Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Ποιος ήταν ο αγαπητός κ. Θ. Κ. Μίντζας και τι λέει γι αυτόν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος;

Θ.Κ  Μίντζας, έφιππος.

‘Ενα πολύ ενδιαφέρον λέυκωμα, με τίτλο «Ο Αγαπητός κ. Θ.Κ Μίντζας» (έκδοση του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος) παρουσιάζεται αύριο, 1η Ιουλίου, στο Μουσείο Μπενάκη.

Ποιος ήταν όμως ο παλαιοπώλης  Θεόδωρος Μίντζας;  Αιχμηρά, ποιητικά και ακριβόλογα, όπως πάντα, μας το γράφει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος σ’ ένα πρόσφατο σημείωμά του που περιέχεται στο λεύκωμα.

 «Ο Θόδωρος Μίντζας είναι ένας απ’ τους λίγους ανθρώπους που γνώρισα και που εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι από τους τελειότερους χαρακτήρες που συνάντησα στη ζωή μου. Μεγάλα λόγια, θα πεις, που δεν αποδεικνύονται εύκολα, αλλά τα πιστεύω. Όταν τον γνώρισα είχε πάρει ήδη οικονομικά την κάτω βόλτα αλλά με τόση αξιοπρέπεια, που δεν μπορώ να σου περιγράψω. Συνδύαζε μετριοφροσύνη και φιλοκαλία σε αφάνταστο βαθμό, κι αυτό μας συνέδεσε από την πρώτη στιγμή. Είχε κι έναν σπάνιο ερωτισμό, που δεν του έλειψε ακόμα κι όταν είχαν φύγει οι άνθρωποι που είχε αγαπήσει. Από το χώρο της τέχνης λάτρευε με πάθος τα μεγάλα ινδάλματα της ζωής του, τον Καβάφη και την Κάλας, που τα πορτραίτα τους τα είχε ισοβίως στο σαλόνι του και τα προσκυνούσε με λατρεία. Ως παλαιοβιβλιοπώλης, είχαν περάσει απ’ τα χέρια του πολλά, αλλά τα γούστα του έμεναν πάντοτε τα ίδια. Με τον ίδιο τρόπο αγαπούσε και τα σκυλιά — στα χέρια του πέθανε η τελευταία σκυλίτσα του. Καλοί ποιητές και καλά σκυλιά — τι άλλο ν’ αγαπήσει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο;

30.1.2014, Ντίνος Χριστιανόπουλος»

Ο Θ.Κ. Μίντζας με το Ντίνο Χριστιανόπουλο

Σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη ο Θόδωρος Μίντζας, μεγάλος γνώστης του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού μάς δίνει τις πολύτιμες γνώσεις και απόψεις του για την αισθητική που κυβερνά την καθημερινότητά μας σ’ αυτό τον τόπο:

 

«Η πείρα μου και η γνώμη μου είναι ότι δεν υπήρχαν καν έπιπλα στα ελληνικά σπίτια στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας.

Τα σπίτια ήταν ζωγραφισμένα, είχαν ωραία ντουλάπια, ωραίες μουσάντρες, είχαν διάφορα άλλα στοιχεία αρχιτεκτονικά, ταβάνια φέρ’ ειπείν, αλλά έπιπλα δεν είχανε. Είχανε μια κασέλα, είχανε μιντέρια γύρω γύρω για να κάθονται. Καθόντουσαν κυρίως οκλαδόν για να φάνε πάνω σε σοφράδες, αφού τρώγανε, τους κρεμάγανε στους τοίχους… Καθρέφτες βέβαια δεν υπήρχαν. Θα εξαιρέσουμε βέβαια την Επτάνησο, η οποία πάντοτε επηρεασμένη από τη Βενετία και από τις κατοχές που είχε, είχε επιπλωμένα σπίτια.

Αργότερα, όταν πλουτίσανε οι Έλληνες, κυρίως οι καραβοκύρηδες στα νησιά, στις Κυκλάδες… βγήκαν στο εξωτερικό, είδαν τα διάφορα αντικείμενα και άρχισαν να φέρνουν στο σπίτι τους έπιπλα. Αυτά τα έπιπλα με τον καιρό, αφού χρησιμοποιήθηκαν όπως χρησιμοποιήθηκαν, καταστράφηκαν. Οι ντόπιοι ξυλουργοί, μπορούμε να τους ονομάσουμε επιπλοποιούς, πήραν αυτά τα παλαιά κατεστραμμένα έπιπλα και τα αντέγραψαν με ελληνικά πλέον ξύλα. Ε, αυτά μπορούμε να αρχίσουμε να τα λέμε ελληνικά έπιπλα. Γιατί; Όχι μονάχα για τα ξύλα, αλλά και γιατί πρόσθεταν ή αφαιρούσαν μερικά πράγματα. Τα ξένα ήταν λίγο φορτωμένα, τα ελληνικά ήτανε πιο απλά. Επόμενο ήταν να μπει κάποιο τοπικό χρώμα. Αυτά τα έπιπλα λοιπόν τα λέμε ελληνικά, παραδοσιακά άμα θέλετε, ή οτιδήποτε άλλο.

Μετά την απελευθέρωση, την οθωμανική εποχή, αρχίσανε να φέρνουνε γαλλικά έπιπλα και κυρίως τα περίφημα Louis Philippe, τα μόνα αυθεντικά ξένα έπιπλα που μπορεί κανείς να βρει εδώ στην Ελλάδα, σύγχρονα με την εποχή του Όθωνα. Αργότερα, όταν έφυγε ο Όθωνας και ήρθε ο Γεώργιος, γίνεται προσπάθεια να αναβιώσουν τα αρχαιοελληνικά έπιπλα, η οποία βέβαια είναι αποτυχημένη. Κατόπιν στρέφονται προς τα Αυστριακά έπιπλα, όλοι αυτοί οι πλούσιοι που αρχίζουν να φτιάχνουν σπίτια στην Κηφισιά και αλλού, και τα επιπλώνουνε με βαρύ Αυστριακό γούστο. Αλλά ποτέ δεν γίνανε Ελληνικά και ποτέ δεν θα είναι ελληνικά αυτά τα πράγματα, γιατί ούτε καν αντιγράφηκαν, όπως εκείνα που λέγαμε προηγουμένως, από Έλληνες επιπλοποιούς. Τώρα οι βιομηχανίες επίπλων και τα διάφορα άλλα, ας τα αφήσουμε, δεν αξίζει τον κόπο ούτε να το συζητήσει κανείς.

Από το 1969 ασχολούμαι μ’ αυτή τη δουλειά μαζί με τον αείμνηστο συνεταίρο, φίλο και συνεργάτη μου Ανδρέα Σκουργιαλό, ο οποίος έφυγε το 1989… Αυτός είχε το χάρισμα να τα αγαπάει σαν και μένα. Εγώ τα έβρισκα και αυτός τα συντηρούσε και ήτανε καταπληκτικός στη συντήρηση… γιατί ακριβώς η συντήρηση είναι θέμα αγάπης, θέμα σεβασμού του αντικειμένου. Εμείς πιστεύουμε και συνεχίζομε έτσι, να βάλουμε όσο λιγότερα στοιχεία μπορούμε στο φθαρμένο, να μην επέμβουμε σε ζωγραφισμένο πράγμα, ξυλουργικά να γίνει το απαραίτητο για να λειτουργήσει το αντικείμενο, γιατί τα αντικείμενα πρέπει να λειτουργούν, δεν πρέπει να είναι μουσειακά κομμάτια, να τα βάλεις σε μια βιτρίνα ή να τα βάλεις κάπου για να τα βλέπεις… Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναλειτουργήσουν αυτά τα αντικείμενα, γιατί έχουν ομορφιά και μια ζεστασιά…

Είχα ζήσει για αρκετό καιρό στην Ιταλία και βέβαια είχα γοητευθεί κι εγώ με τα Δυτικά πράγματα και κυρίως της Ιταλίας. Εδώ γυρίζοντας, ανακάλυψα το ελληνικό έπιπλο και αντικείμενο διότι δεν τα ήξερα, καθώς είμαι από την Πάτρα, από ένα αστικό περιβάλλον που δεν είχε τέτοια πράγματα. Μπορώ να πω, χωρίς να περιαυτολογώ, ότι ήμουν από τους πρώτους που τα ανέδειξαν και τα πρόβαλαν και σιγά-σιγά τα γνώρισα σε διάφορους ανθρώπους. Με την πελατεία μου ήταν κάτι το τελείως… ιδιαίτερο. Δεν πέρασε πελάτης από το μαγαζί μου που να μην έγινε φίλος.

Από τα λίγα ελληνικά αντικείμενα που είχε κάθε σπίτι, είναι οι κασέλες. Αργότερα μπήκανε και στα αστικά σπίτια γιατί ήτανε σαν μπαούλα για να φυλάνε τα προικιά και άλλα, αλλά και σαν μέσο για να μεταφέρουν πράγματα. Θα σας διηγηθώ μια περίπτωση, για να πούμε και κάτι αστείο. Μπήκε ένας άνθρωπος στο μαγαζί να πάρει μια κασέλα. Στο σπίτι του είχε διάφορα απ’ αυτά που λέγαμε προηγουμένως, που ούτε καν θέλουμε να αναφέρουμε… τα Ρουστίκ. Περιττό να σας πω ότι η κασέλα αυτή έσπρωξε τα αντικείμενα που είχε και ο άνθρωπος και αναγκάστηκε να φτιάξει το σπίτι του από την αρχή με πράγματα τα οποία είχαμε βρει στα διάφορα κυκλαδικά νησιά και κυρίως στη Σαντορίνη.

Έχουμε το μεγάλο παράδειγμα που καταστράφηκαν χιλιάδες σπίτια, κυρίως στη Μακεδονία, από τους μετανάστες που επέστρεφαν. Εγώ μάλιστα το λέω «οι Γερμανοί ξανάρθανε» για να μας καταστρέψουν άλλη μια φορά, καθώς είχαν χρήμα και θέλανε να ανανεώσουν τα σπίτια. Κάπου βέβαια δεν μπορείς να πεις ότι δεν είχαν και κάποιο δίκιο, γιατί τα σπίτια εκείνα, όντας εγκαταλελειμμένα τόσα χρόνια, δεν είχαν πάρα πολλές ελπίδες. Αλλά, βρε αδελφέ, ξέρω εγώ… ας βάζανε στο παλιό σπίτι λίγες ανέσεις και να το σώζανε… Οι ίδιοι όμως δεν είχαν καμιά αγάπη για αυτά τα πράγματα, είχαν άγνοια. Να το γκρεμίσουμε, να ξαναφτιάξουμε καινούργιο, μοντέρνο για να λένε ότι να… εγώ είμαι πλούσιος. Μεγάλη καταστροφή, πάρα πολύ μεγάλη, είναι θλιβερό και δεν πάρθηκε και από την πολιτεία καμιά μέριμνα για αυτά τα πράγματα. Αυτούς τους διάφορους από τα πολεοδομικά γραφεία που λένε στα κυκλαδικά νησιά «φτιάξε δυο καμάρες και δύο κολόνες» σε κάθε σπίτι, πρέπει να τους θέσεις προ έξι βημάτων… να τους εκτελέσεις! Μερικά κατασκευαστικά γραφεία μαζί με διάφορους μηχανικούς και αρχιτέκτονες κάνουν πολύ μεγαλύτερη καταστροφή από αυτούς που λέγαμε προηγουμένως, τους παλιννοστούντες μετανάστες.

Ρώτησα στη Μύκονο, γιατί τα βάφετε όλα άσπρα τα σπίτια, αυτό είναι και ιστορικά και αισθητικά λάθος. Αυτό το άσπρο που λένε στα νησιά, το ελληνικό άσπρο, είναι μια μπούρδα, από τις μεγαλύτερες μπούρδες. Οι μηχανικοί δεν αφήνουνε να προσαρμόζονται τα κτίρια στον κάθε χώρο… όχι! Αλλά τους αναγκάζουν να φτιάχνουν καμάρα, να φτιάχνουν μια κολόνα και να λένε «Ελληνικά»!!! Εμείς μάλιστα μεταξύ μας, όταν θέλουμε να αστειευθούμε, τα λέμε «Κυκλαδομαροκέν», γιατί είναι λίγο ανατολή, λίγο Μαρόκο και μόνο ελληνικά δεν είναι.

Αν εξαιρέσετε μερικούς που πάνε στο κτήμα τους και φτιάχνουν τα δικά τους, πολύ λίγοι ξεφεύγουν. Μου έκανε εντύπωση, τους ρώτησα στη Μύκονο και μου είπαν ότι τους υποχρεώνουν να κάνουν αυτά τα πράγματα. Αν αυτό είναι αλήθεια, είναι έγκλημα. Ας αφήσουν τον άλλο να κάνει και αηδίες, να κάνει και ασχήμια, αλλά να εκφρασθεί ελεύθερα!!! Είναι απαράδεκτο πράγμα να έχεις τύπο σπιτιού και να το υποδεικνύεις στον άλλον να το φτιάξει. Μου θυμίζει μια φορά στη Σκύρο που ήταν κάποιος χωροφύλακας εκειπέρα το ’68, ξέρω ‘γω πότε ήτανε… είχε βάλει όλα, όλα τα ξύλινα στοιχεία του νησιού σε κουρεία, μαγαζιά, καφενεία, ραφεία, σπίτια, όλα τα ξύλα να τα βάψουνε γκρίζα. Οι κάτοικοι λέγανε, «μας το είπε η χωροφυλακή, μας διέταξε η χωροφυλακή»…

Την Τρίτη, 1η Ιουλίου 2014, και ώρα 12.30 στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη θα παρουσιαστεί το βιβλίο Ο Αγαπητός κ. Θ. Κ. Μίντζας (έκδοση του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος). Στην παρουσίαση θα μιλήσουν οι: Άγγελος Δεληβορριάς (διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη), Ιωάννα Παπαντωνίου (πρόεδρος του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος), Βιργινία Ματσέλη (λαογράφος-εθνολόγος, αναπληρώτρια διευθύντρια Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Υπουργείο Πολιτισμού).

 

Σπήλιος Τσακίρης

Share
Published by
Σπήλιος Τσακίρης