεαρό ιστορικό που γνωρίζει πολλές πηγές των τεκμηρίων και ξέρει καλά τις γωνιές της Ελλάδας που έχουν ιστορικό ενδιαφέρον.
Τέλος, ένας ακόμη σημαντικός μας συνεργάτης ο Νίκος Τσιμούρης, μαζί με μια ομάδα τεχνικών, έδωσε κίνηση στις στατικές εικόνες. Αυτό ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι.
Βλέπετε πρόκειται για μια ομαδική δουλειά. Ο σκηνοθέτης είναι λίγο σαν «τροχονόμος».
Αλλά οι τρεις “πυλώνες” της κινηματογραφικότητας ειναι ο οπερατέρ Δημήτρης Χριστοδούλου, ο μοντέρ Άρης Τριανταφύλλου και ο επικός μουσικός Τάσος Κατσάρης. Είμαστε τυχεροί που δουλέψανε μαζί μας.
Ταξίδεψες σε όλη την Ελλάδα για αυτή τη σειρά. Κάτι που ίσως δεν θα έκανες ποτέ αν δεν σου έδινε αφορμή αυτή η εκπομπή. Πώς ένιωσες λοιπόν, «οργώνοντας» τη χώρα σου; ΚΕ: Την ιστορία την συντηρεί το πάθος των ανθρώπων. Κι εδώ θα πω μια μικρή ιστορία που συνέβη στην Μυτιλήνη. Είναι Κυριακή μεσημέρι και το πλοίο μας φεύγει σε δύο ώρες για Χίο. Το συνεργείο είναι έτοιμο για αναχώρηση, αλλά τελευταία στιγμή ανακαλύπτουμε τη μικρή Δημόσια Βιβλιοθήκη Λέσβου. Η επιμελήτρια κ. Μαρία Γρηγορά εγκαταλείπει το κυριακάτικο γεύμα με τους φίλους της και τρέχει να μας ανοίξει τη βιβλιοθήκη. Πολύ βιαστικά βγάζει τα πολύτιμα τεκμήρια της ιστορίας των Νησιών του ΒΑ Αιγαίου και μας μιλά για τη συνεισφορά των Ελλήνων αστών διανοούμενων του νησιού τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Η ώρα αναχώρησής μας πλησιάζει, αλλά εκείνη θέλει να μας δείξει το πιο πολύτιμο τεκμήριο. Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Λαϊκός Αγών» της 13/11/1912 με τον τίτλο “ΖΗΤΩ Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΑ”. Φωτογραφίσαμε τη φθαρμένη εφημερίδα ενώ το σφύριγμα του πλοίου ειδοποιούσε για την αναχώρηση. Την κυρία Γρηγορά δεν μπορώ να την ξεχάσω. Όπως και πολλούς ακόμα.
Μέσα από αυτό τι έμαθες για την Ελλάδα που ίσως δεν ήξερες; ΚΕ: Η Ελλάδα δεν ησυχάζει ποτέ. Ούτε σαν τοπίο ούτε σαν Ιστορία. Επί μήνες ένοιωθα σαν να βρίσκομαι μέσα στο «Game of Thrones». Πολύ αίμα, πολλή βία αν κοιτάξεις πίσω σου. Είμαστε πολύ τυχεροί που ζήσαμε όλη μας τη ζωή σε μια ειρηνική Ελλάδα. Και είναι ηλίθιο να αυτοκαταστρεφόμαστε.
Λένα, διδάσκοντας τα σύνορα της Ελλάδας είδες ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους φοιτητές σου; Και αν ναι, ήταν κι αυτό ένα στοιχείο που βοήθησε στην ιδέα μιας εκπομπής-ντοκιμαντέρ; ΛΔ: Το ενδιαφέρον για την ιστορία δεν υπάρχει ποτέ εξ αρχής. Έρχονται συνήθως από σχολεία όπου διδάσκονται άθλια την ιστορία, την αντιμετωπίζουν σαν το πικρό χάπι που πρέπει να καταπιούν για να περάσουν στο Πανεπιστήμιο. Δικό μου ήταν και είναι το καθήκον να την κάνω γοητευτική. Αν κρίνω από τον αριθμό των παιδιών που παρακολουθούν το μάθημα, είμαι σε καλό δρόμο. Τώρα που τους ανακοίνωσα ότι θα μπορούν να δουν το μάθημα και σε ταινία ενθουσιάστηκαν φυσικά. Μιλάμε για τη γενιά της εικόνας…
Πιστεύεις πώς ο κόσμος, το πλατύ, λεγόμενο, κοινό, ακόμη σήμερα, την εποχή του internet και της τεχνολογίας, ενδιαφέρεται για την ιστορία μας; ΛΔ: Αν την αφηγηθείς σωστά, αν τους δώσεις να καταλάβουν ότι κοινωνία χωρίς γνώση του παρελθόντος της είναι σαν τον άνθρωπο που πάσχει από Αλτσχάϊμερ, όλοι ενδιαφέρονται.
Πριν λίγες μέρες έτυχε να δω το γλυπτό του Ζογγολόπουλου για τις γυναίκες του Ζαλόγγου. Αδυνατώ ακόμη να πιστέψω ότι δεκάδες από αυτές έπεσαν στο γκρεμό με τα παιδιά τους. Εσύ που έχεις ψάξει την Ελλάδα και την ιστορία της τόσο πολύ, πώς θα χαρακτήριζες τελικά αυτή τη χώρα που από τη μια δείχνει απίστευτη τόλμη, γενναιότητα και θάρρος και από την άλλη είναι γεμάτη προδοσίες, εμφύλιους και αυτοκαταστροφή;
ΛΔ: Τρελή και αδέσποτη παρόλη την αγάπη που της έχουμε!