Ο Άκης Παπαντώνης αναρωτιέται αν η στοργικότητα είναι βιοχημικό λάθος

Στον Καρυότυπο, το πρώτο βιβλίο του βιολόγου Άκη Παπαντώνη, ο Ν., δηλαδή ο ήρωας του βιβλίου, πεθαίνει στη δεύτερη σελίδα. Ο Παπαντώνης θέλει από νωρίς να ξεμπερδεύει με τον θάνατο για να ασχοληθεί με τη ζωή, τη ζωή σαν μια διαρκή διαδικασία κατασκευής και ταξινόμησης αναμνήσεων που μας καθορίζουν περισσότερο από όσο αντέχουμε.

Στο μυαλό μου οι βιολόγοι συγγενεύουν με τους καλλιτέχνες και γνωρίζω αρκετούς που ασχολούνται με διαφορετικές μορφές τέχνης. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η αλήθεια είναι πως αρκετοί βιολόγοι έχουν εκδώσει βιβλίο πρόσφατα. Στην Κίχλη είμαστε τρεις: ο Γιώργος Μητάς, ο Μιχάλης Μακρόπουλος κι εγώ. Η βιολογία άλλωστε θέτει και φιλοσοφικά ερωτήματα. Προσωπικά δεν εκκίνησα να γράφω από τη βιολογία, αλλά από κάτι που στέκεται στον αντίποδα της: τον θάνατο. Η βιολογική μας ζωή κάποτε τελειώνει και καθορίζεται από τη μνήμη, που συχνά είναι μνήμη θανάτου. Εννοώ ότι δεν αναγνωρίζουμε συνειδητά μνήμες πριν την ηλικία των τριών ετών για παράδειγμα. Η μελέτη της μνήμης γίνεται φαινομενολογικά, εξετάζεις δηλαδή αν πχ το ποντίκι θυμάται ένα ερέθισμα και η μνήμη στα πειράματα συνδέεται πάντα με τη μάθηση. Τα φιλοσοφικά όμως ερωτήματα που εγείρονται από τη μνήμη, το από πότε θυμόμαστε ή αν υπάρχει τρόπος να ανακαλέσουμε αναμνήσεις που αδυνατούμε συνειδητά να φέρουμε στο προσκήνιο -όπως συμβαίνει και με τον ήρωα του βιβλίου, που του έρχονται ως φλας κάποιες εικόνες που τον έχουν καθορίσει- τα ζητήματα της αναπτυξιακής βιολογίας που λέει πως είναι καθοριστικές οι μνήμες των πρώτων δύο ή τριών ετών για τη σχέση με τους γονείς, για την ανάπτυξη του παιδιού, πώς θα τα απαντήσουμε; Το παιδί δεν θυμάται πόσο συχνά θήλαζε, δεν έχει ανάμνηση από αυτό, αλλά μπορεί να έχει κατασκευάσει ανάμνηση από το τι του έλεγε η μητέρα του για τον θηλασμό. Συνεπώς, η μνήμη κατασκευάζεται όπως κατασκευάζεται και η λογοτεχνία.

Μήπως το πρόβλημα του ήρωα είναι ότι δεν έχει εκπαιδευτεί να λειτουργεί δημιουργικά με τη μνήμη του; Εγώ δεν ξέρω πολύ περισσότερα γι’ αυτόν τον τύπο από ό,τι ξέρεις εσύ.  Η πραγματικότητα για τα βιβλία που θέλω να γράψω εγώ έγκειται στο ότι ο ήρωας είναι αυτός που είναι, με τις ασάφειες του, αλλά και με όσα τον χαρακτηρίζουν. Δεν γνωρίζω πολλά περισσότερα από τον αναγνώστη και θεωρώ ότι δεν είναι η θέση μου να εξηγώ ή να απολογούμαι εκ μέρους του ήρωα.

Όταν ολοκληρώνεις τον γραπτό σου και το διαβάζεις μετά από λίγο καιρό βρίσκεις απαντήσεις γιατί κατασκεύασες με τον συγκεκριμένο τρόπο το συγκεκριμένο ήρωα; Σε κάποιο βαθμό, ναι. Δεν πιστεύω καθόλου αυτό που λένε κάποιοι πως από κάποιο σημείο κα μετά ο ήρωας αυτονομείται ή πως το βιβλίο γράφεται μόνο του∙ προφανώς μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω. Η λογοτεχνία υπάρχει για να μας υπενθυμίζει ερωτήματα. Σπανίως για να δίνει απαντήσεις, γιατί τότε εκπίπτει και γίνεται διδακτική. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο έχω απαντήσεις σε κάποια από τα ερωτήματα του βιβλίου, όχι σε όλα. Ξέρω ότι η μνήμη είναι κατασκευασμένη, ότι την επηρεάζουμε, ότι ανάμνηση είναι αυτό που επιλέγουμε να θυμόμαστε. Δεν έχω απάντηση στο γιατί αυτός ο ήρωας είναι ψυχαναγκαστικός. Υπάρχει όμως λογοτεχνική απάντηση ως προς τις επιλογές του βιβλίου, ότι δηλαδή χρειαζόταν να είναι κάπως ώστε να είναι συνεπής με αυτό που ήθελε να δείξει το βιβλίο. Η υπερβολή σαφώς βοηθάει. Σε μια κριτική διατυπωνόταν το ερώτημα: γιατί ο ήρωας χρειαζόταν να είναι ορφανό του Τσαουσέσκου και όχι ένα ορφανό στους δρόμους της Ουάσινγκτον; Δεν χρειαζόταν, όμως ήταν μια αφηγηματική συνθήκη την οποία ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει και να συνδεθεί μαζί της. Επίσης υπάρχουν πολλά στοιχεία που εκμεταλλεύτηκα για να φτιάξω ένα κοινωνικό πλαίσιο το οποίο ταίριαζε και με την ηλικία του ήρωα. Τέλος, μέσω του επιβλέποντά μου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, έμαθα για την ιστορία ενός ορφανού του Τσαουσέσκου, που πλέον έχει μεγαλώσει και έχει υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι, σπουδάζει και έχει κοινωνικοποιηθεί πλήρως, όμως έχουν παρατηρήσει οι δικοί του κάτι ιδιαίτερο: όταν π.χ. βρίσκεται σε μια οικογενειακή γιορτή, αν τυχόν βρεθεί κάποια στιγμή μόνος του και νιώθει πως κανείς δεν τον βλέπει, τότε αρχίζει να χαϊδεύει τον εαυτό του στον σβέρκο—ένα είδος λανθάνοντος αντανακλαστικού στοργής, στοργής που του έλειψε στα καθοριστικά παιδικά χρόνια.

Στο βιβλίο ο ήρωας σε έναν εφιάλτη του αναρωτιέται  «Είναι η στοργικότητα ένα βιοχημικό λάθος»; Ένας οργανισμός, όπως εγώ κι εσύ, είναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής χημικών ουσιών. Η καρδιά σου για να χτυπήσει βάζει και βγάζει μέσα από τα κύτταρα ασβέστιο, υπάρχει ένα σήμα που δίνει ένας νευρώνας ώστε να γίνει αυτό, και του νευρώνα του το «λέει» κάποιος άλλος νευρώνας, που του το «θυμίζει» ένα σημείο που βρίσκεται στον εγκέφαλό, το οποίο για να λειτουργήσει χρειάζεται γλυκόζη, η οποία πρέπει να παραχθεί και πάει λέγοντας. Θεωρείται φοβερά κυνικό από πολύ κόσμο να αντιμετωπίζεις έτσι την ζωή, γιατί θεωρούν ότι ο Άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που εξελίχθηκε πέραν της βιοχημικής του υπόστασης. Είναι ενδιαφέρον πως ό,τι κι αν είναι ο άνθρωπος, όσο υψηλή διανοητικότητα κι αν έχει, όση υψηλή συναισθηματικότητα κι αν έχει, δεν παύει να είναι ένα τεράστιο εργοστάσιο. Απλώς θέλω να πω είναι ότι μια μητέρα, είτε μια μητέρα-άνθρωπος είτε μια μητέρα-ποντικός, στηρίζει μεγάλο μέρος της στοργικότητάς της στο τι της υπαγορεύουν οι ορμόνες της να κάνει. Οπότε υπάρχει πάντα ένα βιοχημικό υπόβαθρο. Ο ήρωας αναρωτιέται αν η στοργικότητα είναι λάθος επειδή κατάφερε να επιβιώσει χωρίς αυτήν. Αν προσπαθούσα όμως να ερμηνεύσω τον ήρωα, θα έλεγα ότι έχει ανάγκη τους θετούς του γονείς και ότι τους αγαπά, αλλά αυτό του «κλωτσάει» γιατί το έλλειμμα στοργής στα πρώιμα χρόνια του αποδεικνύεται καθοριστικό.

Όμως τα συναισθήματα είναι ούτως ή άλλως υπέρ της επιβίωσης. Θέλω να πω ότι αν το δούμε κι εντελώς κυνικά το αίσθημα της συντροφικότητας σε οδηγεί στην «έξυπνη» επιλογή να είσαι μαζί με κάποιον, αν πάθεις κάτι κάποιος θα είναι εκεί για να σε βοηθήσει. Ισχύει. Το βιβλίο πραγματεύεται δύο πράγματα: τη μνήμη και την μοναξιά. Είναι σαφές ότι είμαστε μη μοναχικά όντα. Είμαστε σε μια εποχή έντονης δικτύωσης, αλλά και ταυτόχρονα ισχυρής μοναξιάς. Ειδικά, οι επιστήμονες καλούνται να αλλάζουν συχνά χώρα λόγω δουλειάς, σε κάθε χώρα βρίσκονται σε κατάσταση transit γιατί θα κάτσουν όσο ορίζει το συμβόλαιο τους, και μετά θα αναζητήσουν νέο συμβόλαιο, πολύ πιθανόν σε μια άλλη χώρα. Γίνεται μια μεγάλη συζήτηση αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη αν αυτό που ονομάζεται «κινητικότητα» των επιστημόνων είναι και ο κοινωνικός τους θάνατος. Σαφώς και είναι πιο αποδοτικός ένας άνθρωπος που είναι μόνος του και πηγαίνει από εργαστήριο σε εργαστήριο, απόλυτα αφοσιωμένος στην εργασία του αλλά ποια είναι η κοινωνική του υπόσταση; Αν μπορούσα να διαλέξω μια σκηνή από ολόκληρο το βιβλίο θα κρατούσα εκείνη που ο ήρωας δεν βγάζει τα πράγματα από την βαλίτσα του εξαιτίας αυτής της αίσθησης του μονίμως προσωρινού. Και αυτή η αίσθηση διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο.

Το βιβλίου του Άκη Παπαντώνη “Καρυότοπος” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.