Πολλά πράγματα με εντυπωσίασαν στο τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή. Η γλώσσα του, οι οικείοι και συγχρόνως αλλούτεροι ήρωες, οι περιγραφές κτισμάτων και τοπίων. Αλλά εκεί που θέλω να εστιάσω τώρα είναι στον τρόπο που στήνει το δίχτυ της αφήγησης, τάχατες βατά και ευνόητα, μιας και όλα ρέουν ομαλά, χωρίς ακροβατισμούς. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για κανονική ενέδρα.
Πώς αλλιώς να εξηγήσεις το γεγονός ότι εξαρχής αιχμαλωτίζεσαι στην παρακολούθηση μιας ιστορίας φαινομενικά απλής, της οποίας την κορύφωση, την κορόνα, έχεις ίσως προμαντέψει, χωρίς όμως αυτό να μειώνει διόλου την αγωνία της προσμονής, την επιθυμία να δεις τον πίνακα ολόκληρο.
Μπορεί να το πέτυχε ο συγγραφέας αυτό, σκέφτομαι εκ των υστέρων, επειδή τα πάντα, το παραμικρότερο επεισόδιο, η πιο ελάχιστη περιγραφή, η πιο ασήμαντη αναφορά, δεν είναι τυχαία ή διακοσμητική αλλά στοχεύει στην καρδιά του θέματος, τα πάντα συνεργούν για να πέσει φως (ένα σκοτεινό φως) την καίρια στιγμή στη μεγάλη πρωταγωνίστρια σκηνή. Αυτή την οποία από νωρίς περιμέναμε και τελικά να τη έρχεται, ποτισμένη με όλες τις γεύσεις της διαδρομής.
Καταλαβαίνεις τότε ότι όλα τα επιμέρους ήταν κομματάκια μιας ενότητας, βαλμένα στη θέση τους με σοφία. Όμοια όπως κάθε μυς, κάθε τρίχα, κάθε ίνα του κορμιού ενός μεγάλου ηθοποιού συμμετέχει και υποστηρίζει την ελάχιστη κίνηση του χεριού όταν αυτό σταλάζει στα κρυφά το δηλητήριο στο ποτήρι, με τρόπο ώστε η χειρονομία να γίνει αντιληπτή μέχρι και την τελευταία σειρά των θεατών.
Ε όλο τούτο το θεωρώ δείγμα μιας κάποιας κλάσης.
Απόσπασμα από το βιβλίο (σσ. 30-34):
Τὰ χαλάσματα, τὸ χαμάμ, δὲν ἀπεῖχαν οὔτε τέταρτο μὲ τὰ πόδια.
Παραμέριζα τὸ σαθρὸ μαδέρι, τὸ ἀπομεινάρι τῆς αὐλόπορτας, ἔνιωθα πάλι κάπως νὰ καθυστεροῦν οἱ εἰσπνοὲς καὶ οἱ ἐκπνοές μου. Περπάτησα τὴ χορταριασμένη μπροστινὴ αὐλή, ἔστριψα στὴν πλακόστρωτη ἐσωτερικότερη. Ἔλειπαν καὶ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ κυρίως σπιτιοῦ οἱ ἡμικίονες, οἱ μαρμάρινες ἀρχαῖες παραστάδες — τὶς μάζεψαν, ποιὸς ξέρει, ἀρχαιολόγοι ἢ τίποτα νεόπλουτοι γιὰ τὰ τζάκια τους.
Ἤμουνα μέσα στὸ σπίτι, στὸ κατώι, τὴν κάμαρη μὲ τὴν ντιβανοκασέλα τότε. Προσπαθοῦσα νὰ προσανατολίσω τὶς μνῆμες μου, δυσκολευόμουν ἀρκετά. Κρεμόταν ἀκόμα στὸν τοῖχο δίπλα στὸ μεσημβρινὸ παράθυρο ἕνα ἡμερολόγιο ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ξεκολλᾶς τὰ χαρτάκια, τὶς μέρες, κι ἀπ’ τὴν πίσω τους ὄψη εἶναι γραμμένα τετράστιχα. Ἦταν ξεχασμένο στὸ χαρτάκι ποὺ ἀντιστοιχοῦσε στὶς 19 Αὐγούστου τοῦ 1981. Ἔκτοτε σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι εἴτε θὰ ἐξέλιπε ἡ μέριμνα γενικὰ γιὰ τὸ χρόνο εἴτε ἴσως ὁ τελευταῖος του ἔνοικος, ὁ Δανιήλ, ἡ Μαριγὼ ἢ ὅποιος ἄλλος. Δὲν ἤξερα. Ἀναρωτιέμαι ἐκ τῶν ὑστέρων γιατί τὰ καλοκαίρια ὅταν κατέβαινα στὸ νησί, φοιτητὴς πιά, δὲν ἐνδιαφερόμουν νὰ μάθω τί γίνονταν, δὲν ἦρθα ἕνα ἀπόγευμα στὸ χαμάμ, ἔστω νὰ πλυθῶ μόνο. Ὑποθέτω γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ θὰ μὲ ψυχοπλάκωνε νὰ παίξω μπάλα σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ προαύλια τῆς σχολικῆς μου ζωῆς.
Στὰ ἐρείπια τῶν σπιτιῶν, ὅσο ἀκόμα κρατᾶνε τὸ βασικὸ σκελετὸ τοῦ κελύφους τους, κοντὰ σὲ γωνίες ἢ σὲ ἀκμὲς τοίχων, ἔχεις τὴ φευγαλέα ἐλάχιστη ἐντύπωση ἀνάμεσα σὲ ξερὰ ἢ χλωρὰ χόρτα καὶ πέτρες ὅτι ὀσμίζεσαι τοὺς ἐνοίκους τους. Πάταγα μὲ προσοχὴ σὲ σπασμένα, σκεβρωμένα ξύλα, χαρτιὰ καὶ κομμάτια πανιὰ συμπιεσμένα ἀπὸ τὶς βροχὲς καὶ τὰ χρόνια κι ἀνακατεμένα μὲ πέτρες καὶ χώματα. Ἀνέβηκα τὴ σκάλα γιὰ τὸν ὄροφο. Τὸ ἐμαγιὲ λαβομάνο, τρύπιο, ἔμενε ἀκόμα στὴ θέση του στὸ διάδρομο ἔξω ἀπὸ τὸ ὑπνοδωμάτιο τοῦ Δανιήλ, ὅλα τὰ ἄλλα βρίσκονταν σὲ ἐντελῶς ἐπισφαλὴ θέση, μὲ τὸ μισὸ πάτωμα ἀπὸ τὶς δύο κάμαρες νὰ κρέμεται στὸν ἀέρα μισογκρεμισμένο κι ἀπὸ τὴν ἔξω πλευρὰ τοῦ διαδρόμου, στὴν ὑπόστεγη βεράντα, οἱ πήλινες πλάκες τοῦ δαπέδου, τὰ κολονάκια τοῦ στηθαίου καὶ ἡ κεκλιμένη σκεπὴ μὲ τὰ κεραμίδια, ὅλα μισοδιαλυμένα. Ἀποτολμοῦσα ἕνα-δυὸ βήματα ἀπὸ τὸ πλατύσκαλο, ἔτριζαν οἱ σάπιες τάβλες, γύριζα πίσω. Ἕνα παπούτσι μὲ ἀναδιπλωμένη, συρρικνωμένη τὴ σόλα του, ἀντρικὸ μαῦρο μὲ κορδόνια, μὲ τὴν καφετιὰ στάμπα ἀπὸ τὸ πέλμα ποὺ τὸ φόραγε στὴν ξεκολλημένη πατούσα του, ἔσκυψα, τὸ σήκωσα, οὔτε σαράντα νούμερο, δὲν πρέπει νὰ ἦταν ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ Δανιήλ.
Ἔνιωθα στὴν παλάμη μου τὴ σκόνη ἀπὸ τὴν πατούσα τοῦ παπουτσιοῦ, εἶχα κατεβεῖ στὴν αὐλή, πάταγα στὶς χορταριασμένες πλάκες. Δίπλα στὸ πηγάδι ἡ μουριά, ξερὸ μαῦρο κούτσουρο πιά, κι ἀπὸ χοντρὸ καρφὶ στὸν κορμό της κρεμόταν ἕνα τσίγκινο κανάτι. Κατὰ διαστήματα τραμπαλιζόμενο ἐλαφρὰ ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρα ἄφηνε ἕνα μεταλλικὸ πνιχτὸ κρότο καθὼς χτύπαγε μὲ τὰ τοιχώματά του στὸν κορμό. Θυμήθηκα τὸ ὄνειρό μου, σήκωσα τὸ σκουριασμένο σκέπασμα στὸ φρόχειλο, στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ, δὲν ἦταν ἡ οἰκοσκευὴ ἐκειμέσα βέβαια, ἔπειτα ὑπῆρχε καὶ νερό, μὲ τὴ στάθμη του ὅμως πολὺ κατεβασμένη, ὅπως ὑπολόγισα ρίχνοντας ἕνα λιθάρι.
Τὰ μικρότερα κτίσματα εἴχανε καταρρεύσει. Ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες διακρίνονταν μόνο οἱ βάσεις τῶν τοίχων τους, ἕνας χορταριασμένος σωρὸς πέτρες καὶ ξύλα. Στὶς κουζίνες σωζόταν ἡ λαξευτὴ γούρνα ἀπὸ τὸ μεγάλο νεροχύτη, ἀπόρησα ποὺ δὲν τὴ μάζεψε κανένας νεόπλουτος (γιὰ γλάστρα σὲ κῆπο, στὴν ἄκρη τοῦ γκαζόν), τὸν πέτρινο πάγκο τὸν μάντευα μόνο κάτω ἀπὸ τὰ χορταριασμένα χώματα καὶ τὰ μαῦρα σκισμένα δοκάρια. Λίγο πιὸ πέρα –ἀπίστευτο– ἀποκόλλησαν καὶ κλέψανε τὰ πυρότουβλα ἀπὸ τὸ θολωτὸ χτιστὸ φοῦρνο!
Ἡ ἔκπληξη μὲ περίμενε στὸ τέλος, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς αὐλῆς, ἀπέναντι ἀπὸ τὶς κουζίνες: τὸ χαμὰμ διατηροῦνταν στὸ σύνολό του σχετικὰ καλά, ἦταν τὸ λιγότερο ἐρειπωμένο. Δὲν τὸ ἄφησα δίχως λόγο τελευταῖο στὴν περιήγησή μου. Καὶ τότε καὶ τώρα, ἂν κάπου θὰ μούδιαζε τὸ σῶμα μου, θὰ ἦταν ἐκειμέσα βέβαια. Τελευταῖο ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ βλέμμα μου. Τὸ κοίταξα μόνο σὰν ἔφτασα μπροστά του, σήκωσα τὸ κεφάλι ἀδιάφορα, ὅτι τὸ λογάριαζα ἐξίσου ὅσο καὶ τὰ ὑπόλοιπα χτίσματα.
Ἔμπαινα μέσα –ὅπως λένε– μὲ λυμένα τὰ γόνατα. Χάζευα τὶς λεπτομέρειες σὰν ἐξιχνιάζοντας ἕνα ξεχασμένο μονοπάτι, ψάχνοντας τὰ σημάδια νὰ ξαναπάρω ἕναν παλιὸ γνώριμο δρόμο. Στὸν πρῶτο χῶρο, στὸ ταμεῖο, τὸ σπασμένο σκαμνὶ στὴ γωνία κοντὰ στὸ ἄνοιγμα γιὰ τὰ ἀντρικά, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄσπρο ξύλινο ἑρμάρι ὅπου στοιβάζαμε τὶς πετσέτες διπλωμένες, καὶ τὸ μικρότερο ἀπὸ κάτω, ὅπου τακτοποιούσαμε τὰ πράσινα μοσχοσάπουνα ἢ τὰ σκοῦρα καφετιὰ δαφνοσάπουνα. Παραμέσα, στὸν προθάλαμο, τὰ σπασμένα ντουλαπάκια, τὰ προσωπικὰ ἑρμάρια, καὶ πιὸ μέσα, στὶς σάλες, τὶς ἐσοχὲς μὲ τὶς βρύσες καὶ τὸ σκοτεινὸ δωματιάκι. Κοίταζα στοὺς τοίχους τοὺς σοβάδες (ἀπὸ κουρασάνι, τὸ ἀνθεκτικὸ κονίαμα μὲ τὸ ὁποῖο στεγανοποιοῦσαν τὰ τοιχώματα στὶς στέρνες), σὲ μεγάλες ἐπιφάνειες ἀκόμα στὴ θέση τους, νὰ σώζουν μέχρι καὶ τὴν κοκκινωπὴ ὤχρα, ποικιλμένη βέβαια μὲ στάμπες (τὰ ἐπιχρίσματα ἀπὸ τὴν ἐξάνθηση τῶν ἁλάτων τῆς ὑγρασίας) ἀσπριδερὲς καὶ γκριζωπὲς καὶ πρασινωπές. Ἀνέβαζα τὸ βλέμμα ὣς τοὺς τζαμωτοὺς φωταγωγούς, τὶς ἀναφωτίδες, ψηλὰ στοὺς τρουλίσκους, ἀπ’ ὅπου αἰωροῦνταν σκονισμένα κανναβάτσα κι ἄλλα κατακόρυφα μαῦρα κορδόνια ἀπὸ παχιοὺς ἱστοὺς ἀράχνης. Ἀνάπνεα τὴ σκόνη, τὸν ὑγρὸ ἀέρα. Ἔσκυβα πάλι τὸ κεφάλι, ἀδύναμα ξερόχορτα στὶς ἀκμὲς τῶν τοίχων καὶ στοὺς ἁρμοὺς τοῦ δαπέδου, ἕνα λιωμένο ἀπὸ τὴ σκουριὰ τάσι πεταμένο στὴ ρηχὴ γούρνα τῆς μιᾶς βρύσης, σκουπίδια κάθε λογῆς καὶ ἀκαθαρσίες πολυκαιρισμένες.
Ἀνάσανα βαθιά. Ὅλα ἐπέστρεφαν ὁλοζώντανα καὶ μὲ τὴ θέρμη καὶ τὴν ὑγρὴ λάμψη τῆς σάρκας ποὺ στέκει δίπλα σου καὶ σφύζει ἀπὸ τὴ βουλιμία νὰ ζήσει. Ἀρκοῦσε νὰ βάλω τὸ καθετὶ στὴ σειρά του. Δὲ θὰ τὸ ἔκανα τώρα. Βυθίστηκα, ὅπως ἀποτίνει κανεὶς λίγη ἀναπόληση σὲ μιὰ ἀνάμνησή του περιβεβλημένη μὲ κύρος. Ὕστερα πῆρα τὰ πόδια μου πίσω.
Ἔξω στὴν αὐλὴ πάλι, ἄγγιζα τὸν κορμὸ τοῦ κυπαρισσιοῦ, ἀκούμπησα μὲ τὸ ἕνα πλευρό, στὸ τέλος κάθισα μὲ τὴν πλάτη στὴ βάση του. Κοίταζα μπροστά μου ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ θολὸ ρευστὸ τῆς σκέψης μου καί, ἐνόσω ἄδειαζα ἀπὸ ἐμένα τὸν ἴδιο, στὶς πλάγιες ἀκτίνες τοῦ ἀπογεύματος τὰ αἰωρούμενα ἔντομα καὶ τὴ σκόνη. Κάποια στιγμὴ ξεχώρισα πίσω ἀπὸ τὰ ρουμάνια στὸ ἀκαλλιέργητο περβόλι τὰ ἀπομεινάρια ἀπὸ τὸ σπιτάκι τοῦ θείου Θρασύβουλου.
Δὲν ξέρω πόση ὥρα ἔμεινα γερμένος στὴ βάση τοῦ στιβαροῦ κορμοῦ. Ὅταν σηκώθηκα νὰ φύγω, σουρούπωνε. Σκοῦρο μενεξεδί, ἀραιωμένο ἰώδιο.
Ένας άντρας περπατάει τα μονοπάτια της εφηβείας του στο μαγεμένο νησί του Ιπποκράτη και ανάμεσα σε φοινικιές, πλατάνια, αρχαίες κολόνες και χαλάσματα ξαναβρίσκει τις διαδρομές των πέντε αισθήσεων. Ο Αντώνης Νικολής είναι μυθιστοριογράφος. Το βιβλίο του Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο από τις Εκδόσεις Το Ροδακιό. Φωτογραφίες από το Αρχείο Θανάση Νικολή.