Η ζωή του ήταν ένα έργο τέχνης στο οποίο συνυπήρχαν -μοιραία και αντιθετικά- το φως και το σκοτάδι, η εντυπωσιακή ευφυΐα και η συναισθηματική εκλέπτυνση, η εξαιρετική αποδοχή και -αλίμονο- η ελεύθερη πτώση. Όσο για το έργο του, συνοψίζει ιδανικά την σπάνια νοημοσύνη του, τα ανυπέρβλητα πάθη του, την ασυνήθιστη ικανότητα που διέθετε να αποκτάει -εν τέλει- ό,τι ήθελε: φήμη, δόξα, χρήμα, έρωτα. Αυτή ήταν -όπως αποδείχτηκε- και η τραγωδία του.
Ο Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900) θα μπορούσε -με δυο λόγια- να χαρακτηριστεί «πρίγκιπας του παραδόξου». Και αυτό όχι μόνο γιατί διέθετε μία εγγενή ροπή προς τις κάθε λογής παραδοξολογίες, αλλά και για την αυτάρεσκη εμμονή του να προβάλει την ευφυΐα του μέσα από ευφάνταστες και ευρηματικές αντιστροφές του συστήματος αξιών της εποχής του.
Από τους κύριους εκπροσώπους του ρεύματος του αισθητισμού, ο Ουάιλντ υιοθέτησε το δόγμα της «τέχνης για την τέχνη», αρνούμενος την όποια αναγκαιότητα της ηθικής διάστασης στις καλλιτεχνικές δημιουργίες. Σε γενικές γραμμές, οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς του αισθητισμού πίστευαν ότι η τέχνη δεν έχει κάποιον διδακτικό σκοπό αλλά χρειάζεται μόνο να είναι όμορφη. Έτσι, ο αισθητισμός αποθέωσε την λατρεία της ομορφιάς ως τη βασικότερη παράμετρο στην τέχνη.
Μάλιστα, οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι η μόνη δικαίωση της εφήμερης ανθρώπινης υπόστασης είναι η μετατροπή της ζωής σε έργο τέχνης. Ήταν, λοιπόν, θέμα χρόνου για τον ευφυή Ιρλανδό να αποκτήσει σημαντική φήμη ως ο πλέον προβεβλημένος εκπρόσωπος του αισθητισμού και ακολούθως να εξιδανικευτεί.
Το 1881 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή η οποία έλαβε θετικές κριτικές, ενώ το Δεκέμβριο του ίδιου έτους ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη για μία σειρά διαλέξεων για το αισθητικό κίνημα στη Βρετανία: «Δεν έχω τίποτα να δηλώσω εκτός από τη μεγαλοφυΐα μου» θα πει στους εμβρόντητους τελωνειακούς. Τα επόμενα χρόνια αποδεικνύονται ιδιαίτερα παραγωγικά σε ό,τι αφορά το λογοτεχνικό έργο του και η φήμη του εξαπλώνεται θεαματικά.
Μέσα από τους αναπάντεχους αφορισμούς του, τους λεκτικούς διαξιφισμούς και τις φραστικές εκπλήξεις, τους σπινθηρισμούς του πνεύματός του με τις ακροβατικές διατυπώσεις του και τις απρόσμενες εικόνες, ο Ουάιλντ κατασκευάζει αραβουργήματα λόγου – μια λογοτεχνία λαμπερή και ζωηρόχρωμη μέσα από μια προσποιητή απλότητα.
Ώσπου, το 1890, κυκλοφορεί το μοναδικό μυθιστόρημά του: «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» το οποίο είναι απολύτως αποκαλυπτικό για την πεμπτουσία της τέχνης του και της ζωής του. Πρόκειται για την άνοδο και την πτώση ενός νεαρού αριστοκράτη δανδή που χάρη σε μια μαγική ευχή καταφέρνει να διατηρήσει τη νεότητά του, με τα γηρατειά και τις ρυτίδες να αποτυπώνονται σε μια προσωπογραφία του – φιλοτεχνημένη από ένα φίλο του.
Απαλλαγμένος από τη φθορά του χρόνου -η οποία συσσωρεύεται στο πορτρέτο του και όχι στο πρόσωπό του- ο Ντόριαν Γκρέυ μετατρέπεται σταδιακά σε ένα ανθρώπινο τέρας που βυθίζεται χωρίς αναστολές στις εφήμερες ηδονές ικανός να καταστρέφει ακόμα και όσους τον αγαπούσαν. Ως τη στιγμή που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις τύψεις του και αποφασίζοντας να αλλάξει ζωή και «να γίνει καλός», σκίζει με ένα μαχαίρι το πορτρέτο του και πέφτει νεκρός.
Νεκρός, ενώ το πορτρέτο του δείχνει πάλι νέο και δροσερό, στα είκοσί του χρόνια. Το αριστούργημα του Ουάιλντ μας προσφέρει, εκ πρώτης όψεως, ένα ηθικό δίδαγμα – ότι η κακία και το έγκλημα μας κάνουν άξεστους και άσχημους και μας οδηγούν στο θάνατο. Στην πραγματικότητα, όμως, ο ιδιοφυής συγγραφέας εννοεί το ακριβώς αντίθετο: ο Ντόριαν Γκρέυ τιμωρείται επειδή μεταμελείται, αποφασίζοντας να γίνει «καλός». Έτσι, αντί να γίνει κυρίαρχος της ζωής, γίνεται αιχμάλωτός της και γι’ αυτό αφανίζεται.
Η αποκάλυψη του τέλους του μυθιστορήματος δεν το «αδυνατίζει» στο ελάχιστο, αφού η διαχρονική του ισχύς βρίσκεται αλλού: στην αξία της εκάστοτε παραδοξολογίας η οποία χρησιμοποιείται συνειδητά και απαράμιλλα, πάντα μέσα από μία αρνητική, διαλυτική και σταθερά εντυπωσιακή επιγραμματικότητα, όπως όταν αποφαίνεται: «Υπάρχει πάντα κάτι το γελοίο στα συναισθήματα των ανθρώπων που πάψαμε να αγαπούμε».
Είναι το περίφημο βιβλίο που χρησιμοποιήθηκε εναντίον του κατά την διάρκεια της μεταγενέστερης δίκης του, το 1895, στην οποία καταδικάστηκε για ομοφυλοφιλία -λόγω της σχέση του με τον Λόρδο Αλφρεντ Ντάγκλας- σε καταναγκαστικά έργα δύο ετών. Αλλά και ένα εξαιρετικό, ιστορικής σημασίας εγχείρημα, που αναδεικνύει μοναδικά την μεγαλύτερη εμμονή του: να αποτυπώσει ανάγλυφα εκείνη τη μεταμόρφωση που επιφέρει η τέχνη στην πραγματικότητα, υποστηρίζοντας για ακόμη μία φορά την άποψη που κάποτε ο ίδιος διατύπωσε αριστοτεχνικά: ότι -δηλαδή- «η ζωή μιμείται την τέχνη».
Στο «Συζητώντας με τον Όσκαρ Oυάιλντ», ο Merlin Holland, ο μοναδικός εγγονός του συγγραφέα, συναντά τον παππού του και του θέτει, μεταξύ άλλων, ένα ερώτημα: Πώς έφτασε από το ζενίθ της δόξας στο απόλυτο ναδίρ της ατίμωσης; Στον εξαιρετικό πρόλογό του, ο Simon Callow επισημαίνει ότι η σημερινή φήμη του συγγραφέα «είναι η καλύτερη που είχε ποτέ».
Σίγουρα, στον σύγχρονο κόσμο είναι ευρέως αναγνωρισμένος αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου έτσι κατά τη διάρκεια της ζωής του. Όταν αποκαλύφθηκε η ομοφυλοφιλία του, αντιμετωπίστηκε ως παρίας από το βρετανικό κατεστημένο και απομακρύνθηκε από την «αξιοπρεπή» κοινωνία. Όπως ισχυρίζεται εύστοχα ο Callow: «Η άγρια μεταχείριση του στα χέρια του αγγλικού νόμου ήταν για πολλές γενιές μια πανίσχυρη εικόνα ενός φαύλου παραλογισμού».
Ο συγγραφέας για σειρά ετών ερεύνησε τη ζωή και το έργο του παππού του. Σε αυτόν τον «φανταστικό διάλογο που βασίζεται σε βιογραφικά γεγονότα», ο Holland παρακολουθεί με διαύγεια τον πασίγνωστο συγγενή του, από τη γέννησή του στο Δουβλίνο μέχρι εκείνες τις δύσκολες μέρες στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μέσα από τις εκπληκτικές συνομιλίες του στα καλύτερα σαλόνια του Λονδίνου όταν απολάμβανε τους μεγάλους λογοτεχνικούς θριάμβους του και μας οδηγεί στην ανατομία της σχέσης του με τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας που τον οδήγησε στην καταστροφή.
Πρόκειται για μία ευρηματική προσέγγιση -με μια αδιόρατη θλίψη και με ένα πικρό χιούμορ- σχετικά με την σύνθλιψη του πιο λαμπρού μυαλού της βικτωριανής Αγγλίας, στην κορύφωση της δημιουργικής πορείας του. Εάν, πράγματι, «η ζωή μιμείται την τέχνη» τότε ο βίος του Όσκαρ Ουάιλντ θα αποτελούσε την πρώτη ύλη του πιο παράλογου μυθιστορήματος που θα αναδείκνυε –αν μη τι άλλο- την ασύλληπτη υποκρισία μιας κατασκότεινης εποχής…
Merlin Holland
«Συζητώντας με τον Όσκαρ Ουάιλντ»
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Σελίδες: 168
Εκδόσεις: Διόπτρα
«Κβάντι»
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 256
Η δολοφονία ενός άντρα χωρίς ταυτότητα στους δρόμους της Μονμάρτης οδηγεί τις έρευνες της γαλλικής αστυνομίας σε αδιέξοδο. Την ίδια ώρα στο νεκροταφείο κάποιου ελληνικού χωριού ο ντετέκτιβ Κρις Πάπας κρατάει στα χέρια του έναν παλιό χάρτη, γεμάτο σημάδια: αλλεπάλληλα ταξίδια, τεθλασμένες γραμμές, παράλληλες πορείες, ως την άκρη της ερήμου Καλαχάρι. Τα τελευταία ίχνη τον παρασύρουν πάνω στις παρισινές στέγες σε μια αναπόδραστη ιστορία αίματος.
«Κρύο δέρμα – Η τριλογία της Στέλλας Άνταμς (Τρίτο βιβλίο)»
Εκδόσεις: Bell
Σελίδες: 416
Ενώ η Αθήνα προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στο πέπλο της πρωτοφανούς παγωνιάς που την έχει καλύψει από άκρη σ’ άκρη, ένας σα-διστικός εκδικητής χωρίς πρόσωπο αναλαμβάνει να απονείμει τις πιο απάνθρωπες ποινές σε όσους ξεφεύγουν από τη δικαιοσύνη. Την ίδια στιγμή, η εν ψυχρώ εκτέλεση ενός ξένου άντρα στην Αχαρνών θα αφήσει ένα αθώο παιδί τραυματισμένο και τρομοκρατημένο, ολομόναχο σε μια άγνωστη, αφιλόξενη, άγρια πόλη. Όμως εκείνο που περισσότερο από καθετί θα κάνει την καρδιά τής αστυνόμου Στέλλας Άνταμς να τρέμει από τη φρίκη είναι η εμφάνιση, με σάρκα και οστά αυτή τη φορά, του μεγαλύτερου εφιάλτη της. Πρόκειται για το τρίτο μέρος της «Τριλογίας της Στέλλας Άνταμς».
«Άμνετ»
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 392
Ένα αγόρι, που το πέρασμά του από τη ζωή χάθηκε στη λησμονιά, αλλά το όνομά του έμεινε στην Ιστορία ως ο τίτλος ενός από τα διασημότερα θεατρικά έργα όλων των εποχών, ζωντανεύει από την πένα μιας σπουδαίας συγγραφέως στην καλύτερή της στιγμή. Αυτή είναι η συγκινητική ιστορία του Άμνετ, που, μια καλοκαιριάτικη μέρα του 1596, στο Στράτφορντ, αναζητά απεγνωσμένα βοήθεια για να σώσει τη δίδυμη αδερφή του, η οποία πέφτει στο κρεβάτι με πυρετό. Κανένας δεν είναι στο σπίτι. Η μάνα τους, η Άγκνες, είναι στον κήπο όπου καλλιεργεί βοτάνια, ενώ ο πατέρας τους λείπει στο Λονδίνο για δουλειά. Οι δυο γονείς δεν ξέρουν πως μέχρι το τέλος της εβδομάδας ένα από τα παιδιά τους δε θα είναι πλέον στη ζωή. Το βραβευμένο ιστορικό μυθιστόρημα της Μάγκι Ο’ Φάρελ είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα.
«Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι»
Μετάφραση: Έφη Φρυδά
Εκδόσεις: Gutenberg
Σελίδες: 328
Ο Λιτλ Ντογκ, Αμερικανός βιετναμέζικης καταγωγής, φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του απ’ τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη δραματική ζωή της στοργικής αλλά συχνά βίαιης μητέρας του και της ταλαιπωρημένης γιαγιάς του. Παράλληλα, ψηλαφώντας τα τραύματα του παρελθόντος αποκαλύπτει σκέψεις και πλευρές της ζωής του που η μητέρα του αγνοούσε: αγωνίες, φόβους, έναν δυνατό έρωτα. Μια ωμή αλλά βαθιά λυρική και ειλικρινής εξομολόγηση που φτάνει στη θαρραλέα αποκάλυψη συγκλονιστικών προσωπικών στιγμών.