Όλα είναι μουσική για το Γιώργο Στεφανακίδη

Έχει παρουσιάσει τον τελευταίο χρόνο δύο δουλειές που έκαναν αίσθηση και συζητήθηκαν πολύ: την Πιετά και το Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Γράφει μουσική, κείμενα, σκηνοθετεί. Και δουλεύει με τον ίδιο βασικό πυρήνα συνεργατών. Ο Γιώργος Στεφανακίδης ξεκίνησε από τη μουσική και πέρασε στο θέατρο αβίαστα, φυσικά. Η Popaganda πιστεύει πως αξίζει να τον γνωρίσετε καλύτερα.

Εσένα η αφετηρία σου καλλιτεχνικά είναι η μουσική. Άρα κι η προσέγγισή σου στο θέατρο είναι μέσω της μουσικής; Είναι πάντα μουσική η προσέγγιση του θεάτρου. Πάντα μουσική είναι η προσέγγισή μου σε οτιδήποτε κάνω! Ακόμα και την κουβέντα μας, μουσικά την προσεγγίζω: η μουσική έχει κάποιους κανόνες οι οποίοι ταυτόχρονα μπορούν να σε απελευθερώσουν. Ακούγεται παράδοξο, αλλά αν το σκεφτείς, όπου υπάρχουν κανόνες θεσμοθετημένοι, σου δίνουν όλη την ελευθερία να αναπτυχθείς μέσα σε αυτό – κι ας είναι εκεί για να σπάσουν, αυτό είναι άλλο θέμα. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν ξεκίνησα από πολύ μικρός να γράφω και κείμενα. Έγινε ταυτόχρονα. Μουσικά μεν, αλλά δεν μου βγήκε στα 25 να γράφω, μου βγήκε στα 5, μαζί με τη μουσική. Όμως πρώτα έγραψα ποιηματάκια κι όχι πεζά, και το ποιηματάκι είναι μουσική προσέγγιση του λόγου. Η ρίμα, ο ρυθμός… Κι έτσι ακόμα κι όταν κάθομαι μόνος στο στούντιό μου και αγγίζω ένα καινούριο θέμα, μια καινούρια σκέψη, ένα κείμενο, πάντα αυτό βγαίνει μέσα στομυαλό μου: τι μουσική ακούω εδώ; Χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα έχει κάποια μουσική από πίσω.

Η μουσική σου παιδεία ποια ήταν; Κλασική κιθάρα. Έχω τελειώσει το ωδείο, έχω πάρει τα διπλώματα, τις αρμονίες, τα γνωστά που πρέπει να πάρει κάποιος τέλος πάντων. Από κει και μετά ξεκίνησε το ταξίδι. Ασχολήθηκα από μόνος μου με το πιάνο και με ό,τι οργανάκι έπεφτε στα χέρια μου για να μπορέσω να εκφράσω κάτι. Από κάποια στιγμή και μετά, ενώ βγήκα από ένα κόσμο ωδειακό και λίγο αποστειρωμένο, προέκυψε το πάθος με την ηλεκτρονική μουσική. Παρόλο που το εφηβικό μου παρελθόν ήταν rock και metal, αναγκαστικά και ως κιθαρίστας άλλωστε δεν θα το γλύτωνα, μετά προέκυψε η ηλεκτρονική. Και συνειδητοποιώ πως δεν προέκυψε μόνο από την ανάγκη του ακούσματος, αλλά ως ανάγκη για την τεχνολογία, για τα καινούρια μέσα σε όλα τα είδη της τέχνης. Η τεχνολογία έχει αλλάξει και το θέατρο, και τα εικαστικά, σαφώς τη μουσική, τα πάντα! Τον τρόπο που βλέπουμε κι ακούμε.

Είπες πριν κάτι περί ελευθερίας. Συχνά υπάρχει μια παρεξήγηση. Όπως ο αδαής που βλέπει για πρώτη φορά έκθεση σύγχρονης τέχνης, και αναρωτιέται αν οι καλλιτέχνες τα κάνουν αυτά επειδή δεν ξέρουν να ζωγραφίσουν κανονικά ή από επιλογή. Δεν γίνεται απαραίτητα κατανοητό πως για να παραβούμε κάποιους κανόνες πρέπει να τους γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά. Εννοείται… Είναι κάτι που τελευταία το συναντώ πάρα πολύ και στη μουσική. Με κάποια σύγχρονα κομμάτια που τα ακούει κανείς και λέει: Τι είναι αυτό; Γιατί δεν ακούω μια μελωδία που να μπορώ να την τραγουδήσω; Δεν είναι έτσι όμως. Δεν αντιλέγω πως μέσα στην τέχνη υπάρχει πολύ σκουπίδι. Όμως και στη μουσική, και στον κινηματογράφο, οι πραγματικοί γνώστες είναι αυτοί που έρχονται να σπάσουν τους κανόνες και να θεσμοθετήσουν κάτι άλλο, το οποίο, ακατανόητο για μας τώρα, σε 20 χρόνια θα διδάσκεται στα πανεπιστήμια ως κανόνας! Κι αυτό είναι το υπέροχο… Και δεν εννοώ ότι είναι απαραίτητο να είσαι 50 ή 60 χρονών και να τα ξέρεις όλα και να σπάσεις τους κανόνες. Συνήθως το σπάσιμο έρχεται από τα παιδιά που η παλιά εποχή έχει καταχωρηθεί στο DNΑ τους και δεν χρειάζεται να μάθουν τη μουσική γιατί την ακούν τριγύρω τους. Κι έρχεται κάποιος που ξαφνικά με ένα τετρακάναλο, με ένα πινέλο φτιάχνει κάτι το οποίο αναιρεί όλα τα προηγούμενα, ή πατάει πάνω τους. Κι αυτό είναι η ελευθερία. Αυτός είναι ελεύθερος γιατί ήξερε τι συνέβη προηγουμένως. Μπορούμε να πούμε τα πάντα, αλλά χρειάζεται ένα φίλτρο: αυτό της αισθητικής.

Στα προκείμενα: Πιετά σημαίνει ήδη μυθικό υλικό: ο καθένας την αναγνωρίζει. Ξεκίνησες από εκεί κι έκανες κάποιες επιλογές, και θεματικά και αισθητικά. Η Πιετά κατ’ αρχάς ήταν ένα έργο που γεννήθηκε αυθόρμητα μέσα σε μια ευρεία αναζήτηση. Εν τάχει, μας είπε κάποιος φίλος ότι γίνεται ένα φεστιβάλ το οποίο θέλει μια παράσταση για έναρξη. Κι επειδή παλιά είχε δει μια δική μου μουσικοθεατρική παράσταση, με ρώτησε αν έχω κάτι και του είπα ναι. Όμως μέσα σε μια ώρα σκέφτηκα: γιατί; Θα κάνουμε μια άλλη! Κι είχαμε 25 μέρες. Έτσι προέκυψε η Πιετά – δεν υπήρχε τίποτα, ούτε κείμενο! Προέκυψαν άμεσα, αλλά δουλεύτηκαν πολύ βαθιά. Πέρα από τη μεγάλη μου αγάπη για την τέχνη του Μικελάντζελο, η Πιετά είναι κι ένα σύμβολο καθολικού πόνου. Κι ό,τι είναι τόσο ακραίο είναι πάντα το εφαλτήριο για να ανοίξει μια καινούρια πόρτα. Αυτό συμβαίνει και στη ζωή: ή βυθίζεσαι στον απόλυτο πόνο, ή αυτό γίνεται καύσιμο για ένα καινούριο ξεκίνημα. Έτσι είδα την Πιετά. Κι επέλεξα τη γυναίκα σαν εκφραστή αυτού του πράγματος. Γιατί η γυναίκα μέσα την πορεία των αιώνων είναι ένα πλάσμα καταπιεσμένο, και κάθε τέτοιο πλάσμα που γνωρίζει καλά την ακρότητα του πόνου, μπορεί να κάνει την υπέρβαση. Για αυτό ήθελα να μιλήσω στην Πιετά, σε σχέση και με μια αναζήτηση που είχε να κάνει με μύστες όπως ο Ρουμί, ο Μαχαράτζι, ανθρώπους που μίλησαν για το τι σημαίνει αυτός ο πόνος, το ποιος είσαι όταν τα έχεις χάσει όλα, τα πάντα, ακόμα και την ταυτότητά σου. Αυτό ήταν το θέμα, και προσεγγίστηκε με ποιητικό λόγο, μουσική, κείμενα της λατινικής λειτουργίας, δικά μου, και κάποια εντελώς άναρθρα – εκεί καταλήγουν όλα, στο τίποτα. Στην πορεία προστέθηκαν ιστορίες γυναικών από τη σύγχρονη ιστορία, από το Άουσβιτς, την Αμμόχωστο, τη Νανκίν, ως μια ανάγκη να υπάρχει συνάφεια με το σήμερα, μια επεξηγηματικότητα.

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, πάλι, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Με το Σολωμό έχω την αίσθηση ότι τον βαφτίσαμε εθνικό ποιητή, μάθαμε μια στροφή από το όχι καλύτερό του ποίημα επειδή είναι ο εθνικός μας ύμνος, και καθαρίσαμε! Τον βάλαμε σε βάθρο και τον ξεχάσαμε. Έτσι είναι.

Εσύ επέλεξες να δουλέψεις πάνω σε ένα ποίημα που αφ’ ενός έχει γνωρίσει μελοποιήσεις ιστορικές, κι αφ’ ετέρου είναι αποσπασματικό, ανολοκλήρωτο, σπαράγματα. Θα ξεκινήσω από το πρώτο, που είναι πολύ σημαντικό και χαίρομαι που το λες. Ο Σολωμός είναι για μας σαν την πυρηνική φυσική: όλοι την έχουμε ακούσει, αλλά σχεδόν κανείς δεν ξέρει τι είναι! Όχι μόνο ξέρουμε μια στροφή από το ποίημα όλη κι όλη, αλλά κι αν ρωτήσεις κάποιον τι σημαίνει, ούτε και γι αυτήν δεν θα ξέρει να πει. Άρα τελικά είναι ένας πολύ αδικημένος ποιητής. Όντως ο Ύμνος στην Ελευθερία δεν είναι ένα από τα καλύτερά του. Ένας από τους λόγους που ασχολήθηκα με το Σολωμό, είναι γιατί με πέτυχε σε μια φάση που είχα βυθιστεί στην ποίηση της εποχής εκείνης. Και είχα σκεφτεί – αστείο, από μια πλευρά – να κάνω κάτι πιο εμπορικό! Κι έκανα Σολωμό!

Πώς το πίστεψες αυτό; Γιατί μιλάει για κάτι που υπάρχει μέσα σε όλους μας. Η διαδικασία της συγγραφής των Ελεύθερων Πολιορκημένων από τον ποιητή, ήταν εμβάθυνση σε ένα ιστορικό γεγονός που επίσης μας είναι εντελώς άγνωστο. Εκπλήσσομαι από το πόσο άγνωστο ακόμα και σε μένα – από την έρευνα που έκανα μετά κατάλαβα πως δεν ήξερα τίποτα, κάτι μέσες-άκρες. Είναι ένα ανολοκλήρωτο έργο, ίσως γιατί έτσι συνέβη με πολλά από τα έργα του Σολωμού, ίσως γιατί έτσι επέλεξε. Ακόμα δεν ξέρω γιατί, αλλά υποκειμενικά πιστεύω πως θεώρησε πως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ένα ποίημα για κάτι τόσο μεγαλειώδες, που του ήταν και πολύ κοντά, το ζούσε σχεδόν δημοσιογραφικά, πώς να το κάνει έργο τόσο άμεσα; Αυτά που γράφει είναι λοιπόν σαν σκέψεις υψηλής αισθητικής. Για μένα όμως αυτό έθεσε ένα πρόβλημα: δεν είχα δραματουργία.

Και πώς λύνεται αυτό; Το είδα θεατρικά σαν την τελευταία νύχτα πριν την Έξοδο και τις διαδοχικές ανατινάξεις. Μια γυναίκα – πάλι με γυναίκες είναι, όπως στην Πιετά – λέει μια ιστορία στις άλλες, λίγο πριν πάνε στο θάνατο. Ήξερα πως θα ήταν ένα παραμύθι, όπως γινόταν τότε, αλλά δεν ήξερα ποιο. Τελικά κατέληξα στην ιστορία του Άη-Γιώργη με το δράκο – ήταν πολύ δική τους ιστορία, κι είχε κι αντιστοιχία με το θεριό. Όπως πάντα, πρώτα γράφτηκε η μουσική – ήξερα απόλυτα το ηχητικό τοπίο. Κι είχα ανάγκη να μιλήσω για την ελευθερία. Αυτή είναι και η σχέση του με την Πιετά, που μιλάει για την απελευθέρωση από τον ίδιο τον εαυτό. Κι εδώ μπορεί η αφετηρία να είναι η απελευθέρωση από τη σκλαβιά, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Πάει πιο βαθιά η ελευθερία του ανθρώπου τελικά. Και γι αυτό και συμπλήρωσα κάποια κείμενα που μιλάνε για το τι σημαίνει ελευθερία. Άλλωστε στην εποχή μας είναι δύσκολο να μιλήσεις για την πατρίδα χωρίς να κινήσεις άλλες υποψίες! Κι αυτό δεν είναι καθόλου καλό… με θλίβει. Κι είναι ένα από τα θέματα που μας απασχόλησαν στις πρόβες. Το πώς θίγεις ένα τέτοιο θέμα χωρίς να κινήσεις στον άλλο την καχυποψία να σε θεωρήσει στην καλύτερη περίπτωση αναχρονιστή – και στην χειρότερη φασίστα. Για μένα άλλωστε η πατρίδα είναι μια πόρτα, δεν είναι το τέλος της διαδρομής. Την ανοίγεις και πας πιο βαθιά. Κι όλα καταλήγουν στον εαυτό, στο άτομο.

Και στις δύο περιπτώσεις επέλεξες να μιλήσεις μέσα από τις γυναίκες – σοφή επιλογή. Έχεις επιλέξει όμως και τον ίδιο πυρήνα ως συνεργάτιδες. Ναι. Η Εβελίνα Αραπίδη είναι ο πυρήνας της ζωής μου. Είμαστε ζευγάρι εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια. Της οφειλω το ότι, ως γνήσια ηθοποιός, με έμπασε για τα καλά στο χώρο του θεάτρου. Όχι θεωρητικά, που είχα κάνει κάποιες σπουδές: πάτησα σανίδι. Κι αποτελεί σταθερή μου συνεργάτιδα. Η Μάιρα Μηλολιδάκη ήρθε για τις ανάγκες της Πιετά, αλλά αποδείχτηκε ότι, εκτός από εξαιρετική σοπράνο, ήταν ένας άνθρωπος που ταιριάζουμε απόλυτα στη δουλειά. Είναι γρήγορη, είναι τολμηρή, θαρραλέα. Προέρχεται από το χώρο της όπερας – και προφανώς μια σοπράνο παίζει και ως ηθοποιός, αλλά δεν έχει καμία σχέση η υποκριτική μιας σοπράνο με αυτή μιας ηθοποιού στο σανίδι. Πρέπει να κάνει βουτιά, αλλαγή, πρέπει να τολμήσει. Και το κάνει. Κι ως μουσικός εκφράζει και τη μουσική μου πλευρά. Παραλληλα, πάντα συνεργαζόμουν σε διάφορα μουσικό-κεντρικά έργα με την αδερφή μου, Μαίρη Στεφανακίδη, που είναι μια εξαιρετική τραγουδίστρια.

Εν τέλει συνειδητοποιώ ότι αυτό είναι πολύ βασικό κομμάτι της δημιουργίας: η σταθερότητα στις συνεργασίες. Βλέπεις ότι και μεγάλοι σκηνοθέτες και μουσικοί φτιάχνουν σιγά-σιγά το δικό τους ensemble γιατί ξέρουν ότι, όπως σε μια μακροχρόνια σχέση, απλώς κοιτάς τον άλλο και καταλαβαίνει. Κι είναι πολύ σημαντικό να μη χρειάζεται να εξηγείς κάθε φορά την αλφαβήτα.


Κατόπιν πρότασης του Ελληνικού Κέντρου Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, η Pietà εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Andriyivsky Festival 2018 στο Κίεβο, όπου και βραβεύτηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας Πρωτότυπου Κειμένου στον Γιώργο Στεφανακίδη και με το Α’ Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στην Εβελίνα Αραπίδη.

Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης