Στους «Αντίποδες» θα ανθίσει ο δημόσιος χώρος μέσα από τα βιβλία

O Κώστας Σπαθαράκης και ο Θοδωρής Δρίτσας στα τέλη του 2014 δημιούργησαν τον δικό τους εκδοτικό οίκο, με την ονομασία Αντίποδες. Νέοι στον ρόλο του εκδότη αλλά όχι καινούριοι στον χώρο του βιβλίου, αφού εδώ και χρόνια εργάζονται ως μεταφραστές, επιμελητές και διορθωτές. Τους ενδιαφέρει να διευρύνουν τον δημόσιο χώρο και θεωρούν ότι τα βιβλία και η συζήτηση γύρω από αυτά αποτελούν το καλύτερο εφαλτήριο για το πετύχουν.

Φτιάξατε έναν εκδοτικό με σκοπό να εκδώσετε βιβλία που σας αρέσουν, βιβλία που πιθανόν αναρωτιόσασταν ως τώρα γιατί δεν τα βγάζει κάποιος άλλος; Όλοι όσοι έχουν εμπλακεί στον χώρο του βιβλίου έχουν κάνει κάποια στιγμή σκέψεις του τύπου «γιατί δεν βγάζουν το τάδε» ή «το τάδε βιβλίο δεν το πρόσεξαν όσο του άξιζε». Στην ουσία η ίδια η παραγωγή του βιβλίου σε ωθεί στη λογική της έκδοσης, όπου αποφασίζεις για όλες τις παραμέτρους μιας έκδοσης, και το κυριότερο, επιλέγεις τι βιβλίο θα εκδώσεις. Παρότι ως μεταφραστές και επιμελητές δεν είχαμε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη λογοτεχνία, αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων μας. Κατά κάποιο τρόπο, η θέληση να ασχοληθούμε με τη λογοτεχνία είναι αυτή που μας ώθησε να κάνουμε αυτό το βήμα.

Ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ένα βιβλίο ώστε να σας ενδιαφέρει να το εκδώσετε; Στην Ελλάδα λίγοι εκδοτικοί οίκοι έχουν ταυτότητα, καθώς η εκδοτική παραγωγή των περισσότερων είναι μάλλον ετερόκλιτη και χωρίς σταθερό άξονα. Εμείς θα θέλαμε να υπάρχει δυνητικά αναγνώστης που θα τον ενδιέφεραν εξίσου όλα τα βιβλία που βγάζουμε, άρα επιδιώκουμε να υπάρχει μια ενότητα μεταξύ των βιβλίων.

Πώς προκύπτει αυτή η ενότητα; Η δική μας ιδέα είναι ότι δεν θα βγάλουμε μόνο λογοτεχνικά βιβλία αλλά θα φτιάξουμε με τη λογοτεχνία και μέσω της λογοτεχνίας ένα ζωντανό κοινό που να ενδιαφέρεται επίσης για το δοκίμιο, τη φιλοσοφία, την ιστορία. Το πρόγραμμά μας θέλουμε να λειτουργήσει σαν μια συνολική πρόταση σε όλα αυτά τα πεδία, καθώς το ένα βιβλίο μας θα οδηγεί στο άλλο σαν αλυσίδα. Θα προτείνουμε με τη λογική: «Αν σου αρέσει ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και το «Γκιακ», θα σου αρέσει και το τάδε βιβλίο» και γι’ αυτό έχουμε ενιαία αισθητική στα εξώφυλλα και στο ύφος παρουσίασης των βιβλίων. Θέλουμε να χτίσουμε λοιπόν μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό, να το κάνουμε να πιστέψει ότι οι Αντίποδες θα παρουσιάζουν μόνο αξιόλογα πράγματα που θα τον αφορούν, ακόμα κι αν δεν ανήκουν στο ίδιο είδος. Το κριτήριο λοιπόν είναι να υπηρετείται μια ενότητα. Δεν λέμε όμως ότι βγάζουμε μόνο λογοτεχνία στο ύφος του Παπαμάρκου ή ρωσική πρωτοπορία. Εννοούμε μια βαθύτερη ενότητα που θα συνδέει μεταξύ τους τα κείμενα.

Επίσης στόχος μας είναι να επιτύχουμε μια πιο ζωντανή σχέση με το κάθε βιβλίο, να υπάρχει μια κινητικότητα γύρω από αυτά, να μη σταματάει η συζήτηση όταν εκδίδεται το βιβλίο, αλλά να αρχίζει τότε. Πιστεύουμε ότι ήδη υπάρχει μια γενιά που μπορεί μόνη της να δημιουργήσει και να συζητήσει ενδιαφέροντα βιβλία χωρίς να καθοδηγείται από προβληματισμούς ακαδημαϊκού τύπου. Πιο απλά, δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με βιβλία που ανήκουν σε έναν κληροδοτημένο κανόνα υψηλής κουλτούρας, δεν μας αφορούν αυτά τα βιβλία που αισθάνεται κανείς υποχρεωμένος να τα διαβάσει γιατί έχουν περάσει ως οι σταθερές αναφορές της εποχής μας. Θα μπορούσαμε βεβαίως να εντάξουμε και καταξιωμένους συγγραφείς σε όλο αυτό που κάνουμε αρκεί να μπορέσουν να συμμετάσχουν σε αυτόν τον ζωντανό διάλογο. Αν καταφέρουμε μια τέτοια ανατροπή, θα είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Πιστεύουμε επιπλέον ότι μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποδειχθεί και εμπορικά επιτυχημένη.

Ο Κώστας Σπαθαράκης

Όταν λέμε «εμπορικά επιτυχημένη» τι εννοούμε στα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα; Υπολογίζουμε ότι το «ζωντανό» κοινό της λογοτεχνίας σε όλη την Ελλάδα είναι περίπου 10.000, ενώ για το δοκίμιο είναι πολύ μικρότερο.

Με αυτά τα νούμερα μπορεί σήμερα ένας εκδοτικός να έχει κέρδος; Ένας εκδοτικός σαν τον δικό μας, ναι. Γιατί κάνουμε πάρα πολλές δουλειές μόνοι μας, τα πάντα κάνουμε μόνοι μας, μόνο που δεν τυπώνουμε. Επιμελούμαστε, διορθώνουμε, κουβαλάμε, σηκώνουμε τα τηλέφωνα. Στην ομάδα συμμετέχει, σχεδιάζοντας εξώφυλλα, δελτία τύπου κ.λπ., και η Μάρω Κατσίκα, που είναι αρχιτεκτόνισσα αλλά πρόσφατα εξέδωσε ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο «Το καραβάκι» στις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, σε κείμενο και εικονογράφηση δικά της. Τα έξοδά μας είναι η εκτύπωση, η αμοιβή των μεταφραστών, και φυσικά τα δικαιώματα που πληρώνουμε στους συγγραφείς. Και αυτό το τελευταίο, όσο κι αν ακούεται αυτονόητο δυστυχώς δεν είναι. Σε πολλούς εκδοτικούς οίκους πληρώνονται γραμματείς, διορθωτές και επιμελητές και δεν πληρώνονται οι συγγραφείς. Δεν είναι αδιανόητο αυτό;

Μα πλέον ακούω πολλές περιπτώσεις συγγραφέων που όχι μόνο δεν πληρώνονται αλλά πληρώνουν για να εκδώσουν το έργο τους. Αυτό είναι παραλογισμός και από τη μεριά του συγγραφέα και από τη μεριά του εκδότη. Έτσι νοθεύεται η αγορά, γιατί δεν ξέρεις τελικά πόσα από τα βιβλία που κυκλοφορούν έχουν περάσει από ένα, έστω στοιχειώδες, στάδιο κρίσης. Στην ποίηση αυτό συμβαίνει κατά κόρον και είναι ώς ένα βαθμό εύλογο, αλλά το βλέπουμε και στην πεζογραφία. Βέβαια έτσι χάνεται ο στόχος του εκδότη. Αν βγάζει ένα βιβλίο γιατί πληρώθηκε γι’ αυτό, τότε δεν τον απασχολεί αν το βιβλίο είναι καλό ή όχι. Μπορεί και να ντρέπεται που το έβγαλε και να σκέφτεται «Παναγία μου, που το έβαλα πάλι το ονοματάκι μου», οπότε σιγά μην ασχοληθεί με την προώθησή του. Επιπλέον, σε αυτές τις περιπτώσεις οι ίδιοι οι συγγραφείς δεν ασχολούνται με το βιβλίο τους. Τους αρκεί που το έβγαλαν, άντε να γράψει κάτι ένας φίλος τους, αλλά η φιλοδοξία τους έχει ικανοποιηθεί και δεν ασχολούνται περαιτέρω.

Γιατί επιλέξατε ως τα δύο πρώτα βιβλία του εκδοτικού το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου και το «Καρδιά σκύλου» του Mikhail Bulgakov; Το «Γκιακ» είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο και οι Αντίποδες είναι περήφανοι που το εξέδωσαν. Μακάρι να μπορέσουμε να κινηθούμε σε τέτοιο επίπεδο ποιότητας και στα επόμενα βιβλία μας. Η «Καρδιά σκύλου», επίσης είναι ένα εντυπωσιακά επίκαιρο έργο, πολυεπίπεδο αλλά και τρομερά αστείο. Και τα δύο εντάσσονται σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό. Τα τρία επόμενα θα κυκλοφορήσουν τέλη Φεβρουαρίου και κινούνται στη λογική της εσωτερικής ενότητας για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω. Πρόκειται για το «Περί βάθους» του Alexander Pope, ενός λογοτέχνη που αποτελεί υπόδειγμα για εμάς αφού είναι ένας από τους πρώτους που βιοπορίστηκαν από τα κείμενά τους. Στο θεοπάλαβο έργο του «Περί βάθους» αντιστρέφεται όλη η πραγματεία του Λογγίνου «Περί ύψους» και προκύπτει ένα σατιρικό κείμενο που κοροϊδεύει τη σοβαροφάνεια και τη μεγαλοστομία των ποιητών της εποχής.

Το δεύτερο βιβλίο που θα εκδοθεί προσεχώς είναι μια νουβέλα «Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ» του Gaito Gazdanov, που γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940, και δεν είναι ένα τυπικό ρώσικο μυθιστόρημα, αλλά ένα γαλλικό νουάρ με μεταφυσική χροιά. Το τρίτο, «Η δύναμη του κυρίου Δ», του Άγη Πετάλα, είναι μια διαβολιάδα που τοποθετείται στη σημερινή Ελλάδα.

Για να επιστρέψουμε στο κείμενο του Pope, αυτό που μας γοητεύει σε εκείνη την περίοδο, την Αγγλία των αρχών του 18ου αιώνα, είναι η συγκρότηση ενός εκπληκτικά διευρυμένου και ζωντανού δημόσιου χώρου, αυτό δηλαδή που μας λείπει σήμερα εδώ. Υπολογίζεται ότι το Spectator, το περιοδικό που εξέδιδε καθημερινά ο Άντισον, διαβαζόταν από περίπου 60.000 ανθρώπους, δηλαδή από το ένα δέκατο του πληθυσμού του Λονδίνου. Ωραία θα ήταν να πετύχαινε κανείς σήμερα κάτι τέτοιο!

Ο Θοδωρής Γρίτσας

Έστω και με 10.000 ενεργούς αναγνώστες;  Μα αυτό είναι που έχει ενδιαφέρον. Υπάρχει αυτό το μικρό νούμερο αλλά υπάρχει κι άλλο κοινό, ας πούμε οι άνθρωποι που διαβάζουν αποκλειστικά επιστημονική φαντασία ή κόμικς. Αυτούς, που δεν είναι άσχετοι με το χώρο του βιβλίου, δεν μπορούμε να τους προσελκύσουμε και σε άλλα λογοτεχνικά είδη; Μπορούμε, έχουμε και παραδείγματα ότι τα σύνορα πέφτουν, ότι συγκλίνουν τα διαφορετικά είδη, όπως η συνεργασία του συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκου με τον κομίστα Γιώργο Γούση. Δεν αντιμετωπίζουμε τους αναγνώστες κόμικς ως αναγνώστες β΄ κατηγορίας. Όταν καταργήσουμε αυτές τις διακρίσεις μέσα στο κεφάλι μας ή σε επίπεδο κριτικής, τότε θα επιτύχουμε να διευρυνθεί το αναγνωστικό κοινό και να διαχυθεί και σε άλλα είδη και επιπλέον θα γίνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα η συζήτηση περί λογοτεχνίας. Πολύ σημαντικό για να επιτευχθεί αυτό είναι να καταργηθεί ο κάθε είδους διδακτισμός και αυτή η εμμονή με τα στάνταρ που έρχονται απέξω. Το θέμα είναι να τεθούν οι βάσεις για να γεννηθεί μια συζήτηση στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.

Υπάρχουν λογοτεχνικές παρέες στην Αθήνα που μπορούν να καλλιεργήσουν ένα τέτοιο κλίμα; Παρέες και συντροφιές υπάρχουν αλλά ίσως είναι η στιγμή να αρχίσουμε να αποδομούμε και αυτήν την ιστορία της παρέας γιατί μάλλον μας έχει κάνει κακό. Δεν το λέω από την άποψη ότι υπάρχει κύκλωμα, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Λέω ότι το πιο κομφορμιστικό πράγμα είναι ότι οι παρέες γράφουν ιστορία. Δεν αρκεί να είμαστε μια ωραία παρέα, η οποία συμφωνεί σε όλα και να βγαίνει αυτό προς τα έξω ως ενιαία ταυτότητα. Αυτό είναι κάτι που και το λογοτεχνικό πεδίο, και τη θεωρητική αλλά και την πολιτική συζήτηση την έχει δηλητηριάσει. Υπάρχει μια αυτάρκεια που οδηγεί στη σκέψη «δε με νοιάζει τι λες εσύ γιατί ανήκεις σε μια άλλη παρέα, με μια άλλη ταυτότητα».

Μπορεί να σε νοιάζει αλλά να αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχουν κανάλια επικοινωνίας. Ναι, αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει δημόσιος χώρος ή, αν υπάρχει, είναι κατακερματισμένος σε μικρές κοινότητες, που τα μέλη τους συνεννοούνται μεταξύ τους και ισχύει το «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει». Για να το πούμε πιο απλά, όλοι οι άνθρωποι που γράφουν και που ασχολούνται με το βιβλίο συζητούν μεταξύ τους, αλλά αυτή η συζήτηση παραμένει στο επίπεδο των ιδιωτικών σκέψεων, πρωτοβουλιών και δράσεων, ενώ σπάνια περνάει στον δημόσιο χώρο με τους όρους που θα έπρεπε.

Πώς μπορεί να περάσει στον δημόσιο χώρο; Πρέπει να καλλιεργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν η συζήτηση, και κυρίως η κριτική, αποκτήσει μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, ρίχνοντας το βάρος στις ιδέες, την αισθητική και το ύφος. Πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε όχι με τους όρους καλό ή μέτριο βιβλίο, αλλά με βάση τη συνολική λογική που το διέπει, είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε πρόκειται για επιστημονική μελέτη. Η συζήτηση πρέπει αντίστοιχα να ξεφύγει από το name dropping, στο οποίο πολλές φορές καταφεύγουμε για να συγκροτήσουμε μια ταυτότητα. Έτσι όμως δεν φτιάχνουμε κοινότητα ιδεών ούτε οι αναφορές μας οργανώνονται σε μια ενιαία αντίληψη.

Το σημαντικό είναι πως ένα σύγχρονο, αναγνωστικό και όχι μόνο, κοινό έχει άμεση ανάγκη να κατανοήσει. Δεν χρησιμοποιεί λοιπόν το βιβλίο μόνο για να αποκτήσει ταυτότητα αλλά για να καταλάβει τον κόσμο γύρω του. Αυτό θέτει πολύ ψηλά τον πήχυ των απαιτήσεων από τη μετάφραση, όπου έχουμε συνηθίσει να ανεχόμαστε να μην καταλαβαίνουμε. Αντίστοιχα διαβάζουμε ένα ελληνικό βιβλίο που γράφτηκε σήμερα όχι για να το παίξουμε έξυπνοι επειδή ανακαλύψαμε κάτι καινούργιο ή για να δείξουμε ότι είμαστε μέσα στα λογοτεχνικά πράγματα. Διαβάζουμε για να καταλάβουμε, για να γνωρίσουμε μια όψη της αλήθειας.

Μας ενδιαφέρει κι εμάς να ξεκινήσουμε μια συζήτηση ζωντανή, ίσως στην παρουσίαση των πέντε πρώτων βιβλίων μας. Θα θέλαμε ένα μοντέλο παρουσίασης που θα υπηρετεί αυτή τη λογική και θα ξεφεύγει λίγο από τη συνηθισμένη παρουσίαση βιβλίου, που είναι μάλλον ανιαρή. Πρέπει να βγάλουμε τη δική μας κανονικότητα για να μπορούμε να συζητάμε σαν άνθρωποι και όχι αποστειρωμένα και βαρετά, λες και όσοι ασχολούνται με το βιβλίο είναι μια ομάδα nerd και αποκομμένων από τη ζωή ανθρώπων.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου