Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου (The Two Faces of January) ***1/2**
Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Hossein Amini
Πρωταγωνιστούν: Oscar Isaac, Vigo Mortensen, Kirsten Dunst
Διάρκεια: 96’
Διανομή: Σπέντζος
Στις αρχές της δεκαετίας του 60, ο απατεώνας Chester επισκέπτεται με τη σύζυγό του Colette την Αθήνα και γνωρίζονται με το νεαρό ξεναγό Rydal. Ύστερα από ένα γλέντι στην κοσμική νυχτερινή πόλη, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ θα επισκεφτεί τον Chester, απειλώντας τον πως αν δεν πληρώσει τα χρέη του θα τον εκτελέσει. Αμυνόμενος ο Chester θα τον σκοτώσει από λάθος και, μαζί με τη γυναίκα του και τον νεαρό Rydal θα ξεκινήσουν ένα κρυφτό με τον νόμο, ενώ ο κλοιός θα αρχίσει να σφίγγει περισσότερο και τα λάθη θα αρχίσουν να συμβαίνουν το ένα πάνω στο άλλο. Απίστευτο film noir με ατμόσφαιρα, ερμηνείες και σκηνογραφία να δίνουν μια νέα πνοή σε ένα μη ευκόλως αναστήσιμο είδος.
Τα σύγχρονα film noir δεν είναι όπως τα αυθεντικά. Δε θέλω να φανώ παρελθοντολάγνος, μα οι τεχνικές ελλείψεις του κινηματογράφου της εποχής (σε συνδυασμό με την κοινωνική θεώρηση του εξπρεσιονισμού) ίδρυσαν μια νέα ποιητική, αγνή και μακάβρια. Λογικό είναι η πρόοδος και οι σημερινές διευκολύνσεις του μέσου να μην μπορούν να βγάλουν κάτι εξίσου ανόθευτα σκοτεινό με τις δημιουργίες σκηνοθετών όπως ο Samuel Fuller, τις γκανγκστερικές ταινίες του Howard Hawks ή ακόμα και λιγότερο γνωστών σκηνοθετών όπως ο Edgar G. Ulmer και η Ida Lupino. Κάτι και η ποτoαπαγόρευση σε συνδυασμό με την Great Depression και τη μετανάστευση πολλών εξπρεσιονιστών στην Αμερική, το film noir μπορούσε να ευδοκιμήσει ευκολότερα.
Το όνομα του Hossein Amiri το ξέρουμε από τα σενάρια που έγραψε για πρόσφατες ταινίες με κυριότερη το Drive, μα σκηνοθετικά δεν έχει προσφέρει κάτι στο παρελθόν. Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου, βασισμένα στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Patricia Highsmith είναι το ντεμπούτο του, στο οποίο φιλοδοξεί με τόλμη να αφηγηθεί μια ιστορία με αισθητική αυτών των παλιών ταινιών που πρωταγωνιστής ήταν το σασπένς, ζωντανεύοντας ταυτόχρονα την Ελλάδα του ’60.
Μπορεί να ακουστεί αφοριστικό, μα εγώ το αναφέρω ως ουδέτερη παρατήρηση: σε καμία εγχώρια ταινία δεν έχω ξαναδεί μια τόσο ακριβής και καθόλου κιτς παρουσίαση της Ελλάδας του κάποτε όσο σε αυτήν. Τα σκηνικά, μελετημένα ρεαλιστικά, φαίνονται τόσο αληθινά που μοιάζουν σχεδόν βγαλμένα από ένα ακριβές ντοκιμαντέρ. Τα στενά της Πλάκας, το Θησείο, η Κνωσσός, τονίζονται με μια ιδιαίτερη πιστότητα και ομορφιά, προϊόν αφενός μελέτης και αφετέρου φανταστικής οξύτητας. Σπάνιο πράγμα για πρωτόλειο, πόσο μάλλον ενός σκηνοθέτη που μάλλον δεν την έχει ζήσει καθόλου.
Ως σκηνοθέτης, τώρα, ο Amiri μπορεί να κομπάζει για τη φοβερή του φωτογραφία και απεικόνιση, για τους χώρους που αναπνέουν και ζεσταίνονται από το μεσογειακό ήλιο. Για την εύστοχη ταύτιση τοπίου και διάθεσης των χαρακτήρων του, τον κλειστοφοβικό αέρα, το πυκνό σκοτάδι και την έμφαση στις αγωνιώδεις στιγμές που βασίζονται στη λεπτομερή και διακριτική ματιά του. Δημιουργεί ένα σύνολο παλαιακό χωρίς να μαστίζεται από υπέρμετρη παρελθοντολαγνία.
Κάποια στιγμή, όμως, το παλαιακό του στυλ κουράζει τους λιγότερο μυημένους, καθώς οι εκρήξεις δράσης είναι ελάχιστες και στηρίζεται περισσότερο στην ψυχολογική κατάσταση, στη μετάβαση από τη μια διάθεση στην άλλη. Η συγκεκριμένη φόρμα μπορεί να μην απευθύνεται στο εμπορικό ακροατήριο, ούτε και το φυσικό παίξιμο της πρωταγωνιστικής τριάδας που στερείται την υπερβολή για να ακολουθήσει μια εσωστρεφή οδό με ελάχιστες εμφανείς κορυφώσεις. Ο συγκρατημένος ρυθμός είναι χαρακτηριστικός.
Οι φανς των ιστορικών και μη noir και θρίλερ, μην τη χάσετε, οι υπόλοιποι προετοιμαστείτε για κάτι που ναι μεν είναι χρονικά σύγχρονο, αλλά πλην κάποιων επεμβάσεων (είπαμε, δε ζει στα μέσα του προηγούμενου αιώνα ο σκηνοθέτης) δεν μυρίζει «καινούριο».
Ο Καθρέφτης Της Κολάσεως (Oculus) *****
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Mike Flanagan
Πρωταγωνιστούν: Karen Gillan, Brenton Thwaites, Katee Sackhoff
Διάρκεια: 104’
Διανομή: Odeon
Τα αδέρφια Russell ξαναβρίσκονται μετά από έντεκα χρόνια, αποφασισμένα να λύσουν το μυστήριο της σφαγής των γονέων τους, γεγόνος που τους χώρισε για μια δεκαετία. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, αιτία για τα μακάβρια εκείνα γεγονότα είναι ένας καθρέφτης-αντίκα που μάλλον κατοικείται από πνεύματα. Τι θα γίνει, όμως, όταν η πραγματικότητα αρχίζει να μπερδεύεται με αιματηρά οράματα; Ένα αξιοπρεπές μεταφυσικό θρίλερ, καθόλου παραφορτωμένο και κατάλληλα σκηνοθετημένο, που αφήνει τα στερεότυπα να το καθοδηγήσουν με σωστά αποτελέσματα.
Αυτό που κάνει σωστά ο Καθρέφτης Της Κολάσεως, εν αντιθέσει με την τελευταία φουρνιά θρίλερ, είναι να μην προσπαθεί να καινοτομήσει πουθενά. Ο κορεσμός του ιδιώματος δεν περνά απαρατήρητος, οπότε το να προσπαθεί ένας σκηνοθέτης να φτιάξει κάτι το διαφορετικό είναι μια κίνηση αφελής. Τα ‘χουμε δει όλα πλέον, δε χρειάζεται να ξανανακαλύψουμε το τρενάκι του τρόμου. Χωρίς να έχει ψευδαισθήσεις μεγαλείου, λοιπόν, ο Mike Flanagan γράφει και σκηνοθετεί με απλότητα, ταπεινοφροσύνη και σιγουριά. Μα, αντί να προσπαθεί να καλύψει την απλότητά του με πλαστικοποιημένη και γελοία τεχνική, αφοσιώνεται στο να αφήσει τη σιωπή να κάνει το κομμάτι της· όχι άλλα παράφωνα βιολιά να προοιωνίζουν την επερχόμενη αναπήδηση του θεατή από το κάθισμά του και όχι περιττή προσπάθεια ρεαλισμού. Αντιθέτως, η μουσική χρησιμοποιείται όπου κρίνεται απαραίτητη (αυτό λέγεται αλλιώς και επίγνωση) και οι χαρακτήρες παραμένουν αποκυήματα μιας νοσηρής φαντασίας.
Στα κύρια συστατικά, πλην της σιωπής και της διαρκούς αίσθησης απειλής, συγκαταλέγεται το πηχτό σκοτάδι, η φρικαλέα παρουσίαση του απόκοσμου στοιχείου και η μετρημένη, χωρίς να παρατραβιέται, σύγχυση αλήθειας και οράματος. Ούτε επιδεικτικές εξυπνάδες ούτε προσπάθειες να ταιριάξει τα αταίριαστα για να φανεί ταλαντούχος. Μάλιστα φαίνεται να πιστεύει όχι στην αμερικάνικη ή την ιαπωνική σχολή τρόμου, μα στους Ιταλούς γραφιάδες και στην απόκοσμη δυσωδία τους.
Η οπτική του δείχνει να έχει περισσότερα κοινά με τον Fulci και το The Beyond παρά με τον Wes Craven ή τον Hideo Nakata, χωρίς φυσικά να έχει και ανάλογο κύρος ή να προσπαθεί να φτάσει σε τέτοια επίπεδα. Οι πρωταγωνιστές του από την άλλη, μπορεί να είναι άγνωστοι, μα έχουν τα κατάλληλα προσόντα και την αυτοπεποίθηση που τους καθιστά κατάλληλους να φέρουν σε πέρας την υποχρέωσή τους προς την mise en scene. Μπορεί δηλαδή να οδηγείται κάπου προβλέψιμα (είμαστε ξερόλες στον κινηματογραφικό τρόμο πλέον), μα μέχρι να φτάσουμε εκεί θα τρανταχτούμε. Αυτό είναι και το ζητούμενο.
Ας ελπίσουμε ότι δε θα αρχίσει ο εκφυλισμός μιας απλής και γι’ αυτό το λόγο αξιόλογης ταινίας με περιττές συνέχειες. Μπορεί κατά κόρον να ταιριάζει καλύτερα για «οικιακή χρήση», μα αυτό δεν αναιρεί ότι πρόκειται για μια καλή επιλογή στιγμιαίου τρόμου. Και ίσως μια διήμερης αποφυγής επαφής με τους καθρέφτες που κοσμούν τους τοίχους του σπιτιού.