Categories: ΣΙΝΕΜΑΠΟΛΗ

Η Αλκυονίδα και το Στούντιο, δύο σημεία αναφοράς για την κινηματογραφική Αθήνα, ξανά σε λειτουργία.

Όταν ήταν ανοιχτά η Αλκυονίδα και το Στούντιο, εγώ ήμουν ακόμη αγέννητη. Αρχές του ’90 που γεννήθηκα, η Αλκυονίδα έκλεισε, το Στούντιο ακολούθησε λίγα χρόνια μετά. Οπότε αρχικά, όπως μάλλον είναι λογικό, δεν με άγγιζαν πολύ οι συζητήσεις περί ιστορικών μύθων που αναβιώνουν. Διάβασα, έψαξα, και μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά της πρώτης επίσκεψής μου στην Αλκυονίδα, κατάλαβα γιατί αυτός ο χώρος θεωρείται μύθος. 

Είναι λίγη ώρα πριν την απογευματινή προβολή -αυτές τις μέρες εκτυλίσσεται ένα αφιέρωμα στο σοβιετικό σκηνοθέτη Γκρίγκορι Κόζιντσεφ.  Από τα ηχεία στον χώρο ακούγεται Πάκο ντε Λουθία και μία κυρία γύρω στα 50 κάθεται δίπλα μου στο μπαρ, είναι μόνη της, και ψάχνει μανιωδώς στην τσάντα της έναν αναπτήρα. Μόλις τον βρίσκει, μου χαμογελάει θριαμβευτικά.«Πρώτη φορά έρχεσαι εδώ;», με ρωτάει. «Δεν σε έχω ξαναδεί». Καθώς γνέφω καταφατικά, συνεχίζει. «Εγώ μένω στην περιοχή εδώ και 40 χρόνια. Ερχόμουν όταν ήμουν στην ηλικία σου, έρχομαι και τώρα. Και είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα». Χαμογελάει ξανά, σκεπτική μου λέει: «Να έρχεσαι κι εσύ. Να μάθεις εδώ τον κινηματογράφο. Κι εγώ εδώ τον έμαθα». Και βγαίνει έξω να κάνει το τσιγάρο της, και πιάνει κουβέντα με τον κύριο Κοσσυβάκη, που κόβει εισιτήρια στην είσοδο. Μόλις η προβολή ξεκινάει, η κυρία μπαίνει μαζί με τους υπόλοιπους στην αίθουσα , ο χώρος ησυχάζει και ο κύριος Κοσσυβάκης βρίσκει χρόνο να μου μιλήσει για την προσπάθειά του.

Βελισσάριος Κοσσυβάκης

Ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης είναι ιδιοκτήτης της εταιρείας διανομής New Star Art Cinema και είναι ο άνθρωπος που ανέλαβε να ξανανοίξει την Αλκυονίδα και το Στούντιο. Το πρώτο που αναρωτιέμαι είναι πώς πήρε αυτήν την απόφαση. «Το άνοιγμα της Αλκυονίδας και του Στούντιο συνδέεται με την ύπαρξη της New Star, μιας εταιρείας που υπερασπίζεται τον εναλλακτικό κινηματογράφο, αυτόν που ονομάζουμε “κινηματογράφο του δημιουργού”. Με το άνοιγμα των δύο κινηματογραφων, σκοπεύουμε να υπερασπιστούμε το έργο των δημιουργών – ό,τι ήδη κάναμε δηλαδή. Απλώς τώρα, μόλις μάθαμε ότι πωλούνται οι κινηματογράφοι, βρήκαμε μια ευκαιρία και δεν την αφήσαμε να φύγει. Έτσι, βρηκαμε την έδρα μας, ως γραφείο διανομής. Πιστεύουμε εδώ μπορούμε να βρούμε αυτό που είναι ο στόχος μας: αυτή τη συνισταμένη, κοινή  σχέση ανάμεσα στους σινεφίλ, το δημιουργό μάλλον και την ταινία του. Θέλουμε να υπηρετήσουμε τη συνθήκη η καλύτερη δυνατή ταινία στον καλύτερο δυνατό κινηματογράφο». Αφίσες και DVD της New Star βρίσκονται σε βιτρίνες στο χώρο και καταλαβαίνει κανείς διαβάζοντας δυο-τρεις τίτλους (ακόμα και να μην ξέρει την ιστορία και την αισθητική της), τι εννοεί ο κύριος Κοσσυβάκης όταν μιλάει για σινεμά του δημιουργού. Εντοπίζω αφιερώματα όπως «50 χρόνια Κουβανέζικη Επανάσταση», πολύ σοβιετικό κινηματογράφο, λίγο Γκοντάρ εκεί, λίγο Αντονιόνι πιο κάτω, μια γεύση από Οφύλς δίπλα. Στην ίδια λογική θα κινηθεί και το πρόγραμμα των δύο αναβιωμένων αιθουσών. Βλέποντας την έμφαση στα κλασικά τςη εμγάλης οθόνης, ρωτάω  αν τα δύο σινεμά θα λειτουργήσουν ως ταινιοθήκες, με αφιερώματα σε παλιότερους κινηματογραφιστές, παίζοντας παλιές -και φθηνότερες- παραγωγές. 

«Όχι, όχι, σε καμία περίπτωση. Η ταινιοθήκη είναι ένας όρος που παραπέμπει στο αρχείο, στο παρελθόν. Αυτό που γίνεται εδώ είναι ένα μεικτό πρόγραμμα. Από τη μία περιλαμβάνει τα κλασικά αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου -γιατί χωρίς γερά θεμέλια δεν μπορείς να πας πουθενά. Από την άλλη, θα λειτουργήσουμε με ό,τι πιο δημιουργικό υπάρχει ανά τον κόσμο, με τους πιο πρωτοπόρους νέους =σκηνοθέτες… Θα χρησιμοποιήσουμε το παρελθόν για να κάνουμε μία σύνδεση με το μέλλον. Κι έχουμε πολλά σχέδια. Θεματικά φεστιβάλ, εθνικές κινηματογραφίες, αφιερώματα σε πρόσωπα, στο ντοκιμαντέρ, αφιερώματα σε μικρομηκάδες, αλλα και σε νέα ρευματα. Θα συστήσουμε νέους δημιουργους που έχουν παρουσιαστεί από το πουθενά. Αλλά θα δώσουμε έμφαση στον έλληνα δημιουργό. Εδώ θα βρει στέγη ο έλληνας δημιουργός». 

Οι δύο αυτοί κινηματογράφοι άνοιξαν και λειτούργησαν κατά την περίοδο της δικτατορίας, και λίγο μετά. Ήταν γνωστοί ως μέρη που συγκέντρωναν ένα κοινό αντικαθεστωτικό. Έγιναν χώροι αντίστασης, χώροι διαμαρτυρίας. Ήταν κινηματογράφοι που υποστήριζαν ένα διαφορετικό σινεμά -κινηματογράφοι d’ art et d’ essai, όπως καλούν οι Γάλλοι τους κινηματογράφους που θέτουν ορισμένα ποιοτικά κριτήρια στις ταινίες που προβάλλουν. Η σύγκριση της δικτατορίας με το σήμερα είναι άστοχη, το γνωρίζουμε όλοι, όμως θέλω να μάθω τι ρόλο ευελπιστεί ο κύριος Κοσσυβάκης, να έχουν τώρα οι κινηματογράφοι. «Εκείνα τα χρόνια, στην Ελλάδα έγινε μία πολιτική και πολιτιστική έκρηξη, και έβρισκαν εδώ την καλλιτεχνική τους έκφραση τα πολιτικά δρώμενα της εποχής. Είμαστε τώρα περίπου σε μια ανάλογη μαύρη εποχή, χωρίς να θέλω να κάνω ευθείες συγκρίσεις, και ο πολιτισμός είναι στον πάτο. Ειναι μηδέν όλα, δεν υπάρχει ουτε χρηματοδότηση, ούτε δυνατότητα να βρεθούν διέξοδοι, κι εμεις πρέπει να ανακαλύψουμε -και θα τις ανακαλύψουμε, είμαστε αποφασισμένοι- τις ταινίες αυτές που εκφράζουν το σήμερα».

 

Ψάχνοντας να καταλάβω τι σήμαιναν για τους ανθρώπους της εποχής τους, μιλάω με τον Γιάννη Ζουμπουλάκη, κριτικό κινηματογράφου στο Βήμα της Κυριακής. Θυμάται τον εαυτό του φοιτητή να επισκέπτεται την Αλκυονίδα, προς το τέλος όμως των μεγάλων στιγμών της, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 -η Αλκυονίδα έκανε θραύση το ’70. Η ιστορία που θυμάται, είναι μια ιστορία παρακμής του μεγάλου κινηματογράφου. «Είχα πάει να δω το Μπάρι Λίντον του Κιούμπρικ. Ήταν μια ταινία 4ωρη, είχα πάει μόνος να τη δω, και μέσα στην αίθουσα υπήρχαν άλλα δύο άτομα. Η ταινία αυτή τότε ήταν εξαιρετικά δυσεύρετη -κι ενώ εγώ ήμουν ενθουσιασμένος, εκεί γύρω στα 20 μου, που την έβλεπα. Αλλά την ίδια στιγμή καταλάβαινα πως ένας μύθος όδευε προς το τέλος του. Αφού αυτή η τεράστια ταινία, που δεν μπορούσες να τη βρεις πουθενά, παιζόταν σε μια άδεια αίθουσα, δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόδειξη πως μια εποχή σιγά σιγά τελείωνε. Τώρα βέβαια είναι εξαιρετικά χαρμόσυνο πως ξανανοίγει, με την ελπίδα να διατηρήσει ένα αντίστοιχο κλίμα…».

Ο κύριος Κοσσυβάκης με πηγαίνει να δω και το Στούντιο, είναι ακόμα υπό κατασκευή (σήμερα λειτουργεί κανονικά). Σ’ ένα δρομάκι δύο στενά πίσω από την πλατεία Αμερικής, απ’ έξω δεν τραβάει το μάτι -μία μικρή βιτρίνα, ακόμα σκοτεινή και σκονισμένη, χωρίς ακόμα επιγραφή. Ο Νίκος Κατσαρός, ο φωτογράφος που με συνοδεύει, θυμάται το χώρο να χρησιμοποιείται ως εκκλησία κάποιας αιρέσεως, από το 2005 που σταμάτησε να λειτουργεί. Ο πρώτος χώρος με την είσοδο είναι το μπαρ, που μυρίζει ακόμα μπογιά. Μόλις μπαίνω στην αίθουσα προβολής, σοκάρομαι. Είναι σίγουρα η μεγαλύτερη κινηματογραφική αίθουσα που έχω πάει ποτέ (τι να σου κάνουν οι V-Max!) -ο Κοσσυβάκης με ενημερώνει ότι χωράει 600 άτομα. Και σίγουρα, είναι κρίμα ένας τέτοιος χώρος να μείνει μόνο στις προβολές ταινιών. Άλλωστε, είναι ήδη σχεδιασμένο: οι δύο κινηματογράφοι με το άνοιγμά τους, δεν σκοπεύουν να μείνουν αποκλειστικά και μόνο στον τομέα του σινεμά. Ο κινηματογράφος, πρεσβεύει ο κύριος Κοσσυβάκης, περιέχει όλες τις τέχνες μέσα του και γι’ αυτό στις δύο αίθουσες θα συνυπάρξουν κι άλλες μορφές τέχνης: η μουσική, το θέατρο, τα δρώμενα, εικαστικές εκθέσεις, παρουσιάσεις βιβλιων…

Σε μία άλλη μου επίσκεψη, πρωινή, στην Αλκυονίδα, έπιασα τυχαία συζήτηση με έναν κύριο. Με ρώτησε αν τον γνωρίζω και του απάντησα ειλικρινά πως όχι. Μου είπε, «είσαι μικρή άρα σίγουρα ξέρεις τη φωνή μου, έχεις μεγαλώσει μαζί της». Στο βλέμμα απορίας μου απάντησε: «Χακούνα Ματάτα, τι υπέροχη φράση!». Ο Ζανό Ντανιάς είναι η φωνή του Τιμόν στο Βασιλιά των Λιονταριών, του γλάρου Ιωνάθαν στη Μικρή Γοργόνα. Τώρα, είναι από τους ανθρώπους που βρίσκονται στην Αλκυονίδα για τη μη κινηματογραφική της πλευρά -ανεβάζει μία θεατρική παιδική παράσταση στο χώρο, με όνομα Η Ομπρέλα των Θαυμάτων. Θυμάται την περίοδο που ήταν σπουδαστής στη Δραματική Σχολή Θεοδοσιάδη, πέντε λεπτα μακριά, κατά τη δικτατορία, και οι δύο κινηματογράφοι ήταν «ευλογία, για μας που ψάχναμε ένα διαφορετικό κινηματογράφο. Σε μια εποχή που απλά δεν μπορούσες να βρεις ταινίες, υπήρχαν δύο κινηματογράφοι που έπαιζαν Παζολίνι, αδελφούς Ταβιάνι… ήταν… miracolo!». Όταν τον ρώτησα την άποψή του για το εκ νέου άνοιγμα των κινηματογράφων, γέλασε. «Εντάξει, ο Βελισσάριος είναι απλά τρελός. Αγαπάει τόσο τη δουλειά του και τον κινηματογράφο… σαν να έχει κάρμα αυτός ο άνθρωπος. Έχει βγάλει τόσα αριστουργήματα με τη New Star και τώρα συνεχίζει. Είναι ένας τρελός της εποχής μας, που όμως τον χρειάζεται τόσο…».

Kι εγώ κάτι αντίστοιχο πιστεύω. Είναι ριψοκίνδυνη, είναι γενναία, είναι όμως κι απαραίτητη. Η Αθήνα δε χρειάζεται ένα ακόμα multiplex που θα παίζει μόνο Hollywood. Η εποχή μας χρειάζεται χώρους που να σέβονται την τέχνη, που να διδάξουν και στη δική μου γενιά, τι σημαίνει αληθινός, ανθρωποκεντρικός κινηματογράφος. «Η εποχή χρειάζεται ένα τέτοιο χώρο, περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Ο κόσμος διψάει για πολιτισμό, κι εμείς τον βοηθάμε, και με την οικονομική πολιτική και με την ποιότητα. Εμείς ό,τι μάθαμε για την τέχνη, τον πολιτισμό, την πολιτική, εδώ το μάθαμε. Κι η μεγαλύτερη επιβράβευση μας θα είναι να γίνει η Αλκυονίδα για τους νέους σήμερα, σαν κι εσένα, ό,τι ήταν για μας τότε. Μεγαλύτερη από το να κόψουμε δύο εισιτήρια παραπάνω». Κι αν η κίνηση είναι ριψοκίνδυνη, κι αν η επιτυχία δεν είναι σίγουρη, ο κύριος Κοσσυβάκης δεν φαίνεται να φοβάται. «Δεν είμαστε σίγουροι. Εμείς δουλεύουμε σαν να τα καταφέρνουμε. Άλλωστε, η ζωή μας έχει δείξει πως όλα  ανατρέπονται, και όλα γίνονται. Εμείς θα ρίξουμε όλες μας τις δυνάμεις. Ο τολμών νικά, δεν λέγανε;». Ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης τόλμησε, κι εμείς εύχομαστε να -και πιστεύτουμε πως- θα νικήσει. 

 

Αλκυονίδα, Ιουλιανού 42-46, Πλατεία Βικτωρίας, τηλ. 210 8220008

Στούντιο, Σταυροπούλου 33, Πλατεία Αμερικής, τηλ. 2108640054

Μελίνα Καλφαντή