Με την πρώτη του ταινία, το No Budget Story, ο Ρένος Χαραλαμπίδης είχε εν έτει 1999 θριαμβεύσει εκεί που πολλοί όχι απλώς αποτύγχαναν, αλλά φοβόντουσαν να δοκιμαστούν κάν: να χρηματοδοτήσει μόνος του την ταινία του, χωρίς κρατικές επιδοτήσεις και επιχορηγούμενα λεφτά. Το ίδιο είχε κάνει και με τα Φτηνά Τσιγάρα, όμως η δική τους ολοκληρωτική αποτυχία τον κλείδωσε έξω απ’ τα κινηματογραφικά. Οπότε, αγκάλιασε την άλλη οθόνη, που είχε ήδη δείξει ότι τον αγαπά: «Ευτυχώς που έκανα τηλεόραση και μπόρεσα να ορθοποδήσω και να το γλεντήσω», λέει, και βλέπεις την ανακούφιση να τη νιώθει ακόμη. «Είχα διαβάσει μια συνέντευξη του Κασαβέτη», λέει, καθώς ανατρέχουμε στην τηλεοπτική του θητεία και τα όσα αποκόμισε απ’ αυτήν. «Έλεγε λοιπόν, ότι έμαθε να λειτουργεί γρήγορα κι αποτελεσματικά επειδή είχε κάνει πολλή τηλεόραση. Έτσι έμαθε να στήνει γρήγορα μια παραγωγή και να παίρνει αποτελέσματα από τους ηθοποιούς του. Κι αυτό που εμείς το λέμε τώρα έτσι, με φυσικότητα, αν το έλεγες στην Ελλάδα στη δεκαετία του ‘90 θα σου έλεγαν “τι είναι αυτά που λες”. Δες όμως τηλεοπτικές δουλειές όπως το Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ή την Αστροφεγγιά, και δες και τον αντίστοιχο κινηματογράφο της εποχής, στα μέσα του ‘70. Είχε πολύ δουλειά να κάνει για να φτάσει την τηλεόραση».
Τα χάνω για λίγο κι αναρωτιέμαι μήπως είχαμε κάνει την τηλεοπτική επανάσταση πριν από τους Αμερικανούς. Και πού χάσαμε το δρόμο. «Η τηλεόραση χάλασε γιατί οι άξιοι άνθρωποι πέσανε θύματα των ιδεολογικών παγίδων της εποχής», μου απαντά. «Αντί να αρπάξουν απ’ τα κέρατα τον ταύρο της τηλεόρασης και να την απογειώσουν, αρχίσανε να κυνηγάνε φεστιβαλάκια, κάτι χλωρές δάφνες που έλεγε κι ο Καρυωτάκης, κάτι θεματολογίες οι οποίες αφορούσαν ένα πολύ μικρό κοινό. Πέρασε έτσι μια δεκαετία, μπήκαν στην τιβι οι άσχετοι, τη διαλύσανε, κι όταν οι άξιοι αποφάσισαν να μπουν είχε τελειώσει η τηλεόραση. Αυτό έγινε», μου λέει, και συμπληρώνει: «Ξέρεις, εμένα μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που κάνουν επικίνδυνα πράγματα. Κι όταν λέω επικίνδυνα, εννοώ να πας να παίξεις στο χειρότερο σήριαλ με τις χειρότερες συνθήκες και να φέρεις τα καλύτερα αποτελέσματα. Όταν εμείς μπαίναμε στην τηλεόραση στο Βότκα Πορτοκάλι και με τρία φτηνά σκετσάκια σ’ ένα κωλοσήριαλ καταφέρναμε κι είχαμε μαγικές στιγμές, αυτό είναι άθλος. Γιατί καλός κι ο Λευτέρης Βογιατζής, αλλά θέλει 9 μήνες πρόβα για να φέρει αποτελέσματα. Εμείς παίζαμε πρίμα βίστα».
Όταν τον ρωτάω για το αν η τηλεοπτική του θητεία άφησε σημάδια στο καλλιτεχνικό του προφίλ, είναι σαφής. Χαμογελάει και μου λέει ότι «ο καλλιτέχνης που προσέχει το προφίλ του δεν είναι καλλιτέχνης. Δεν είμαστε πολιτικοί. Είμαστε καλλιτέχνες». Μια και το αναφέρει, βέβαια, ο Ρένος Χαραλαμπίδης, εκτός από την καλλιτεχνεία, έχει περάσει κι απ’ την πολιτική. «Ως καλλιτέχνης όμως», διευκρινίζει. «Ποτέ δεν ακολούθησα κανέναν κανόνα της πολιτικής. Μίλαγα με απόλυτη ελευθερία, πολλές φορές έγινα και αντιπαθητικός». Γιατί να το κάνει όμως; «Ήταν μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία», λέει και το σύνηθες παιγνιώδες ύφος του σοβαρεύει. «Είμαστε στο 2012, η Ελλάδα είναι σε μια τραγική στιγμή, τη στιγμή που θα αποφασιστεί αν θα μείνουμε ή όχι στην Ευρώπη, αν θα μείνουμε ή όχι στο ευρώ. Είναι δραματικές εκλογές, οι εκλογές που ανεβαίνει η Χρυσή Αυγή, το σημείο μηδέν της σύγχρονης πολιτικής ζωής του τόπου. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, θεωρώ ότι πρέπει να βοηθήσω τον τόπο, με τον τρόπο που μπορώ».
Ο τρόπος που μπορούσε, ήταν να συμπαραταχθεί με τον Αντώνη Σαμαρά. «Είχα μια επαφή μαζί του, τον ήξερα από καιρό. Και θεωρούσα ότι η καλύτερη λύση είναι ο Σαμαράς. Πρόσεξε, λέω ο Σαμαράς, όχι η Νέα Δημοκρατία, γιατί εγώ είμαι με τον Σαμαρά, όχι με τη ΝΔ, όπως κι αν ακούγεται αυτό. Κι εκείνη την ιστορική στιγμή λοιπόν, μου το ζήτησε, οπότε θεώρησα ότι έχω ένα χρέος απέναντι στο γενικό καλό: όσο μπορώ, να επηρεάσω υπέρ του Σαμαρά». Δεν χρειάζεται να του κάνω την επόμενη ερώτηση, μου δίνει την απάντηση μόνος του: «Δυο χρόνια μετά, πίστεψέ με, δεν το έχω μετανιώσει καθόλου». Όχι ότι δεν του έχει κοστίσει, βέβαια: «το πλήρωσα πολύ ακριβά», παραδέχεται. «Έχασα ένα τεράστιο κομμάτι του κοινού μου. Τα θέατρα που έπαιζα αδειάσανε, έμεινα ενάμιση χρόνο στην απ’ έξω ξεκάθαρα γι’ αυτό το λόγο. Το ήξερα βέβαια από πριν, αλλά πραγματικά… Η Ελλάδα ήταν στα όριά της, και για μένα ήταν σα να παίρνω το όπλο. Ξέρω ότι μπορεί να τραυματιστώ και να σκοτωθώ και να σκοτωθούν κι οι φίλοι μου. Το αποφάσισα, το έκανα, δεν το μετανιώνω και συνεχίζω».
Τον ρωτάω αν οι απώλειες είναι αναπληρώσιμες. Σκοτεινιάζει. «Εγώ δεν κάνω ταινίες και τηλεόραση για το κοινό”, μου λέει. “Κάνω σινεμά και τηλεόραση για τον καθένα προσωπικά. Δεν βλέπω μάζα. Έναν-έναν τους βλέπω. Θα ήθελα λοιπόν αυτοί που είναι μαζί μου να είναι μαζί μου γιατί το έργο μου μιλάει στην καρδιά τους. Από ‘κει και πέρα, το τι κάνω εγώ ως άνθρωπος, είναι μια άλλη ιστορία. Και στο κάτω – κάτω της γραφής, σε βάθος χρόνου, ακόμη κι αυτοί που εναντιώθηκαν στις επιλογές μου, πιστεύω θα με δικαιώσουν. Ήδη έχω αρχίσει να δικαιώνομαι. Μέχρι πρόσφατα στο δρόμο με βρίζανε, απειλές, ιστορίες. Τώρα έχει ηρεμήσει, κι αρχίζει να ακούω ανθρώπους νέους, να μου λένε “εντάξει, μπορεί να μη συμφωνούσα μ’ αυτό που έκανες, αλλά εντάξει”». Του σημειώνω ότι αυτό δεν είναι δικαίωση, είναι συγχώρεση, ή έστω απαλλαγή. Κι είναι μάλλον δύσκολο να γυρίσει ποτέ κανείς να αναγνωρίσει κάτι ως μη χείρον, χωρίς να έχει βιώσει το χείρον. «Όταν μετά από 20 χρόνια ξαναπιαστεί από τους ιστορικούς, θα πιαστεί αλλιώς. Περίμενε, δεν ξέρεις ακόμη τι θα γίνει. Έχουμε εκπλήξεις», μου λέει, κι ακούγεται απειλητικός.
Πάντως, έχοντας ήδη βιώσει δις την αποξένωση απ’ το κοινό του, ο Χαραλαμπίδης δεν φαίνεται να αποθαρρύνεται. Αναφερόμαστε στις εκπλήξεις που ετοιμάζει ο ίδιος για το άμεσο μέλλον. «Απ! Εδώ είμαστε», μου λέει και το πρόσωπό του φωτίζεται ξανά. «Λοιπόν θα εμφανιστώ σε έναν ρόλο πιο ελεύθερο κι εκρηκτικό, με ένα ντοκιμαντέρ. Αλλά τι ντοκιμαντέρ; Πολεμικό! Για μια τρομερή μάχη που έχει γίνει στην Αθήνα, με πάνω από δυόμιση χιλιάδες νεκρούς». Αρχίζω να σκέφτομαι Αρχαία Ελλάδα, χλαμύδες και περικεφαλαίες, αλλά με επαναφέρει άμεσα: «Η μάχη αυτή έγινε ακριβώς πριν από 70 χρόνια. Το Δεκέμβρη του ‘44. Τα περιβόητα Δεκεμβριανά. Το ντοκιμαντέρ μου θα λέγεται Η Μάχη της Αθήνας. Ένας λόγος που εκείνη η τρομερή μάχη χάθηκε στη λήθη, είναι ότι ήτανε μια στιγμή της Ελλάδας όπου η Αριστερά πήρε για 33 μέρες το πάνω χέρι στην Αθήνα. Και προέβη σε ακρότητες. Πιάνω λοιπόν αυτή τη μάχη με υλικό που βρήκα μετά από δεκαετή έρευνα και επαφές μου τον Εγγλέζικο στρατό, με ιδιώτες αριστερούς που μου δώσανε φιλμ, τρομερό υλικό, και παρουσιάζω 33 μέρες μαχών. Και πρέπει να ξέρεις ότι ένα απ’ τα τελευταία ταμπού της νεότερης ελληνικής ιστορίας είναι τα εγκλήματα που δεν έκαναν οι Δεξιοί στον Εμφύλιο Πόλεμο». Όπως συμπληρώνει κι ίδιος αμέσως μετά, «θα γίνει το έλα να δεις».
Πριν την επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη τον ερχόμενο χειμώνα, ο Χαραλαμπίδης έχει ήδη βάλει μπρος την επιστροφή του στη μικρή. Στο ρόλο του παρουσιαστή του καθημερινού τηλεπαιχνιδιού Κάθε Τόπος Μια Ιστορία, γίνεται απ’ τα λίγα ονόματα πρώτης γραμμής που μπαίνουν δυναμικά στο ρόστερ της ΝΕΡΙΤ. Και με το κακό κάρμα που έχουν μαζεμένο πάνω τους αυτά τα πέντε αρχικά, αυτή δεν είναι κι εύκολη απόφαση να την πάρει κανείς. «Ξέρεις κάτι; Αυτό δεν ξέρω πώς θα ακουστεί, αλλά κάποιος πρέπει να κάνει τη βρώμικη δουλειά, να καθαρίσει», μου λέει. «Κάποιος πρέπει να μπει μπροστά, στην πρώτη γραμμή του πυρός, κι αυτή τη στιγμή, όποιος είναι στη ΝΕΡΙΤ, είναι ακριβώς στην πρώτη γραμμή του πυρός. Σε μερικούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων κι εγώ, μάλλον ταιριάζει η πρώτη γραμμή. Νιώθω βολικά στα χαρακώματα», λέει κι οι πρώτες ριπές έχουν ήδη ακουστεί. «Η εκπομπή έχει πάει εξαιρετικά σε τηλεθέαση, με 7% μέσο όρο, που είναι τρομερό νούμερο αν σκεφτείς ότι απ’ το ‘81 και μετά η δημόσια τηλεόραση δεν ξεπερνάει το 5% όταν δεν έχει μπάλα. Και μιλάμε για μέσα Ιουλίου επιπλέον. Παρ’ όλα αυτά, τα blogs συνεχίζουν να με χτυπάνε, ότι η εκπομπή είναι αποτυχία και λοιπά και λοιπά. Παιδιά, για τη ΝΕΡΙΤ μιλάμε!».
Ας μιλήσουμε όμως και λίγο για την ΕΡΤ, μια απ’ τις πιο θορυβώδεις υποθέσεις της κυβέρνησης Σαμαρά. «Κοίταξε. Όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ, σοκαρίστηκα. Σοκαρίστηκα, γιατί συνειδητοποίησα ότι το μαύρο το είχαν ρίξει οι καταληψίες. Το σκοτάδι αυτό, ήταν για μένα το μεγαλύτερο σκοτάδι που μπορούσε να γνωρίσει η ΕΡΤ. Κι επαναλαμβάνω: το έριξαν οι καταληψίες». Το να ακούς να κατηγορούν τους καταληψίες για το μαύρο της ΕΡΤ, είναι μια, αν μη τι άλλο, αναζωογονητική ματιά στα γεγονότα. «Όταν έκλεισε η ΕΡΤ, υπήρχε σχέδιο να συνεχιστεί το πρόγραμμα με κονσέρβες. Μαγνητοσκοπημένα. Υπήρχε ακόμη και η πρόβλεψη για κάποιες ενημερωτικές εκπομπές, υπηρεσιακές. Η κυβέρνηση δεν είχε κανέναν λόγο να ρίξει μαύρο. Όταν κατελήφθη η ΕΡΤ, οι καταληψίες κλείσαν τον πομπό και η ΕΡΤ έγινε σκοτάδι», λέει διευκρινίζοντας, κι υπερθεματίζει: «Επικροτώ απόλυτα το κλείσιμο. Την έζησα από μέσα την ΕΡΤ, ήταν ό,τι πιο διεφθαρμένο μπορούσε να υπάρξει, και δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο έπρεπε αυτή η σαπίλα να διατηρηθεί».
Επειδή η συζήτηση του ποιος την έφτασε ως εκεί, είναι τόσο άγονη όσο μια άσκηση στη ματαιότητα, περνάμε στο επόμενο σταθερό αντεπιχείρημα: κατά πόσο ήταν αναγκαίο το κλείσιμο, για να εκκαθαριστεί. «Σύμφωνα με τη νομοθεσία, για να απολυθούν όσοι έπρεπε να απολυθούν, χρειαζόταν 40 χρόνια» μου λέει, και παρ’ ότι η Κυβέρνηση είναι που νομοθετεί, κι οι νομοθέτες της μια χαρά τα φέρνουν όλα τούμπα για να καταργήσουν συμβάσεις, να επιβάλλουν χαράτσια, να σκορπίσουν καθαρίστριες και να μπλοκάρουν διοικητικά προσωπικά, για την ΕΡΤ ο Χαραλαμπίδης μου διευκρινίζει ότι «δεν είναι τόσο απλό. Όταν είσαι 30 χρόνια συνδικαλιστής κι έχεις καταφέρει να κάνεις τόσο συμπαγείς και πολύπλοκους κανόνες, που πρέπει να αλλάξει το Σύνταγμα για να σε κουνήσουν, πρέπει να γίνει πραξικόπημα για να αλλάξουν αυτά». Οπότε μπορείς να πεις ότι, τουλάχιστον, γλιτώσαμε τα χειρότερα. «Κατά τη γνώμη μου, πολλοί εργαζόμενοι θα έπρεπε να επιστρέψουν λεφτά, που τόσα χρόνια πληρώνονταν χωρίς να πατάνε καν το πόδι τους», σημειώνει έχοντας αρχίσει να φορτώνει, και σ’ αυτό δεν μπορεί στ’ αλήθεια να φέρει αντίρρηση κανείς.
Σ’ αυτό που μπορεί να φέρει αντίρρηση, είναι στην μαζική αναταραχή που προκάλεσαν στην αγορά οι περιφερειακές επιπτώσεις του κλεισίματος της ΕΡΤ. Με ήδη αγορασμένες, εκτελεσμένες και παραδομένες παραγωγές που έχουν μείνει απλήρωτες, με κόσμο που βρέθηκε με χρωστούμενους μισθούς σε ένα γενικότερο κλίμα άγριας επαγγελματικής ανασφάλειας, με περιπτώσεις σαν τον Κούτρα που κόντεψε να χάσει ευρωπαϊκά κονδύλια και να μείνει με ανολοκλήρωτη στα χέρια του ταινία που προοριζόταν για Κάννες. «Να σου πω κάτι»; Να μου πεις. «Ας μην καταλαμβανόταν η ΕΡΤ να γίνει αυτό το μπουρδέλο και τα πράγματα θα λυνόταν αμέσως. Υπήρχε σχέδιο δράσης. Οι καταληψίες φταίνε και γι’ αυτό. Τα κάναν όλα μπάχαλο. Η ΕΡΤ θα έκλεινε και θα άνοιγε αμέσως. Κανείς δεν είπε ότι τα λεφτά όλων αυτών θα χανόντουσαν».
Το Δημόσιο, βέβαια, ποτέ δεν είχε την τάση του καλοπληρωτή σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά πάλι, όπως έλεγε κι ο Κούτρας , ζούμε σε μια χώρα όπου ακόμη και το να ξυπνήσεις κι η Ακρόπολη να έχει πάει στη Σέριφο, κινείται στη σφαίρα του πιθανού. Ή, όπως σημειώνει κι ο Χαραλαμπίδης, «είμαστε το μοναδικό μέρος στον πλανήτη Γη, όπου οι αναρχικοί βγάλανε κείμενο υπέρ της ΕΡΤ. Αντιεξουσιαστές, να υποστηρίζουν μια κρατική οντότητα. Εκεί κατάλαβα πόσο χαβαλέδες είμαστε», συνεχίζει. «Εκεί κατάλαβα και το παστίτσιο που υπάρχει στο μυαλό του νεοέλληνα, αλλά και την παιδική χαρά που ήταν η ΕΡΤ. Που μαζευόντουσαν όλοι και κάνανε την κάβλα τους. Και να πεις ότι κάνανε την κάβλα τους κι είχαμε μια ΕΡΤ γαμάτη, να σου πω εντάξει. Από Γιουροβίζιον σε Γιουροβίζιον πηγαίναμε. Και πλήρωνε το κράτος. Γιατί δεν ήταν μόνο το τέλος στη ΔΕΗ. Δεν μπορεί δηλαδή ο πατέρας μου, συνταξιούχος αγρότης, να παίρνει σύνταξη 580 ευρώ, κι ένας εργαζόμενος της ΕΡΤ, ο οποίος έκανε 2 ώρες την εβδομάδα εκπομπή στο ραδιόφωνο να παίρνει 5 χιλιάρικα το μήνα. Και να τον βλέπω μετά καταληψία στα κάγκελα. Όλοι κάνανε τη γκα-βλα-τους», μου λέει συλλαβιστά. Αφοριστικός κι ισοπεδωτικός. Αλλά, το είπαμε. Αν υπάρχει ένα πράγμα που δεν φοβάται ο Ρένος Χαραλαμπίδης, είναι η αποξένωση.
*Τα Φτηνά Τσιγάρα σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ρένου Χαραλαμπίδη, με τον ίδιο και την Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, θα προβληθεί την Τετάρτη 23 Ιουλίου στις 21.00 στο Σινε-Παρί (Κυδαθηνέων 22, Πλάκα, 210.3222071) με ελεύθερη είσοδο.
Page: 1 2