Το πλέον πολυαναμενόμενο ντεμπούτο της χρονιάς κυκλοφόρησε και στα ελληνικά: η «Πόλη στις Φλόγες» είναι το υπερ-φιλόδοξο έπος του Γκαρθ Ρισκ Χάλμπεργκ που μέσα στις 1024 (!) σελίδες (της ελληνικής μετάφρασης, πάνω από 900 στο πρωτότυπο) του φιλοδοξεί να περιγράψει όσο πληρέστερα μπορεί την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης του 1976-7.
Η αφήγηση ξεκινάει από την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1977: το έτος που φεύγει ήταν το 200ο στην ιστορία των ΗΠΑ, της χώρας των αποίκων που έφτασε να είναι το ισχυρότερο κράτος του πλανήτη. Η Νέα Υόρκη, η λαμπερή πρωτεύουσα του κόσμου, υποδέχεται τη νέα χρονιά με πυροτεχνήματα, κοσμικά events και punk συναυλίες.
Η 17χρονη Σαμάνθα Τσιτσάρο βρίσκεται αιμόφυρτη σε ένα πάρκο ανάμεσα στους ουρανοξύστες: κάποιος την πυροβόλησε και τώρα παλεύει για τη ζωή της και αν σωθεί, θα το οφείλει στον Μέρσερ Γκουντμαν, τον νεαρό νέγρο που τη βρήκε και ειδοποίησε την αστυνομία. Για να εξιχνιάσει το έγκλημα, ο επιθεωρητής Λάρι Πουλάσκι προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τη ζωή του θύματος: πρωτοετής της Καλών Τεχνών, φωτογράφος και δημιουργός φανζίν για την underground μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης, κόρη του γνωστότερου καλλιτέχνη πυροτεχνημάτων της χώρας, η Σαμάνθα μοιάζει να έπεσε από ατυχία μέσα σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από την ίδια.
Αυτό είναι η αμύθητα πλούσια οικογένεια Χάμιλτον-Σουίνι, της οποίας οι επιχειρήσεις εκτείνονται εντός και εκτός των ΗΠΑ, ενώ φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη μελλοντική ανάπλαση ενός μεγάλου τμήματος της Νέας Υόρκης. Οι ζωές των μελών της οικογενείας αποτελούν τον καμβά για την καταγραφή της ιστορίας και του παρόντος της μεγαλούπολης: ο Γουίλιαμ είναι ο καταραμένος ζωγράφος και ηγέτης του επιδραστικού punk-rock συγκροτήματος Ex Post Factο, η Ρίγκαν η μεγάλη αδερφή του που έμεινε πίσω και θυσίασε την ευτυχία της για την οικογένεια όταν αυτός εξαφανίστηκε από τη ζωή τους, ο Κιθ ο εν διαστάσει σύζυγός της που όλα του ήρθαν βολικά μέχρι τη μεγάλη κρίση του 1973 που κόντεψε να τον καταστρέψει, ο διαβολικός θείος που δολοπλοκεί πίσω από τις κουρτίνες και σχεδόν έχει καταφέρει να πάρει τα ηνία της εταιρείας από τον ηλικιωμένο πατέρα Χάμιλτον-Σουίνι που έχει αρχίσει πια να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα.
Η δύναμη της οικογενείας επηρεάζει τους υπόλοιπους χαρακτήρες του βιβλίου: ο Μέρσερ που προσπαθεί να κάνει την ερωτική του σχέση με τον Γουίλιαμ να δουλέψει ενώ παλεύει με την φιλοδοξία του να γίνει συγγραφέας, ο Νίκι Χάος που, από παραπαίδι των Ex Post Facto, έχει μετατραπεί σε ηγέτη των Ex Nihilo που λειτουργεί σαν ιδεολογική και παραστρατιωτική οργάνωση και οραματίζεται κάτι ολοκληρωτικά βίαιο για την πόλη, ο έφηβος Τσάρλι που γνωρίζει το punk-rock χάρη στον έρωτά του για την Σαμάνθα και επαναστατεί ενάντια στην μητέρα του, ο δημοσιογράφος Γκρόσκοφ που από σπόντα θα βρεθεί να ερευνά κι αυτός το έγκλημα, ενώ ετοίμαζε το πορτραίτο του πατέρα της Σαμάνθα, ο επιθεωρητής Πουλάσκι που είναι στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης αλλά δεν μπορεί να το αποδεχθεί.
Οι πολύπλοκες σχέσεις όλων των ηρώων δημιουργούν έναν τεράστιο ιστό που κλείνει την Νέα Υόρκη από τη μια άκρη της ως την άλλη, χωρίς όμως να γνωρίζουν πόσο κοντά βρίσκονται ο ένας στον άλλον. Οι έρευνες για το έγκλημα διαρκούν μήνες, παράλληλα με ραγδαίες εξελίξεις στην οικογένεια και την εταιρεία Χάμιλτον-Σουίνι. Το τέλος για όλους θα δοθεί μέσα από την άγρια λυτρωτική νύχτα του μεγάλου μπλακ-άουτ τον Ιούλιο του 1977, όταν όλοι θα αναγκαστούν να έρθουν αντιμέτωποι με τις ευθύνες τους.
Το σίγουρο για το «Πόλη στις Φλόγες» είναι ότι εντυπωσιάζει. Είναι η απίστευτη φιλοδοξία του να καταγράψεις μια ολόκληρη εποχή σε ένα βιβλίο και η τόλμη να το κάνεις με την είσοδό σου στη λογοτεχνία με ένα πρωτόλειο έργο 1000 σελίδων. Ο Γκάρθ Ρισκ Χαλμπεργκ δεν έχει κανένα πρόβλημα να σηκώσει το βάρος αυτό: μάλιστα βάζει τον Μέρσερ Γκούντμαν (το alter ego του που θέλει να γράψει το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα) να αναλογίζεται ότι αν όντως επιχειρήσει να περιγράψει όλη τη ζωή, του χρειάζονται περί τις 800 σελίδες για μία μόνο ημέρα (καθώς ο μέσος αναγνώστης του διαβάζει 30 σελίδες ανά ώρα), άρα όντως απαιτούνται χιλιάδες σελίδες για να πραγματώσει τον σκοπό του ένα ανάλογο βιβλίο.
Σε αντίθεση με τα ανάλογης έκτασης βιβλία του 19ου αιώνα που γράφονταν για να παρουσιαστούν σε τεύχη περιοδικών και αναμενόμενα το κείμενο βάραινε πολύ από επαναλήψεις, παρεκβάσεις και άλλα τεχνάσματα, το «Πόλη στις Φλόγες» διαβάζεται αβίαστα, καθώς το κείμενο ρέει χάρη στα σύντομα κεφάλαια, την συνεχή εναλλαγή οπτικής γωνίας/πρωταγωνιστή και την ποικιλία της γλώσσας (παρουσιάζονται ως ένθετα ένα ολόκληρο τεύχος του φανζίν της Σαμάνθα, το νέας-δημοσιογραφίας άρθρο του Γκρόσκοφ με δαχτυλιές από τα βουτηγμένα στο ούισκι δάκτυλα του δημοσιογράφου, φωτογραφίες, κλπ). Η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος συνδυάζεται με την αλά-Φράνζεν λεπτομερή ανάλυση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων, ενώ η καταγραφή της underground κουλτούρας της πόλης (έκρηξης του punk-rock, του graffiti, της τέχνης, των ναρκωτικών, των τελεολογικών ιδεολογιών, της gay σκηνής πριν το HIV κλπ) είναι πειστική και συνδυάζεται σωστά με την παρακμή που βίωσε η Αμερική στα μέσα της δεκαετία του 1970 από την πετρελαϊκή κρίση.
Πάνω από όλα, ο Χάλμπεργκ θέλει να τραγουδήσει τον ύμνο του στη Νέα Υόρκη. Δεν είναι αυτή του ΝτεΛίλο, ούτε του Λου Ριντ, είναι η δική του Νέα Υόρκη. Δαιδαλώδης, πλούσια και φτωχή μαζί, διαρκώς κινούμενη ανάμεσα στο μεγαλείο και την παρακμή. Είναι μια «Πόλη στις Φλόγες» όντως: οι ασταμάτητες ζυμώσεις ανάμεσα στους μυριάδες κατοίκους της δημιουργούν τη νέα εποχή, τη νέα μουσική, τη νέα τέχνη, το μέλλον, μέσα από σκοτεινές και άγριες διεργασίες: ο τίτλος του βιβλίου είναι ο τίτλος του πιο διάσημου τραγουδιού των Ex Post Facto (που σημαίνει τον αναδρομικό νόμο, αυτόν που έρχεται να αλλάξει αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα) και αποτυπώνει σωστά την Νέα Υόρκη που φλέγεται, κυριολεκτικά (με ολόκληρες περιοχές να γεμίζουν καμμένα ακίνητα με σκοπό αργότερα να γίνουν πλούσιες συνοικίες) και μεταφορικά (τέχνη, gay σκηνή, κλπ).
Η πτωχευμένη κατάσταση της πόλης αντικατοπτρίζεται στις ζωές των πρωταγωνιστών του Χαλμπεργκ: οι σχέσεις τους είναι προβληματικές, κανείς δεν μοιάζει να μπορεί καταλάβει τον άλλον και όλοι είναι μόνοι τους. Χάρη στην ποικιλία των ηλικιών τους, βλέπουμε το πως εξελίχθηκαν ή πρόκεται να εξελιχθούν τα όνειρά τους μέσα σε αυτή την αχανή πόλη που έχει χώρο για όλους, αλλά δεν τους φέρεται εξίσου καλά. Ίσως δεν είναι πρόβλημα της πόλης, αλλά πρόβλημα του καθενός να καταλάβει αυτό που η πόλη αυτή μπορεί να του προσφέρει: αυτό μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας, αποκαλύπτοντας μας στο τέλος την ζωγραφική του Γουίλιαμ: αυτοί οι πίνακες/σήματα που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης, ενεργό και απαραίτητο, είναι εκεί για όσους μπορούν να καταλάβουν τι βλέπουν. Οι υπόλοιποι, απλά (συνεχί)ζουν όπως τους πηγαίνει ο δρόμος.
Τα πολλά προτερήματα του βιβλίου έχουν, όμως, και τα βαρίδια τους, από τα οποία το βασικότερο, η απέραντη έκταση, παίζει τον ρόλο της, ειδικά στην αποκαλυπτικών προθέσεων τελική νύχτα του μπλακ άουτ που εκτείνεται σε πάνω από 100 σελίδες και, αναμενόμενα, είναι σε αρκετά σημεία πέραν του πειστικού φορτισμένη, οδηγώντας σε ένα μάλλον αταίριαστα συναισθηματικό τέλος. Αναλογιζόμενοι, πάντως, ότι μιλάμε για ντεμπούτο, δεν μπορούμε παρά να υποδεχτούμε με επαίνους τον Χάλμπεργκ στην οικογένεια των σημαντικών λογοτεχνών.