Το καλοκαίρι του 2017, στη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών, βρέθηκα στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου σε μια παράσταση που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος συγκεκριμένα, και την υπέγραφε ένας σκηνοθέτης που δεν γνώριζα. Γιάννης Παρασκευόπουλος ο σκηνοθέτης, «Οικογενειακή γιορτή – Festen», του Τόμας Βίντερμπεργκ ο τίτλος του έργου. Δεν την ξέχασα ποτέ εκείνη την παράσταση, και ευχόμουν να τύχει να δω ξανά δουλειά του Γιάννη Παρασκευόπουλου, δεδομένου ότι εργάζεται στη Βόρεια Ελλάδα και πλέον είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας.
Και να που η ευχή μου έγινε πραγματικότητα, κι έτσι εδώ και λίγες μέρες, στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου φιλοξενείται μια ακόμη σκηνοθεσία του (συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου). Εργο: «Ο Γλάρος» του Αντον Τσέχωφ, μια παράσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2018 ως συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και του Θεσσαλικού Θεάτρου. Εργο που έχω δει επίσης αρκετές φορές, ένα κείμενο του 1895 για το οποίο ο δημιουργός του έγραφε στον εκδότη του: «Λοιπόν, κύριε, το έργο μου τελείωσε. Το ξεκίνησα forte και το τελείωσα pianissimo, αντίθετα με όλους τους κανόνες της δραματικής τέχνης. Είμαι περισσότερο δυσαρεστημένος παρά ικανοποιημένος και διαβάζοντας το νεογέννητο έργο μου, συνειδητοποιώ πως δεν είμαι δραματουργός». Και η αλήθεια είναι ότι η πρεμιέρα του, στις 17 Οκτωβρίου 1896, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, ήταν παταγώδης αποτυχία, που έκανε τον Τσέχωφ να δηλώνει πως δεν θέλει να ασχοληθεί ξανά με το θέατρο. Κλίμα που αντιστράφηκε πολύ σύντομα. Γιατί αυτό το το έργο του, καταπιάνεται με πολλά, μ’ έναν τρόπο καθημερινό και αναγνωρίσιμο, αφού είχε αντλήσει στοιχεία των χαρακτήρων του έργου από άτομα του στενού του περιβάλλοντος ο Τσέχωφ, δηλαδή από καθημερινούς ανθρώπους, περιγράφοντας τον ψυχισμό τους με τον γνωστό διεισδυτικό του τρόπο. Ετσι στο έργο βλέπουμε την αγωνία και την αβεβαιότητα των νέων που θέλουν να κατακτήσουν τον δικό τους δρόμο, να πετάξουν σαν τους γλάρους, τον ναρκισσισμό των γονιών που ακυρώνουν τις προσπάθειες των παιδιών, βλέπουμε απελπισμένους και αδιέξοδους έρωτες, συμβατικούς και δυστυχισμένους γάμους, καταπιεσμένες γυναίκες, φιλόδοξους αλλά ματαιωμένους διανοούμενους, που γοητεύονται να γοητεύουν, ανθρώπους που θα ήθελαν πολλά και έμειναν με την επιθυμία, την ελπίδα και, τελικά, την απογοήτευση.
Πάλι σ’ ένα κτήμα στην εξοχή εκτυλίσσεται το έργο, όπως τα περισσότερα του Τσέχωφ, που δίπλα του δεσπόζει μια λίμνη. Ο ίδιος ο Τσέχωφ το περιγράφει ως εξής: «Είναι κωμωδία και έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι αντρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε μια λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα».
Στην έναρξη της παράστασης του Γιάννη Παρασκευόπουλου βλέπουμε όλα τα πρόσωπα του έργου στο πατάρι της Φρυνίχου -που περιβάλλει τη σκηνή. Ρεμβάζουν, διασκεδάζουν χαλαρά και φορούν σύγχρονα ρούχα. Ακόμα το κλίμα είναι ανάλαφρο. Το πρώτο καινούργιο στοιχείο, που κινεί αμέσως το ενδιαφέρον του θεατή, είναι ότι σε κάποια σημεία η δράση ακούγεται σαν αφήγηση, σαν σκηνική οδηγία του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη, σαν διαδικασία πρόβας: π.χ. «Εδώ ο Τρέπλιεφ θα κοιτάξει τη Νίνα». «Τώρα η Αρκάντινα θα σκύψει να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του Τριγκόριν», κ.ά. Είτε απ’ όλους μαζί είτε από κάποιον από τους ηθοποιούς. Ενας ύμνος και ένας αγαπησιάρικος σαρκασμός στην τέχνη του θεάτρου. Και μετά όλοι ετοιμάζονται για την παράσταση του Τρέπλιεφ (Γκαλ Α. Ρομπίσα), ενός γοητευτικού όσο και ανασφαλούς νέου που θέλει να κάνει θέατρο και επέλεξε η σκηνή να στηθεί με φόντο τη λίμνη. Την οποία λίμνη ο Γιάννης Παρασκευόπουλος επέλεξε να τοποθετήσει στο πίσω μέρος της σκηνής, ανοίγοντας τις συρόμενες πόρτες της, στο φουαγιέ της Φρυνίχου δηλαδή, και μέσω των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου «βλέπαμε» τα χρώματα που άλλαζε.
Σχεδόν με το τίποτα έστησε τον «Γλάρο» ο Γιάννης Παρασκευόπουλος. Με μερικές ξύλινες ξαπλώστρες παραλίας, που πότε γίνονταν η σκηνή της παράστασης του Τρέπλιεφ, πότε καθιστικό, με μεγάλα ξύλινα διαχωριστικά που κινούνταν και όριζαν τον κάθε φορά χώρο της δράσης (σκηνικά, έξυπνα και λειτουργικά, του Richard Antony), με μηδέν σκηνικά αντικείμενα. Η μόνη άλλη ενίσχυση, εκτός από τα σκηνικά και τα φώτα ήταν η ευαίσθητη μουσική του Μάνου Μυλωνάκη. Το υλικό του ήταν το κείμενο του Τσέχωφ, η αφήγηση της ιστορίας του, η ανάδειξη των συμπεριφορών, των αντιδράσεων και των πράξεων του κάθε ήρωα, οι παλινωδίες τους, τα άγχη τους, οι φοβίες τους, οι λάθος επιλογές τους, ο ψυχισμός τους. Και ο στόχος του ήταν να δείξει ότι όλες αυτές οι συμπεριφορές και οι διαθέσεις αυτών των ανθρώπων, των απλών ανθρώπων, διαρκούν και επαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα. Είναι οι συμπεριφορές των ανθρώπων δηλαδή: οι στιγμές της μεγαλοσύνης τους, οι στιγμές της μικρότητάς τους, της αστοχίας και του λάθους τους. Και δεν μπορούσα να μην σκεφτώ, ότι αυτός «Ο γλάρος» συνομιλεί ευθέως με έναν άλλον Τσέχωφ των αθηναϊκών σκηνών, τον «Θείο Βάνια» της Μαρίας Μαγκανάρη. Και ότι η νέα γενιά σκηνοθετών αναζητεί στην απλότητα και στη σκηνική καθαρότητα το βάθος και τη διάρκεια του Τσέχωφ και των ιστοριών του.
Βάσει του στόχου του καθοδήγησε και τους ηθοποιούς του. Γι’ αυτό και ήταν γνώριμες οι φιγούρες. Σχεδόν «κουμπώνουμε» τους ήρωες του Τσέχωφ με ανθρώπους που έχουμε συναντήσει, συναναστραφεί, μ’ εμάς τους ίδιους: με τον ονειροπόλο, εκρηκτικό, πεισμωμένο, απελπισμένο αλλά και γενναίο Τρέπλιεφ, με την εγωπαθή και φιλάρεσκη Αρκάντινα, με τον παραιτημένο Σόριν που πάντα ήθελε, με την εύπιστη, καλόψυχη και χαμένη τελικά Νίνα, με την υποταγμένη Πωλίνα, με την αγέρωχη και απελπισμένη Μάσα, με τον χειριστικό και βολεμένο Τριγκόριν, με τον Μεντβεντέγκο, που γνωρίζει ότι τίποτα δεν του πάει καλά απ’ όσα προσπάθησε, πως η προσωπική του ζωή είναι δυστυχισμένη, αλλά αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν, με τον Ντορν, που αποδέχεται το τέλμα της ζωής του και την απομάκρυνση όσων επιθυμεί, με τον Γιάκοφ, που βρίσκεται πάντα στη δεύτερη γραμμή, αλλά έχει πλήρη αντίληψη για όσα συμβαίνουν. Γήινοι ήρωες, σάρκινοι χαρακτήρες.
Οι μόνοι γνωστοί ηθοποιοί της παράστασης ήταν η Γιώτα Φέστα και η Εφη Γούση, Αρκάντινα και Μάσα αντίστοιχα, απολύτως ενταγμένες στο πνεύμα της παράστασης. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι όσοι πασχίζουν χωρίς μεγάλη αναγνώριση στα περιφερειακά θεάτρα της χώρας και είναι άγνωστοι στο ευρύ αθηναϊκό κοινό, μέχρι κάποτε να τους δοθεί μια ευκαιρία. Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος κατέβηκε στην Αθήνα με τους αρχικούς ηθοποιούς της παράστασης (μόνο η Εφη Γούση αντικατέστησε την ηθοποιό που είχε υποδυθεί τη Μάσα). Κι έτσι γνωρίσαμε τον νεαρό Γκαλ Α. Ρομπίσα, έναν θαυμάσιο Τρέπλιεφ (στον πρώτο του ρόλο μάλιστα), τη Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Νίνα), τον Γιάννη Κοντό (Μενβεντέγκο) και τον Λάμπρο Γραμματικό (Γιάκοφ). Οι υπόλοιποι προσπαθησαν πολύ και ειλικρινά, αλλά δεν έφτασαν στο επιθυμητό επίπεδο. Στοιχείο που δεν μείωσε όμως το συνολικό αποτέλεσμα της παράστασης. Είδαμε έναν «Γλάρο» σύγχρονο, καθαρό, ευαίσθητο, τρυφερό και πονεμένο.