Σαμποτάζ (Sabotage) *1/2****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: David Ayer
Πρωταγωνιστούν: Arnold Schwarzenegger, Sam Worthington, Mireille Enos
Διάρκεια: 109’
Διανομή: Feelgood
Μια υπόθεση εξαφάνισης δέκα εκατομμυρίων δολαρίων στο οποίο αναμειγνύεται το μεξικάνικο καρτέλ ναρκωτικών, έχει ως βασικό της ύποπτο την ομάδα δίωξης του πολλά βαρύ Breacher. Μετά από λίγο καιρό και ενώ τα μέλη της ομάδας εξακολουθούν να θεωρούνται ύποπτα, ένας-ένας αρχίζουν και πεθαίνουν με φρικτό τρόπο. Τι συνέβη αλήθεια σε εκείνη την επιχείρηση κατά του καρτέλ; Φιλμ που δεν εκμεταλλεύεται κατάλληλα την παρουσία του Άρνι, κουράζεται από την προσπάθεια να φανεί σοβαρό και καταλήγει ένα φιλμ δράσης χωρίς αιχμή.
Δε σκοπεύω να πολυλογίσω. Ο Arnold Schwarzenegger ήταν, είναι και θα είναι ο λόγος που το cheesy σινεμά δράσης στα 80s εξακολουθεί να είναι η απόλυτη απενοχοποιημένη cheesy απόλαυση και αποτελεί, ίσως, την εικονικότερη φιγούρα του συγκεκριμένου κινηματογράφου, χωρίς καν να θεωρείται ηθοποιός. Βλέπεις το όνομά του; Ξέρεις πως θα χορτάσεις ατάκα και καλογυρισμένη βία. Ακριβώς αυτά που δεν έχει το Σαμποτάζ δηλαδή.
Αυτή η τάση αποκαθήλωσης της διασκέδασης της νέας γενιάς και αντικατάστασης των πάντων με μια ψεύτικη ωριμότητα κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει. Είδαμε τα Dark Knight, το Watchmen και τις υπόλοιπες προσπάθειες ενηλικίωσης του θεωρούμενου κινηματογράφου για ανώριμους, κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε πως δεν είναι ο σκοπός τους να φαίνονται σώνει και ντε σοβαρά τέτοια έργα. Έχουμε μια εικονική μορφή του κινηματογράφου δράσης ως στωικό και βασανισμένο εκδικητή που (όσο και να μας ψαρώνει στο τέλος) δεν του πάει καθόλου και δεν εκπληρώνει καμία προσδοκία που θα ‘χε κανείς απ’ αυτόν. Αμίλητος και περισσότερο «περιφερειακός», μοιάζει εξίσου παράλογο με το να ζητά ένας σκηνοθέτης από τον αείμνηστο Απόστολο Σουγκλάκο να αφήσει πίσω τον χαρακτήρα των καθαρμάτων και να παίξει έναν αγγελοπουλικό χαρακτήρα.
Πλην αυτού και η υπόλοιπη ταινία δεν πάει πίσω σε πλήξη. Όλη η δράση (είπαμε-εκτός του ιστγουντικού φινάλε) είναι κοινότυπη και άχρωμη, με σαφή προτίμηση στα βιντεοπαιχνίδια παρά στην παράδοση των action heroes. Κοφτή, σπιντάτη, περισσότερες ανταλλεγές πυρών παρά επιδείξεις σωματικής πυγμής (τι τα θες ρε άνθρωπε τόσα ντερέκια αν είναι να βασίζονται στα όπλα τους), άρα ρουτινιάρικη και άνευρη. Και πλην της σεξουαλικά αντισεξουαλικής Mireille Enos, όλοι οι υπόλοιποι δεύτεροι χαρακτήρες είναι απίστευτα διεκπεραιωτικοί, χωρίς λόγο ύπαρξης –παρά τις προσπάθειες να φανεί ρεαλιστική ως ταινία, οι όποιες σπόντες που πλησιάζουν στο να θεωρηθούν της τάξης των κλασσικών ταινιών του ιδιώματος παραμένουν ηλιθιωδώς βλάχικες και δήθεν. Στο Predator χαιρόσουν να βλέπεις τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, εδώ αρκείσαι με έναν Schwarzenegger έξω απ’ τα νερά του και μια τοξικομανή πολεμίστρια που δε θα ‘πρεπε να είναι το κεντρικό σημείο του ενδιαφέροντος.
Αν περιμένετε κάτι αντίστοιχο με το Last Stand θα απογοητευθείτε σφόδρα και θα γίνετε έξαλλοι με τα φύκια και τις μεταξωτές κορδέλες. Αν πάλι ανήκετε σε αυτούς που μίζερα αποκηρύττουν ό, τι δεν απευθύνεται σε ένα ενήλικο πνεύμα, αυτή η ταινία είναι για εσάς. Ακούστε καλύτερα Beastie Boys αν θέλετε ένα σαμποτάζ που θα σας προκαλέσει έκρηξη αδρεναλίνης.
Το Λάθος Αστέρι (The Fault In Our Stars) *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Josh Boone
Πρωταγωνιστούν: Shailene Woodley, Ansel Elgort, Willem Dafoe
Διάρκεια: 126’
Διανομή: Odeon
Δύο έφηβοι πάσχοντες από την επάρατη νόσο γνωρίζονται σε μία ομάδα υποστήριξης. Η Hazel πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα, ενώ ο Gus στη δική του μάχη έχασε το πόδι του. Γνωρίζοντας ότι το μέλλον τους ενδέχεται να μην είναι τόσο μακρύ όσο πιστεύουν τα παιδιά της ηλικίας τους, δίνουν μια ευκαιρία στο δέσιμό τους. Για πρώτη φορά θα δοκιμάσουν εμπειρίες τις οποίες δεν ονειρεύτηκαν ποτέ και θα πραγματοποιήσουν ένα σημαντικό ταξίδι στο Άμστερνταμ. Μια φτηνή και ανόητη επιχείρηση συγκίνησης του κοινού, με τα πιο γελοία τρικ του εγχειριδίου δραματικής ρομαντζάδας να αποτελούν τη βάση του.
Δεν είμαι κατά του να παρουσιάζονται μερικά σοβαρά θέματα στον κινηματογράφο με μια άλλη, φωτεινή εκδοχή. Δεν είμαστε δα και τόσο δυσκοίλιοι ώστε να απαιτούμε μια διαρκή μιζέρια όταν θέλουμε να δούμε κάτι βαρύ θεματολογικά. Μα είμαι κατά της εκμετάλλευσης μιας κατάστασης για να βγουν χρήματα από αυτή και να πλασαριστούν στο κοινό ως «μια άλλη εκδοχή», τονώνοντας έναν απροβλημάτιστο και εθελοτυφλούντα εγωισμό.
Βγάλε από Το Λάθος Αστέρι την αρρώστια των πρωταγωνιστών του. Τι απομένει; Ένα ρομάντζο γεμάτο με άσεμνα υπερβολικές ατάκες, προβλέψιμη έκβαση, μονόπλευρους χαρακτήρες και φαιδρούς συμβολισμούς που δε διαφέρουν από κανένα στερεοτυπικό ρομάντζο που πιστεύει πως το ημερολόγιο γράφει «αρχές του προηγούμενου αιώνα». Αν δεν ήταν ο καρκίνος το πρόβλημα και ήταν η ταξική διαφορά, θα ήταν το Notebook. Κοινώς, το σύμπλεγμα «αγόρι ερωτεύεται κορίτσι μα δεν μπορούν να ‘ναι μαζί για τον Χ λόγο», βρίσκει ευκαιρία να τρυπώσει και εδώ.
Αν και περιστασιακά απολαμβάνω και δακρύζω με ένα μελόδραμα, αυτό γίνεται όταν ο σκηνοθέτης έχει την τσίπα να με μαλακώσει με μια όμορφα γραμμένη ιστορία και στην κατάλληλη στιγμή να μου πει «κλάψε, το ξέρεις πως το θες». Σε περιπτώσεις όπως αυτές που προστυχολογεί πάνω σε σοβαρά προβλήματα και προσπαθεί να μου περαστεί ως ευαίσθητος και προβληματισμένος, ενώ επί της ουσίας το κάνει για τη δόξα και όχι για την Τέχνη (ή έστω για το χρήμα, μα με κομψό τρόπο), δε με μαλακώνει, μα με σκουντάει όλη την ώρα ενοχλητικά. Οπότε αντίο συγκίνηση, ο εκνευρισμός μόλις μου έκανε σεφτέ.
Ως πρωταγωνιστές έχουμε ένα ζευγάρι εφήβων που τυγχάνει να είναι καρκινοπαθείς –επειδή προφανώς δεν υπήρξε το απαραίτητο ταλέντο για να έρθει από αλλού το δάκρυ-, γραμμένους με αφέλεια (όχι εφηβική μα ενήλικη), να ζουν σε ένα φωτεινό (μικροαστικό) περιβάλλον, να μην χτυπιούνται από μια κοινωνία που τους προσφέρει επιπλέον προβλήματα και να δέχονται μόνο αγάπη από το εγγύς περιβάλλον τους. Και όταν τα πράγματα σκληραίνουν και παίρνουν την κατιούσα, αυτό δεν σπρώχνει την ταινία να μιλήσει για βασικότερα θέματα, μα να δώσει τη μικροαστική ψευδαίσθηση του θετικού, κοίτα να χαμογελάς και όλα θα σου πάνε καλά ως το τέλος. Μπράβο, από τη μια να φέρεστε με ρεπουμπλικάνικο ρατσισμό στους πάσχοντες, δήθεν προοδευτικά και νομίζοντας πως έτσι αισθάνονται καλύτερα, και από την άλλη να τους βάζετε να λένε και αερολογίες σε ένα γελοιωδώς γλυκούλι περιβάλλον βουτηγμένο στα σιρόπια για να ενισχύσετε το παραπάνω επιχείρημα.
Θέλετε μια ταινία που να μιλά για την εμπειρία του καρκίνου; Δείτε τα Ραγισμένα Όνειρα που έχουν και ωραιότερη φόρμα μα και σαφέστερο υπαρξιακό προβληματισμό. Αυτήν αποφύγετέ την, θα σας προσβάλλει όσο λίγες άλλες ταινίες, όχι μόνο με το τέλειο για παρωδία περιεχόμενό της, μα και με την αλλοπρόσαλλη σκέψη του πως, ενώ βρωμάει εμπορικό κινηματογράφο, πιστεύει πως είναι κάτι το εναλλακτικό.
Στην επόμενη σελίδα: Η Δική Μας Νύχτα, Το Πέρασμα Του Μίλλερ, Mαζί Με Το Ζόρι