Η Νέα Υόρκη στα 70s. Το απόλυτο χωνευτήρι παρακμής που έγινε δημιουργία, εκεί που τα πρώτα σκιρτήματα του punk μπερδεύτηκαν με την επέλαση της disco, εκεί που έπεσε το πρώτο σύρμα για το hip hop, εκεί που κάθε πειραματισμός ήταν δυνατός αρκεί να μπορούσες κουτσά στραβά να βγάλεις το νοίκι σου και να μείνεις ζωντανός στις κακόφημες γειτονιές που παραμόνευαν οι κακοτοπιές.
Η Νέα Υόρκη έκτοτε. Η Νέα Υόρκη πάντα. Το κέντρο του κόσμου, μοιραία το κέντρο και της μουσικής δημιουργίας και βιομηχανίας. Ένα σύμπαν τόσο ενδιαφέρον που αποτέλεσε σημείο αναφοράς, έγινε αντικείμενο απανωτών revivals και φέτος είναι η πρώτη ύλη για την πλέον αναμενόμενη τηλεοπτική σειρά της χρονιάς. Το Vinyl των Μάρτιν Σκορσέζε, Μικ Τζάγκερ και Τέρενς Γουίντερ που έκανε πρεμιέρα στις 14/2 στο HBO.
Για να δούμε όμως ποιοι είναι αυτοί οι ιστορικοί δίσκοι που φτιάχνουν αυτό το εκρηκτικό ψηφιδωτο ρυθμίζοντας την ποπ κουλτούρα των τελευταίων 40+ χρόνων. Δίσκοι που θα ακουστούν ή ακούγονται ήδη στη σειρά, δίσκοι που θα θέλετε να ακούσετε ή να ανακαλύψετε βλέποντάς την.
Δυναμώστε…
Ίσως το ξεκίνημα να βρίσκεται όντως στην θρυλική «Μπανάνα» – εκεί που μεγαλούργησαν παρέα με τη Nico, ίσως το “White Light/White Heat” να είναι το καλούπι του νεοϋρκέζικου ροκ εδώ και μισόν αιώνα, όμως το κύκνειο άσμα των Velvets με τον Lou Reed στη σύνθεσή τους είναι ένας αψεγάδιαστος ροκ δίσκος που σήμανε, χωρίς να ξέρουν τότε, την αφετηρία μιας κοσμογονίας που θα ακολουθούσε και θα άλλαζε τη μουσική (και τη Νέα Υόρκη) για πάντα.
Δύο χρόνια μετά, σε παραγωγή David Bowie και Mick Ronson, o πολιούχος της Νέας Υόρκης θα γράψει τον ύμνο στην αθέατη πλευρά της, το “Walk On The Wild Side”. Και στη συνέχεια τόσο με το Coney Island Baby, όσο και με το Street Hussle θα συνεχίσει να περιγράφει όσο κανείς άλλος τόσο γοητευτικά το περιθώριο.
Στη φοβερή εναρκτήρια σκηνή του Vinyl, ο κεντρικός ήρωας Μπόμπι Καναβάλε μπαίνει «ζαλισμένος» σε ένα κλαμπ και παρασύρεται από το κύμα ενέργειας που βγάζει μια μπάντα ανατρέποντας όλα τα στερεότυπα πάνω στην σκηνή. Το τραγούδι που ακούγεται είναι το “Personality Crisis”.
«Έφτιαξα αυτόν τον δίσκο γιατί δεν ήθελα άνθρωποι σαν κι εμένα να νιώθουν τόσο μόνοι». 8 μελωδίες πάνω σε τρία ακόρντα, αστική ποίηση με ύφος δρόμου κι ένα κλασικό εξώφυλλο στον φακό του Robert Mapplethorpe. Το αμερικάνικο punk μόλις είχε βρει την ιέρειά του.
Δεν έπαιζαν (και πολύ) καλά. Δεν είχαν πολλά τραγούδια. Στο ντεμπούτο τους βέβαια χώρεσαν 21 κομμάτια σε 29 λεπτά, μόνο ποτ τα live sets τους διαρκούσαν ακόμα λιγότερο. Η νεανική κουλτούρα είχε πια όμως την Αγία Οικογένειά της, Joey-Johnny-Dee Dee-Tommy Ramone, και το πιο κλασικό νεανικό look με δερμάτινα μπουφάν, σκισμένα τζιν, t-shirts και φθαρμένα all-stars εμφανιζόταν για να μη φύγει ποτέ.
Εντάξει, αυτός – ο Jonathan Richman – ήταν από τη Βοστόνη, αλλά πέραν του “Roadrunner”, υπάρχουν πολλά πιο αντιπροσωπευτικά κομμάτια του ήχου του CBGB’s από το “She Cracked”;
Σήμερα του αναθέτουν να κάνει review στο πιλότο του Vinyl, ακριβώς γιατί ήταν εκεί – βασικός παίκτης της σκηνής. Το ομώνυμο κομμάτι απ’ αυτό το άλμπουμ είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό μηδενιστικό anthem της σκηνής, προτού πάρουν τη μερίδα του μέλλοντος στην απασιοδοξία οι Sex Pistols στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Είναι πολύ πιθανό αν έπρεπε αν κλείσουμε σε ένα μόνο riff (ή σε ένα μόνο άλμπουμ) το πνεύμα της Νέας Υόρκης το έτος μηδέν 1977, να μας έφτανε το “Marquee Moon”. Με την απαραίτητη υποσημείωση ότι σε μια σκηνή που το attitude προπορευόταν της μουσικής δεξιοτεχνίας, οι Television ήταν η αρτιότερη μπάντα όλων.
Αυτό το πράγμα ήταν πρωτόφαντο. Δύο σχεδόν κόμικ φιγούρες, ντυμένες στα μαύρα, δημιουργούσαν ένα χάος θορύβου με φθηνά synthesizers και πολυχρησιμοποιημένα drum machines, βγάζοντας από πίσω του ακατάληπτα ουρλιαχτά. Στο πρώτο επεισόδιο του Vinyl κάποιος αναφέρεται στους Alan Vega και Martin Rev ως πολύ niche για να έχουν εμπορική επιτυχία. Δίκαιο. Δε θα μπορούσε φυσικά να ξέρει πόσο επιδραστικοί για εκατοντάδες γκρουπ θα αποδεικνύονταν στο μέλλον.
Τούτοι δω δεν ήταν μαλλιάδες, εριστικοί, «αλήτες». Κι ας έπαιζαν στα ίδια κλαμπ, κι ας έπρεπε με τη σειρά τους να κερδίσουν τα άγρια νιάτα του Lower East Side. Ο ξερακιανός ηγέτης τους, David Byrne, αποδείχθηκε μια από τις σημαντικότερες ιδιοφυίες στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής και το μικροσκοπικό κορίτσι που κένταγε στο μπάσο, η Tina Weymouth, αποτέλεσε cool icon του πιο cool μουσικού οργάνου. Καταχρηστικά διαλέγουμε αυτά τα δύο άλμπουμ, όποιο και να επιλέξεις από τα πρώτα πέντε τους (μέχρι το 1983) είναι καθοριστικό με τον τρόπο του.
Καλοί όλοι αυτοί οι ατίθασοι νέοι, αλλά η σκηνή χρειαζόταν κι ένα sex symbol. Η Debbie Harry, πρώην κουνελάκι του Playboy, ήταν το κατάλληλο κορίτσι την κατάλληλη στιγμή. Βγήκε μπροστά σε ένα γκρουπ που φλέρταρε με την disco και επιβλήθηκε στο mainstream, κυρίως με αυτό εδώ το άλμπουμ. Μάλλον σπάνιο να βρεθούν στο ίδιο σώμα τραγουδιών, θηριώδη hits όπως “Hanging on the Telephone”, “Heart of Glass” και “One Way or Another”, έτσι δεν είναι;
Έχοντας ήδη στην πλάτη τους μια 15ετία, εκ των οποίων τα 10 χρόνια ήταν εκτυφλωτικά, οι Βρετανοί σούπερ σταρ αναζήτησαν τη μούσα τους στη Νέα Υόρκη. Το αποτέλεσμα ήταν «ο disco δίσκος των Rolling Stones» με έναν Mick Jagger ολοκληρωτικά παραδομένο, όπως τον κουτσομπολεύει ακόμα και σήμερα ο Keith Richards, στο γκλίτερ του Studio 54. Λογικό λοιπόν να είναι παραγωγός του Vinyl, σχεδόν 40 χρόνια μετά.
Θρυλική συλλογή της περιόδου (και από τις σημαντικότερες όλων των εποχών) σε παραγωγή Brian Eno. Στον αντίποδα της έλξης που ασκούσε η ΝΥ εκείνης της εποχής σε mainstream ονόματα όπως οι Stones, καλλιτέχνες-τυχοδιώκτες απ’ όλη την Αμερική έφταναν στο LES, πλήρωναν ελάχιστο νοίκι ζώντας ανάμεσα σε χρήστες και μικροεγκληματίες κι αναζητούσαν πώς θα εκφραστούν και θα επιβιώσου. Και μόλις βρίσκονταν στο στούντιο έσπαγαν κάθε κανόνα, επιδιώκοντας τον θόρυβο. Έμειναν στην ιστορία ως no wave.
Το Studio 54 άνοιξε τις πόρτες του το 1977 στο νούμερο 254 της West 54th Street. Ταυτίστηκε με την κυριαρχία της disco κι εξελίχθηκε στο κέντρο της παγκόσμιας celebrity κουλτούρας, το 1979 σύχναζαν εκεί όλοι όσοι ήταν διάσημοι. Από την αφρόκρεμα του Χόλιγουντ στον David Bowie κι από τον Truman Capote στον Salvador Dali και γαλαζοαίματους απ΄όλον τον κόσμο. Τα “Le Freak” και “I Want Your Love” των Chic ήταν δύο από τα χαρακτηριστικότερα anthems του. Ακόμα κι αν οι δημιουργοί τους, Nile Rodgers και Bernard Edwards, δυσκολεύονταν χαρακτηριστικά να περάσουν την σκληρή πόρτα του κλαμπ και να διασκεδάσουν με τους υπόλοιπους.
Ένα χρόνο πριν, η αφομοίωση της disco από το mainstream επικυρώνεται από τη μεγάλη επιτυχία του φιλμ Πυρετός το Σαββατόβραδο που καθιερώνει έναν καινούριο σταρ, τον John Travolta. To σάουντρακ, ασφαλώς ιστορικό.
Την ίδια στιγμή που η «καλή κοινωνία» πάλευε για μια θέση στο Studio 54, τα αληθινά club kids, τα νεοϋρκέζικα «πλάσματα της νύχτας» κατέκλυζαν το Paradise Garage. Έφταναν 10 χρόνια λειτουργίας (1977-1987) για να μείνει στην ιστορία ως ένα από τα σπουδαιότερα κλαμπ όλων των εποχών. Ήταν το βασίλειο του θρυλικού DJ Larry Levan, ενός μύθου που συνδέθηκε όσο κανένας άλλος με τη χορευτική ιστορία της Νέας Υόρκης
Εξέχον μέλος της no wave κοινότητας, ο James White έπαιζε το πιο κακόφωνο σαξόφωνο που είχε ακουστεί μέχρι τότε στην πόλη, ενώ ταυτόχρονα απήγγειλε στο μικρόφωνο βοηθούμενος από μαύρα γυναικεία δεύτερα φωνητικά. Κάπως έτσι εφηύρε το υβρίδιο του punk jazz, κερδίζοντας τη δική του θέση στην ιστορία της εποχής.
Η κιθάρα από αρχετυπικό ροκ εν ρολ όργανο περνάει τα σύνορα της χώρας του αβαν γκαρντ.
Δύο, ήδη αναγνωρισμένα, πρόσωπα που καθόρισαν τα 70s, επεκτείνουν τη συνεργασία τους πέραν του τερέν των Talking Heads, γνωρίζουν στους λευκούς πάνκηδες την αφρικάνικη πολυρυθμικότητα και προετοιμάζουν το έδαφος για την επέλαση της world music αργότερα στα 80s.
Είχε κι ο Jim Jarmusch μπάντα σε εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικής υπερπαραγωγής που έτσι κι αλλιώς επηρέασε ξεκάθαρα και τις ταινίες του. Κι έχουν κάνει ίσως την πιο φευγάτη διασκευή στο “My World Is Empty Without You” που έγινε ποτέ.
Punk, post-punk, no wave, industrial, noise, disco. Όλα αυτά μπλέχθηκαν όμορφα στο δεύτερο μισό των 70s. Φτιάχθηκαν όμως κατά κύριο λόγο από λευκούς για λευκούς. Η μαύρη μουσική παράδοση είχε την επόμενη λέξη. Το electro, όπως λεγόταν τότε, προέκυψε από την κουλτούρα του δρόμου και τους γκραφιτάδες, γέννησε το break dance, σύστησε την τεχνική του sampling, πήγε τον DJ σε άλλο επίπεδο κι αποτέλεσε την πρώτη έκλαμψη ενός είδους που κυριαρχεί -συνδεδεμένο με τη Νέα Υόρκη- εδώ και δεκαετίες: του hip hop.
Ένα φοβερό μπλέξιμο. Η μικρή αλλά επιδραστική 99 Records, προκέκταση του ομώνυμου δισκάδικου στο Greenwich Village, οι 4 αδερφές Scroggins και ο παραγωγός των Joy Division, Martin Hannett να λειτουργεί ως γεφυρα με την άλλη άκρη του Ατλαντικού και τη Factory Records. Κι εγένετο punk funk.
Για την ακρίβεια, το punk funk υβρίδιο είχε ήδη ξεκινήσει από την τετράδα των Liquid Liquid. Αρκετά παραγνωρισμένοι τότε, εκτιμήθηκαν ξανά τις επόμενες δεκαετίες από labels όπως η Domino που κυκλοφόρησε αυτήν την essential συλλογή. Κι από γκρουπ οπως οι LCD Soundsystem που τους οφείλουν μεγάλο μέρος της ύπαρξής τους.
Και βέβαια μέσα σε όλη αυτήν την πανσπερμία, βρέθηκε ο χώρος για να αναδειχθεί το μεγαλύτερο θηλυκό ποπ είδωλο στην ιστορία. Στο δεύτερο της άλμπουμ, η τότε 27χρονη υπερφιλόδοξη κοπέλα, που έψαχνε το δρόμο της δόξας στη Μεγάλη Πόλη, εκρήγνυται και γίνεται σε χρονό μηδέν το πρόσωπο-σύμβολο της νέας πραγματικότητας που ορίζει το MTV. Όταν είχε εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη το 1978, δούλευε σερβιτόρα στα Dunkin’ Donuts.
Οι Sonic Youth σχηματίστηκαν το 1981 στο πλαίσιο της no wave ζύμωσης. Κι έμελλαν να πάρουν τα κλειδιά της μουσικής δημαρχίας της πόλης, εξελισσόμενοι στο πιο αντιπροσωπευτικό νεοϋρκέζικο συγκρότημα από την εποχή των Velvets, ορίζοντας τον όρο “alternative rock”, παίζοντας χωρίς αντίπαλο στη ΝΥ των 80s-90s. Αυτά τα τρία είναι ίσως τα άλμπουμ εκείνα του καταλόγου τους που θα ήταν πολύ διαφορετικά αν ζούσαν κάπου αλλού.
Τι λέγαμε πριν; Madonna και Sonic Youth, τα δύο σημαντικότερα παράγωγα του Μεγάλου Μήλου της δεκαετίας του ’80. Εδώ γίνονται ένα, αφού τα μέλη των δεύτερων διασκευάζουν τολμηρά επιτυχίες της πρώτης (κι άλλα pop anthems των πλαστικών 80s).
Τρεις πιτσιρικάδες με παρελθόν στο γκραφίτι και τις hardcore μπάντες, παίρνουν την σκυτάλη από τους προαναφερθέντες πιονέρους του hip hop. «Σκοτώνουν» με τους crossover άμεσους στίχους τους και το εκπληκτικό flow που βάζει τους λευκούς στο χάρτη του hip hop. Το “No Sleep Till Brooklyn” δικαιωματικά κερδίζει τη θέση του στο νεοϋρκέζικο mixtape της Ιστορίας.
Τα 90s ανήκαν στον Cobain. Στο grunge και το Σιατλ. Στους Nine Inch Nails και το lo-fi. Η Νέα Υόρκη έμεινε ίσως λίγο πίσω. Κι επέστρεψε με το πρώτο μεγάλο άλμπουμ της νέας χιλιετίας. 4 τσογλάνια ξαναδίνουν στην πόλη την αίγλη της ξεπατηκώνοντας με απαράμιλλο αλήτικο στυλ τη μυθολογία των 70s. Η ΝΥ γίνεται ξανά uber cool. Το εξώφυλλο με το μαύρο γάντι και τα γυναικεία οπίσθια παίζει κι αυτό το ρόλο του.
Κι αν οι Strokes ξύπνησαν αναμνήσεις Television, οι Yeah Yeah Yeahs ήρθαν να σταθούν δίπλα τους παρέχοντας το γυναικείο πρόσωπο στο revival. Η Karen O δεν είναι τόσο ψαρωτικά σέξυ, όσο ήταν κάποτε η Debbie Harry, αλλά ξεχωρίζει ως fashion icon για τα μέλη της γενιάς που τσουβαλιαστηκαν ως hipsters. Και στην σκηνή είναι δυναμίτης.
Όλα κάνουν κύκλους. Η Νέα Υόρκη είναι σέξυ, και στο επίκεντρο, ξανά. Κι όπως στα late 70s, ετσι και τώρα, δεν υπάρχουν όρια – η χορευτική και η κιθαριστική μουσική μιξάρονται στο εργαστήρι της DFA που τελικά θα είναι το πιο επιδραστικό label των 00s. Το καταλαβαμε με αυτόν τον δίσκο και κυρίως με το πρώτο ξέφρενο single του “House of the Jealous Lovers”.
Ένα από τα αφεντικά – και δημιουργικός εγκέφαλος – της DFA είναι ο James Murphy, μηχανικός ήχου με κολλημένα ένσημα στο NY underground. Στο πρώτο του single με το σχήμα των LCD Soundsystem, “Losing my Edge”, μας πληροφορεί ότι ήταν «ο πρώτος που έπαιξε Daft Punk στα παιδιά του CBGB’s», ενώ στο τελευταίο κομμάτι του Sound of Silver γράφει μια passive-aggressive NY ερωτική επιστολή με τίτλο “New York, I Love You but You’re Bringing Me Down”. Στα 00s, τα κλειδιά της πόλης ήταν δικά του.
Κλείνοντας αυτό το μουσικό ταξίδι στη Νέα Υόρκη, θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε τον υποτιμημένο Arthur Russell. Παιδί κι αυτός της απίθανης φουρνιάς των late 70s – early 80s, μουσικός που έπαιζε σε δύο ταμπλό. Από τη μία με διάφορα ψευδώνυμα έφτιαχνε disco gems για τις πίστες, από την άλλη συνέθετε άλμπουμ που συνέχιζαν το ambient του Brian Eno και στέκονται σήμερα δίπλα στς δουλειές του Philip Glass. Πέθανε το 1992 σε ηλικία μόλις 41 ετών, αυτή η συλλογή δίνει μια πρωτη ιδέα για το έργο του.