ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ 1Ο: SHELLAC
Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015, στο ΑΝ club, στην Αθήνα. Δίπλα μου τρεκλίζει το πιο θλιβερό πρεζόνι που έχω δει εδώ και χρόνια. Γύρω φάτσες γνώριμες, μα και άγνωστοι. Άνθρωποι προσηλωμένοι σε κάτι που αγαπώ. Και γι’αυτό όμορφοι. Γοητευτικοί σαν ελπίδα εξέγερσης. Διεγερτικοί σα διφορούμενη άρνηση. Μέσα σε μια ελεγχόμενη ηλεκτρική καταιγίδα, συνειδητοποιώ πως ζούμε όλοι σαν… τερμίτες! Σιγοτρώμε τους τεράστιους ξύλινους όγκους των mainstream σαλονιών. Όλοι, όσοι πληρώσαμε το τίμιο εισιτήριο του ΑΝ, όσοι αγοράζουμε ακόμη δίσκους, όσοι ανταλλάσσουμε μουσικές και σκέψεις, όσοι υπερασπιζόμαστε μια άλλη λογική, μια άλλη σκέψη, μια άλλη αισθητική. Όλοι!
ΟΚ. Δεν κάνουμε και πολλά. Φτιάχνουμε οδοφράγματα με καφάσια από μπύρες, απέναντι στους μέινστρημ μηντιακούς οδοστρωτήρες. Όμως, συνεχίζουμε και σιγοτρώμε εκείνους τους τεράστιους ξύλινους όγκους. Κόκκο-κόκκο, αργά και σταθερά. Με κάθε τραγούδι, με κάθε κραυγή, με κάθε συζήτηση, με κάθε κοπάνημα, με κάθε χειροκρότημα. Και απόψε, εδώ, συμβαίνει μια εκλεκτή συνάντηση τέτοιων τερμιτών. Και ο αρχηγός μας είναι ένας τερμίτης που όχι μόνο έχει σιγοφάει τόνους από κυριλέ έπιπλα, αλλά έμαθε και να χρησιμοποιεί σπίρτα! Και έχει αρκετή εμπειρία για να μην τα ανάψει καταστρέφοντας την τροφή μας, αλλά και αρκετό θράσος ώστε κάθε ξύλινος μάνατζερ να τον σκέφτεται κάθε φορά που πάει να αποθέσει το βολεμένο κώλο του σε κάποια ντηζαϊνάτη πολυθρόνα…
Μπροστά μου παίζουν οι Shellac και πίσω μου τρέχουν λυσσασμένες αναμνήσεις. Δε θυμάμαι πόσες φορές τους έχω δει. Προσπαθώ να υπολογίσω και μου βγαίνουν 13. Δεν είμαι σίγουρος. Όσο ξαναπροσπαθώ, τόσο χάνω το μέτρημα. Όσο χάνω το μέτρημα, τόσο γλιστράω προς το χείλος της δίνης τους. Δεν τους πήρε ούτε τρία τραγούδια! Με ακρίβεια χειρούργου και ταχύτητα δρομέα, αποδόμησαν όλη τη συγκροτημένη σοβαροφάνεια που φόρεσα για να πάω να τους δω. Θραύσματα από σπασμένα συνθήματα περνάνε πίσω από μια αόρατη οθόνη.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι ένας ηχοπαραγωγός οργανισμός που τρέφεται από τις μεταβολές των παλμών του.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι η μηχανή που θρυμματίζει κάθε δισταγμό σου.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι ο δεσμοφύλακας του χάους που ταξινομεί τις συχνότητες με κλισαρισμένα ριφ.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι ο ιός που μεταλλάσσει την αστική παράνοια σε καθησυχαστική φυσιολογία.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι ένα αδηφάγο τέρας ρυθμών, εικόνων και αφηγήσεων.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι ο άβακας που μετράει με χαμένους σφυγμούς την κατανάλωση της νιότης σου.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι μια κραυγή σωματοποιημένη, αλλά ποτέ αρκετά εκτονωμένη.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι ένα κτήνος φτιαγμένο από τρεις ανθρώπους που παίζουν εναλλάξ το ρόλο του μυαλού, της ψυχής και του σώματός του.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι ένα “ηχοβόλο” όπλο που θα εκτίθεται στα μουσεία κοινωνικών πολέμων του 2.213 μ.Χ.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι σχολή. Κυρίως για ντράμερ.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Είναι η αφορμή για να αρχίσεις μια καλή μπάντα. Ή για να σταματήσεις μια κακή.
– Οι Shellac δεν είναι μπάντα.
– Γιατί, αν είναι, όλες οι υπόλοιπες μπάντες του κόσμου απλώς… τη γάμησαν!
ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ 2Ο: SAVAGES
Οι Savages μας πρόσφεραν μια από τις ωραιότερες συναυλιακές στιγμές των τελευταίων δέκα (ίσως και παραπάνω) χρόνων. Μας παρουσίασαν σχεδόν το μισό νέο δίσκο τους -πιθανότατα ένα από τα άλμπουμ του 2016. Μας θύμισαν πώς είναι να βλέπεις αυτό που συμβαίνει ΤΩΡΑ και επιβεβαίωσαν πως η post-punk αιωνιότητα που ζούμε μπορεί ακόμη να μας προσφέρει συγκινήσεις. Έχοντας ολοκληρώσει το νέο τους δίσκο και έχοντας κάνει πάνω από 300 live εμφανίσεις ανά τον κόσμο την τελευταία τριετία, τις πετύχαμε στο απόλυτο momentum!
Ένας φίλος, στη διάρκεια του live, μου είπε “πιο Siouxsie πεθαίνεις!”. Ο συγκεκριμένος φαινόταν να περνάει καλά. Όμως, αν κάποιος σκεφτόταν ότι απολάμβανε κάτι που είχε απολαύσει ξανά παλιότερα, ίσως να έχανε όλη την ουσία της βραδιάς. Στον (εν πολλοίς βαρετό) ποστ-πανκ κόσμο μας οι καινοτομίες σπανίζουν. Μοιάζουν να έχουν λεχθεί ΟΛΑ με ΟΛΟΥΣ τους πιθανούς τρόπους. Προφανώς οι Savages κινούνται σε ένα ηχοτοπίο με πολύ… Siouxsie, κάμποσο… Cave, λίγο Joy Division και αρκετή… Coco Chanel! Αυτές είναι κάποιες από τις επιρροές τους. Εκλεκτές και καλά προσαρμοσμένες. Οι ίδιες δηλώνουν πως οι καλλιτέχνες που επέδρασαν αποφασιστικά στην απόφασή τους να φτιάξουν την μπάντα και στον μετέπειτα ήχο τους είναι ο Rowland S. Howard και οι Modern Lovers του Richman! Επομένως, η επιμονή όλων μας να μιλάμε μόνο για τα προαναφερθέντα μεγαθήρια, ίσως αποτελεί και αδυναμία ανάγνωσης όλου του ηχητικού καμβά τους.
Θα μου πείτε, “άκουσες πουθενά το velvet-ικό garage των Modern Lovers;”. Όχι. Είδα, όμως, μια μπάντα που προσπαθεί να παίξει rock’n’roll. Απλό και ξεκάθαρο. Φτιαγμένο με γνώριμα υλικά, εμποτισμένα με νεύρο, φρεσκάδα, απενοχοποιημένη και ακομπλεξάριστη θηλυκότητα και κάποιες (λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες) δικές τους ιδέες. Μία τέτοια ιδέα ήταν η εκκωφαντική ρύθμιση των ντραμς και ειδικά της μπότας. Ακόμη γελάω με το ειρωνικά σηκωμένο φρύδι μου, την ώρα που έβλεπα τον ηχολήπτη τους να ζητάει να ανεβάσουν την ένταση της μπότας σε σημείο που δονούσε τα υπόλοιπα όργανα επί σκηνής. Ήμουν βέβαιος ότι οδεύαμε προς ηχητικό βατερλώ. Πού να ήξερα τι με περίμενε! Η μπότα, λοιπόν, χτυπούσε (ή μάλλον… άστραφτε και βρόνταγε!) λίγα κλάσματα έξω από το μέτρο της τρομερής μπασίστριας, δίνοντας έναν (ενίοτε άβολο, μα συνήθως πορωτικό) πρωτογονισμό στο ρυθμό τους. Η δε Jehnny πρόσθεσε στην εξίσωση δυο σπουδαία αντιφατικά συστατικά: τον τσαμπουκά των γαλλικών προαστίων και την παρισινή φινέτσα της!
Αν δεν συνυπολογίσουμε όλα αυτά, τότε προφανώς ακούσαμε κάτι που έχουμε ξανακούσει και είδαμε κάτι που έχουμε ξαναδεί. Αυτό, όμως, μπορώ να το πω για κάθε σχήμα που είδαμε τις τρεις προηγούμενες μέρες στην Πειραιώς. Ακόμη και για τη γοητευτική Pharmakon, ή τον εκπληκτικό Andy Stott! Και εν τέλει, αυτό δεν έχει καμία σημασία. Δεν πήγαμε σε φεστιβάλ μουσικής καινοτομίας, αλλά σε ένα γαμάτο μάζεμα, μερικών από τα πιο ενδιαφέροντα σχήματα, που κινούνται στην ανήσυχη όχθη της ενεργής παγκόσμιας ποπ κουλτούρας. Μάλιστα πολλά από αυτά κινούνται στα ολοένα και πιο θολά σύνορα μεταξύ underground και “ποιοτικού mainstream”.
Θαύμασα την άνεση της Jehnny Beth (κατά κόσμο Camille Berthomier) όταν αφέθηκε στα χέρια του κοινού της. Ασυναίσθητα συνέκρινα τη σκηνή με το προμελετημένο crowd standing του Cave ή το ανεξέλεγκτο crowd surfing του Iggy. Με απίστευτη φινέτσα και απλότητα, έπεσε δυο φορές στην αγκαλιά μας και επανήλθε στη σκηνή σχεδόν ατσαλάκωτη! (Φυσικά, διάλεξε προσεκτικά την πλευρά μακριά από τον αγενή φωνακλά που ούρλιαζε την ώρα του ‘Adore’, πόσο μισούσε τη ζωή του, και στον οποίο η ίδια είπε «don’t fuckin’ fuck with me”, με τόνο σχετικά ήπιο αλλά και αδιαπραγμάτευτο).
Όταν τις είχα δει στο Primavera 2013, οι Savages ήταν μια ελπιδοφόρα μπάντα. Στο φετινό Plissken ήταν μια σπουδαία, δεμένη και δουλεμένη μπάντα. Με απίστευτη ενέργεια και on stage παρουσία. Ο καθένας έχει δικαίωμα να ενθουσιάζεται ή να βαριέται με οποιαδήποτε μπάντα. Όμως, το να μιλάνε κάποιοι για μέτρια εμφάνιση, μπορεί να εξηγηθεί μόνο με λόγους άσχετους από το γκρουπ: Αν κάποιοι στέκονταν πολύ μακριά από τη σκηνή μπορεί ο αέρας να προκαλούσε μεγάλο “σκόρπισμα” και να έδινε την εντύπωση μιας μπερδεμένης, ασύνδετης και αδούλευτης μπάντας. Όμως, τίποτε από τα παραπάνω δε χαρακτήρισε πραγματικά την εμφάνιση τους. Ίσως να τους ταιριάζει καλύτερα ένα κλειστό (με σωστό ήχο) club, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν έπαιξαν καλά το βράδυ της Παρασκευής. Αντιθέτως. Επίσης, τα νέα τραγούδια τους είναι πολύ δυνατά! Το 2013 ήλπιζα στις Savages. Το 2015 πιστεύω σε αυτές.
Υ.Γ.: Διάβασα στα εγχώρια social media πολλά “υπεράνω” και “ψαγμένα” σχόλια για αυτή την εμφάνιση. Δεν με πείραξε ποτέ η αντιγραφή, ειδικά όταν δεν είναι στείρα. Τα κορίτσια, έχουν ιδέες και τρόπους δικούς τους, αλλά έχουν επιλέξει να ακολουθούν και μια μανιέρα που έχει καθιερωθεί εδώ και 30 χρόνια! Υπενθυμίζω πως στις μέρες μας οι καινοτομίες σπανίζουν. Επίσης, οι Savages δεν έταξαν ποτέ κάτι άλλο από αυτό που είδαμε. Προσωπικά, πέρασα εκπληκτικά και θαύμασα αυτό που θα χάλαγε πολλούς παλιομοδίτες πάνκηδες: την άνεσή τους επί σκηνής. Το καλώς εννοούμενο τσαμπουκάλεμα. Το “μεγάλωμά” τους. Την άνεσή τους να επικοινωνήσουν με μεγαλύτερα ακροατήρια, χωρίς να το παίξουν χαζοχαρούμενες bimbos.