Αθήνα, βράδυ, καλοκαίρι του 2014. Καρέκλες σκηνοθέτη, τζιτζίκια στο τελευταίο τους τραγούδι, η άσπρη οθόνη ενός θερινού σινεμά. Δυο πλάτες, ένας άντρας – μια γυναίκα, μόνοι. Τα φώτα σβήνουν, η μουσική σταματά, η οθόνη αρχίζει να λάμπει. Casablanca. Ο άντρας σηκώνεται. Κάθεται δίπλα στην κοπέλα, της μιλάει: «Να σου πω, την έχεις ξαναδεί την ταινία;». «Όχι», του απαντάει εκείνη, ενοχλημένη. Αυτός επιμένει: «Ούτε εγώ. Αλλά έχει τόσο ωραία βραδιά, δε θες να πάμε καλύτερα μια βόλτα; Και την βλέπουμε άλλη φορά, μαζί ίσως». Αν τα Φτηνά Τσιγάρα γινόντουσαν remake, κάπως έτσι λέει ότι θα το άνοιγε ο Ρένος Χαραλαμπίδης, ο σκηνοθέτης της πιο ακραιφνώς ρομαντικής ταινίας των ελληνικών 00s, την οποία θα έχει κι αυτός όπως κι εμείς την ευκαιρία να ξαναδεί σε μεγάλη οθόνη απόψε, στο Athens Open Air Film Festival, για πρώτη φορά μετά την παταγώδη εμπορική αποτυχία της το 2001.
Αθήνα, βράδυ, φθινόπωρο του 2000. Νύχτες Πρεμιέρας, Απόλλωνας, ανάμεσα στους θεατές μιας χορταστικά γεμισμένης αίθουσας, ένας νέος σκηνοθέτης. Τα φώτα σβήνουν, η μουσική σταματά, η οθόνη αρχίζει να λάμπει. Φτηνά Τσιγάρα. «Θα ‘θελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω», ακούει τον εαυτό του ο σκηνοθέτης, στο ρόλο του αφηγητή. «Η μοναδική μας νύχτα ήταν τόσο ξαφνική και σύντομη. Σα μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω». Πριν καλά-καλά αρχίσει, ο 30χρονος δημιουργός βλέπει την καριέρα του να καταρρέει. Το κοινό αρχίζει να φυλλορροεί, η αίθουσα να ερημώνει. Δραματική στιγμή. Η ταινία τελειώνει, οι τίτλοι πέφτουν, μαζί κι ένα στεγνό χειροκρότημα, «της ανάγκης» νιώθει ο νεαρός, που απομένει μόνος του στην αίθουσα. «Αυτό είναι το τέλος μου», σκέφτεται, «καθαρίσαμε». Αν τα Φτηνά Τσιγάρα γινόντουσαν ντοκιμαντέρ, κάπως έτσι θα το άνοιγε ο Ρένος Χαραλαμπίδης, ο σκηνοθέτης που μίσησε όσο καμία άλλη, την πιο φίνα και ντελικάτη στιγμή της καριέρας του.
Θεσσαλονίκη, βράδυ, χειμώνας του 2001. Καμάρα, Σινέ-Φαργκάνη, ερημιά. Μια χούφτα θεατές κι ανάμεσά τους στο σκοτάδι ένας άλλος πιτσιρικάς. Πρωτοετής αυτός, 19χρονος χαμένος στη μαγευτική συμπρωτεύουσα, σε μια σχολή που ούτε ήξερε, ούτε ήθελε, ούτε πρόλαβε να καταλάβει πώς τη βρήκε μπροστά του. «Ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα», ακούει τον πρωταγωνιστή να του λέει. «Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές». Ο πιτσιρικάς τα χάνει. «Όταν έχω αυτόν τον ξαφνικό πόθο να πετάξω, και δεν έχω πού να πετάξω, κρύβομαι στη συλλογή μου. Γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές. Τυχαία αγγίγματα, βρισιές. Τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές. Σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια». Ο πιτσιρικάς καταλαβαίνει. Για χρόνια, το ίδιο κάνει κι αυτός, με τη συλλογή στιγμών που έχουν χώσει άλλοι στις ταινίες και τα βιβλία τους. Αν τα Φτηνά Τσιγάρα δεν είχαν γίνει ταινία, εκείνος ο πιτσιρικάς μπορεί να ήταν ακόμη χαμένος, να κάνει τον Τοπογράφο και να μετράει σύνορα σε χωράφια. Αντ’ αυτού, αποφάσισε ότι θέλει να κάνει τον κόσμο να βλέπει ταινίες σαν κι αυτή. «Η ζωή ξέρει. Κι εγώ την εμπιστεύομαι», άκουσε, κι είπε να κάνει το ίδιο.
Μιάμιση δεκαετία μετά σχεδόν, εκείνος ο πρώην πιτσιρικάς βρέθηκε μ’ εκείνον τον πρώην νεαρό, σ’ ένα καφέ στην Πλάκα, να κουβεντιάσουν για εκείνη την πρώην αποτυχημένη ταινία. «Ισοπεδώθηκα» μου λέει ο Ρένος Χαραλαμπίδης, αφηγούμενος την πρώτη επαφή της ταινίας με το κοινό. Μια ταινία που σήμερα, 13 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, φαίνεται να έχει σημαδέψει πολύ περισσότερους θεατές, απ’ όσους πήγαν ποτέ να τη δούνε στις αίθουσες. Γιατί δεν ήταν μόνο το κάζο των Νυχτών Πρεμιέρας. Τουλάχιστον, από εκείνη την αποκαρδιωτική βραδιά, έχει μια ανάμνηση να του γλυκαίνει λίγο την καρδιά: «Βγαίνω έξω απ’ την άδεια αίθουσα κι είναι ένα νεαρό ζευγάρι που με περιμένει, για να μου πει πόσο τους άρεσε η ταινία κι ότι θέλουν να περπατήσουν στην πόλη μόνο και μόνο για να πάνε στα μέρη που τη γύρισα». Ωραίο ενσταντανέ, αλλά τα μεγάλα ζόρια έμελλε να ακολουθήσουν.
«Ανεβαίνω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης», μου αφηγείται ο 43χρονος πια σκηνοθέτης, μιλώντας περισσότερο με τα χέρια απ’ όσο με το στόμα. «Δεν κερδίζω τίποτα, δεν θυμάμαι καν ποιοι κέρδισαν τα βραβεία», λέει προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο σε αναμνήσεις που μάλλον δεν φχαριστιέται και πολύ να περπατάει, και συνεχίζει: «Έρχεται ο εκλέκτορας των Καννών. Την έχει δει και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει “θέλω να μιλήσουμε”. Και λέω “να ‘το, γίναμε”. Πάμε τρώμε, μου μιλάει για την ταινία σε κάτι σπαστά αγγλικά, μου λέει μαγικά πράγματα, έχω αρχίσει να πετάω. Τελειώνουμε και μου λέει “θα πάρω μια ταινία για τις Κάννες, για το Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών” –λέω “δε γαμιέται, Δεκαπενθήμερο, καλό είναι κι αυτό”. Κι εκεί που είμαι έτοιμος να το ακούσω, δράμα. Μου λέει μια άλλη ταινία –δε θα σου πω πια, έτσι κι αλλιώς δεν είχε κανέναν απόηχο, ήταν απλώς σύμφωνη με τα κλισέ της εποχής: μετανάστες, στάχια, αντάρτες και και και. Και του λέω “δε θα πάρεις τη δικιά μου”; Μου λέει “όχι”. Του λέω “γιατί”; “Εσύ”, μου λέει, “δεν κάνεις ελληνικό σινεμά. Εγώ θέλω ελληνική ταινία”».
Παρ’ ότι θα μπορούσε κανείς να βρει μια κάποια κολακεία σε τέτοια απόρριψη, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Εκτός απ’ τον Γάλλο, την ταινία είχαν απορρίψει ήδη κι οι Έλληνες κριτικοί. «Δεν έχω ούτε μία καλή κριτική για τα Φτηνά Τσιγάρα», εξομολογείται, κι η έκπληξη είναι αμοιβαία. «Μόνο η Μαρία Κατσουνάκη έγραψε κάτι χλιαρό, και το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ προς το συμπαθητικό. Τελεία», μου λέει και αυτή ήταν περίπου κι η τελεία που μπήκε στην πορεία της ταινίας. «Μετά τον Γάλλο, μού λέγανε οι διανομείς κι οι κριτικοί: “Είδες Ρένο που η ταινία σου δεν είναι τίποτα τελικά; Είδες ο Τάδε που πήγε στις Κάννες; Δεν πήρανε εσένα, Ρένο μου”. Έτσι μου λέγανε, γιατί κάποια στιγμή κι εγώ τσαμπουκαλεύτηκα, τους έλεγα “ρε παιδιά, γιατί δε βοηθάτε; Τόσο πολύ δε σας άρεσε;”. Κι ο διανομέας έλεγε να τη βγάλουμε σε δύο αίθουσες, γιατί “τί είναι αυτά που έχεις γυρίσει, και δεν καταλαβαίνω, και ποιος την καταλαβαίνει”. Δεν την πίστευε. Την έβγαλε για μια βδομάδα και την επόμενη είχε ήδη προγραμματίσει άλλη ταινία, ήταν βέβαιος ότι δεν θα πάει».
Η ταινία όντως δεν πήγε, όχι όμως γιατί το κοινό δεν την αγκάλιασε, αλλά γιατί δεν πρόλαβε καν να την πάρει πρέφα. «Όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες, έγινε ένα μικρό θαύμα, αλλά δυστυχώς ήταν πια πολύ αργά. Με όλο αυτό που είχε τραβήξει η ταινία με διανομείς και κριτικούς, οι αίθουσες μάζεψαν λίγο κόσμο, αλλά συνέβη ένα φαινόμενο πολύ σπάνιο. Με παίρναν τηλέφωνο οι αιθουσάρχες και μου λέγανε “ρε συ Ρένο, γίνεται κάτι παράξενο. Προβολή 6 το απόγευμα, 9 θεατές και κάθονται και χειροκροτάνε, τι γίνεται;”. Τέλειωνε η προβολή, κι ο κόσμος καθόταν και χειροκροτούσε! Μαγικό! Τους λέω “να την κρατήσουμε άλλη μια βδομάδα!”. Κι αυτοί βέβαια μου απαντούσαν “δε γίνεται, έχουμε άλλη”». Κάπως έτσι, εκείνη η δεύτερη ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, το follow-up στο εκρηκτικό ντεμπούτο του No Budget Story, μπορείς να πεις ότι έγινε κι η ταινία που τον κατέστρεψε.
«Ήταν η ταινία που μίσησα περισσότερο απ’ όλες», παραδέχεται. «Ήταν το τέλος μου! Με καθάρισε, δεν μπορούσα να βρω λεφτά για πέντε χρόνια να κάνω ταινία μετά», θυμάται και μου φέρνει στο μυαλό τη βραδιά της πρεμιέρας του για την Καρδιά του Κτήνους, την τρίτη του ταινία, μερικά χρόνια μετά. Ένας μαλλιαρός πιτσιρικάς –έχει διαχρονικά μια πέραση στους διοπτροφόρους ροκάδες ο Ρένος, σ’ αυτήν την αντιφατική ράτσα των ευαίσθητων μεταλλάδων– αναφέρεται στα Φτηνά Τσιγάρα και το πόσο πολύ του είχαν αρέσει, κι ο Ρένος του αντιγυρίζει: «Την είχες δει στην αίθουσα; Όχι. Ε τότε τι μου λες ρε φίλε;». Έξαλλος. «Θύμωσα πάρα πολύ με το κοινό μ’ εκείνη την ταινία», παραδέχεται. «Πού ήταν το κοινό; Όταν το χρειάστηκα, μου γύρισε την πλάτη! Δηλαδή, εντάξει, γλυκαίνει η καρδιά μου όταν ακούω κάποιον να λέει ότι του άρεσε η ταινία μου, αλλά υπάρχει κι η πραγματική ζωή. Πολλές φορές μου λένε “γιατί κάνεις τηλεόραση, γιατί κάνεις τηλεπαιχνίδια, το ένα, το άλλο”, λέω “ρε παιδιά, κάποιος πρέπει να πληρώνει και το ρεύμα”… Μια φορά τσακώθηκα με κάτι ωραίους τύπους, που μού λέγανε “Ρένο, μετά τα Φτηνά Τσιγάρα είσαι ξεφτίλας”. Και του λέω “ρε φίλε, εσύ φταις. Πού ήσουν”; Εγώ πήρα ένα μήνυμα απ’ το κοινό, ότι Ρένο, δεν μας ενδιαφέρουν οι ταινίες σου ρε παιδί μου».
Χαμένη στο χρόνο και σε ένα ταλαιπωρημένο VHS-rip στα τορεντάδικα, η ταινία πέρασε σχεδόν 10 χρόνια εξόριστη στη συλλογική αμνησία, μια και τα ελάχιστα αντίτυπά της για οικιακή κατανάλωση, πνίγηκαν απ’ το τσουνάμι του DVD που έσκασε στα σπίτια μας σχεδόν με την έξοδο της ταινίας, στις αρχές τις περασμένης δεκαετίας. «Για δέκα χρόνια το μόνο που υπήρχε ήταν ένα φτηνιάρικο VHS της πλάκας κι η ταινία βγήκε ξανά στην επιφάνεια χάρη στο YouTube! Μέχρι που με πολύ κόπο και παρακάλια δικά μου, την έβγαλα σε DVD πριν από πέντε χρόνια», λέει ο Χαραλαμπίδης, εντοπίζοντας την ολική επαναφορά της ταινίας του. «Εκεί πέρα, η ταινία έγινε. Εκτοξεύτηκε. Κι εκεί έμαθα αυτό που μου έλεγε η συχωρεμένη η Δανάη, όταν πήγαινα καμιά φορά και την έβλεπα, γερασμένη πια στη Ραφήνα, και της ζητούσα συμβουλές. Αυτό που μου έλεγε, είναι και το μόνο που έχω να πω κι εγώ στους νεότερούς μου: “Ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει πάντα αυτό που νομίζει”». Άλλωστε, η ζωή ξέρει. Αρκεί να την εμπιστεύεσαι.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, η ταινία έχει πια γίνει σημείο αναφοράς στην αστική pop κουλτούρα της Αθήνας. Και θα ξαναπλωθεί σε μεγάλη οθόνη, κάτω από την Ακρόπολη, στο σινέ Παρί. Υποθέτω ότι μια γεμάτη αίθουσα θα είναι γι’ αυτόν κάτι σαν μια καθυστερημένη δικαίωση. «Όχι», μου λέει, κατηγορηματικά. «Είναι μια αναμέτρηση, ναι. Θα ‘ναι σίγουρα ένα ραντεβού με μια παλιά αγάπη, που έχεις να τη δεις πάρα πολλά χρόνια και δεν ξέρεις πώς έχει εξελιχθεί. Θα ‘ναι κι ένα σοκ να βλέπω τον εαυτό μου, 43 χρονών σήμερα, 29 χρονών στην οθόνη. Και θα ‘ναι κι αυτή η νοσταλγία μιας εποχής που έφυγε. Καθυστερημένη δικαίωση όμως, όχι. Ξέρεις, ακόμη και τώρα, οι κριτικοί κινηματογράφου που γράφουν ακόμη στα έντυπα, δεν την θεωρούν τίποτε σπουδαίο». Μα μόνο τα αστεράκια των κριτικών μπορούν να δικαιώσουν μια ταινία; Η αγάπη του κοινού τι ρόλο παίζει; «Γιατί; Επειδή έχει κλικ στο YouTube; Δεν μπορεί να καταγραφεί δικαίωση γι’ αυτήν την ταινία, η ταινία κινείται πια στον αστικό μύθο. Και πώς αποδεικνύεται η αγάπη; Ακόμη κι οι χειρότερες ταινίες έχουν κάποιους που τις αγαπάνε. Δυστυχώς δεν μπορεί να μετρηθεί αυτό στον κινηματογράφο. Ξέρεις ποια είναι η δικαίωσή μου; Να γυρνάω 4 η ώρα το πρωί απ’ το Μοναστηράκι και να βλέπω ερωτευμένα ζευγαράκια στο δρόμο, να γυρνάνε και να μου λένε “Ρένο, σ’ ευχαριστούμε για την ταινία”. Τα άλλα δε με αφορούν».
Page: 1 2