Πέντε χρόνια Six d.o.g.s: Ο ηχολήπτης και αφανής ήρωας της Αβραμιώτου μιλάει στην Popaganda

Όσοι έχετε επισκεφθεί το 6 d.og.s θα έχετε σίγουρα δει τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την αδύνατη φιγούρα του Ekelon να στέκεται μπροστά απ’την κονσόλα του ηχολήπτη ή να τρέχει στη σκηνή για να διορθώσει άμεσα τα λάθη που κάνουν οι καλλιτέχνες και το κοινό. Γνωστός παραγωγός συγκροτημάτων με ιδιαίτερο ήχο, με πολύχρονη πορεία στην ηλεκτρονική σκηνή της Αθήνας αλλά και συμμετοχή ως μουσικός στους Palyria (παλαιότερα) και στους Egg Hell (τώρα), είναι μάλλον ο πλέον αρμόδιος για να μιλήσει για την εξέλιξη του 6 D.O.G.S, την πορεία της παγκόσμιας μουσικής παραγωγής, την άτυπη κόντρα ηλεκτρονικής-κιθαριστικής μουσικής καθώς και για την δικιά του καριέρα μέχρι σήμερα. Η μεγάλη του διάθεση να μιλήσει αλλά κι ο προσωπικός τρόπος που αναλύει τη μουσική παραγωγή οδήγησε σε μια πολύωρη κι άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα, μέρος της οποίας θα διαβάσετε παρακάτω.

Τα πρώτα χρόνια: «Έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, όχι στο Σικάγο, οπότε η πρώτη μου γνωριμία με τη μουσική ήταν το ροκ. Μόλις τελείωσα το σχολείο άνοιξε το Factory. Πήγαινα κάθε μέρα τα μεσάνυχτα, δηλαδή πάρα πολύ νωρίς, γιατί ήμουν ροκάς, δεν καταλάβαινα ότι η φάση αργεί, πως ο κόσμος έρχεται πιο μετά, πως είναι όλοι στο σπίτι τους όπου κάνουν τα ναρκωτικά τους, περιμένουν να τους τα «σκάσουν» και μετά βγαίνουν. Εγώ από συναυλίες ήξερα, 12 έγραφε στο flyer δεν καταλάβαινα γιατί δεν ξεκινάει η βραδιά στην ώρα της. Αν και πήγαινα κάθε μέρα, είμαι σίγουρος πως δεν με θυμάται κανένας. Φορούσα μια Bauhaus ή Joy Division μπλούζα, καθόμουν σε μια γωνίτσα κι άκουγα. Η παρέα μου ήταν στη Rebound, στο Mo Better κι εγώ εκεί, να ακούω τον Mikee να παίζει αυτή τη φοβερή νέα μουσική. Χάρις στις ώρες που πέρασα εκεί μέσα ρουφώντας ήχους, όταν έκατσα για πρώτη φορά να γράψω techno έγινε αυτόματα. Η μουσική ήταν τόσο ταξινομημένη στο κεφάλι μου που το έκανα υπερβολικά γρήγορα. Έχω ασχοληθεί με πολλά είδη μουσικής και με κανένα άλλο δεν μου είναι τόσο εύκολο ή φυσικό. Και στους Egg Hell που παίζω τώρα προσπαθώ πολύ. Είμαι αυτός που αργεί στις πρόβες, που παίζει πολύ μόνος του για να θυμηθεί τα ακόρντα κτλ. Όταν πήγα να δουλέψω το ’94 στο θρυλικό δισκάδικο Jazz Rock (η πρώτη δουλειά που έκανα στη ζωή μου), είχαμε μόνο ένα ράφι για την ηλεκτρονική μουσική κι εκεί βάζαμε τα πάντα. Είτε ήταν LFO, Kenny Larkin ή Model 500, όλα ήταν στο ίδιο σημείο. Το μόνο που έκανε μια διαφορά ήταν π.χ. να μην ήταν κάτι Detroit Techno και να ήταν κοντά στους Front 242 οπότε έμπαινε στο διπλανό κουτί με τα goth/new wave.

Η ηλεκτρονική μουσική σήμερα: «Είμαι απ’τους ανθρώπους που πιστεύουν πως η ηλεκτρονική μουσική διανύει μια περίοδο ξεφτίλας. Το έχω συζητήσει και με άλλους πολύ γνωστούς παραγωγούς που συμφωνούν. Είμαστε λίγοι μάλλον, αλλά είμαστε πολύ υπέρ αυτής της άποψης. Διανύει την ίδια περίοδο που διένυσε το ροκ όταν υπήρχαν συγκροτήματα όπως οι Def Leppard κι άλλα αντίστοιχα συγκροτήματα που δεν ήταν ροκ, ήταν άζαξ για τα τζάμια: όλα καθαρά, τέλεια, τα πάντα στα κουτάκια τους τακτοποιημένα. Η ηλεκτρονική μουσική που παρακολουθώ στενά απ’το 1993 ήταν η επανάσταση και κατέληξε να είναι το απίστευτο κατεστημένο, σε βαθμό που οι εταιρείες σου στέλνουν ντιρεκτίβες για το πώς πρέπει να είναι τα κομμάτια σου. Αν επιλέξεις να παρεκκλίνεις λίγο, θα πάρεις πίσω το κομμάτι σου, δεν θα στο κυκλοφορήσουν ποτέ κι αυτό είναι κάτι που μου συνέβη. Επανειλημμένα. Κάπου εκεί αποφάσισα να εγκαταλείψω το χώρο γιατί είναι στείρος καλλιτεχνικά. Μιλάω κατά κύριο λόγο για ότι έχει να κάνει με την club music. Προφανώς τρελάθηκα με τον τελευταίο δίσκο των Boards of Canada. Τον έπαιξα μέχρι να τρυπήσει το βινύλιο. Ακόμα κι αυτό όμως είναι μια δουλειά που έρχεται απ’τα παλιά. 

Η επανάσταση που έφερε αυτή η μουσική ξεκίνησε απ’την τεχνολογία. Όταν π.χ. η Roland αποφάσισε πως δεν βγάζει αρκετά λεφτά απ’το 303 και το πέταξε στα σκουπίδια, η τιμή του έπεσε κατακόρυφα. Ξαφνικά, ένα παιδί απ’τα γκέτο της Αμερικής μπορούσε να το αγοράσει καινούργιο ή μεταχειρισμένο, ακόμα και να του το χαρίσει κάποιος που δεν το ήθελε. Αυτό δεν είναι καλλιτεχνική απόφαση ή η πορεία μιας τέχνης που εξελίσσεται. Είναι μια βιομηχανική απόφαση από μια εταιρεία που φτιάχνει μηχανήματα. Απ’τη μεγάλη αλλαγή στα τεχνολογικά θέματα ξεκίνησαν όλα. Όταν το 1985 ένα emulator sampler έκανε 5000 ευρώ ή όταν πιο παλιά ο Florian Schneider των Kraftwerk ήταν σε δίλημμα, όταν ξεκίναγε το γκρουπ, μεταξύ του να αγοράσει ένα Minimoog ή έναν σκαραβαίο, σα να λέμε τώρα 15000 ευρώ, καταλαβαίνεις πως αλλάζοντας τη σχέση κόστους και ποιότητας διαμορφώνεις ένα τελείως νέο τοπίο. Ξαφνικά, αυτά τα μηχανήματα έγιναν προσβάσιμα σε όλους. Οι μουσικές σκηνές παίρνουν τέτοια φόρα από κάτι τέτοιο που μπορεί να μην είναι αντιληπτό όταν ζεις έξω απ’αυτό το περιβάλλον, αλλά είναι φοβερό γεγονός. Στην πενταετία ’93-’98 υπάρχει μια βεντάλια μουσικής που δεν ήταν απλά ένα καινούργιο μουσικό στυλ, όπως λέγανε τότε. Εκ των υστέρων αποδεικνύεται πως ήταν ένα τεράστιο φάσμα μουσικών ειδών, το οποίο αργότερα οι δημοσιογράφοι διαχώρισαν και έκαναν κομματάκια γιατί πραγματικά δεν μπορούσες να βάλεις τους Future Sound of London δίπλα στον Aphex Twin ή δίπλα στον Sven Vath.

 Πέρα απ΄την απογοήτευση που νιώθω για την χορευτική μουσική, αυτό που κρατάω τώρα είναι περισσότερο η κοινωνική πλευρά αυτού του κινήματος. Δυστυχώς, επειδή οι ίδιοι οι παραγωγοί, οι ίδιες οι εταιρείες το θέλησαν, θα μείνουν πολύ λίγα πράγματα απ’αυτή τη σκηνή σε 50 χρόνια από τώρα. Δεν θα είναι σαν το ροκ. Όταν θα μπεις να ψάξεις τους Giants of Rock, θα βρεις εκατοντάδες ονόματα. Όταν κάνεις το αντίστοιχα με τους Giants of Techno θα βρεις 5 ανθρώπους. Όλοι οι άλλοι θα πάνε στα αζήτητα. Αυτό θα συμβεί γιατί οι επαγγελματίες του χώρου (djs, labels) δημιούργησαν ένα κλίμα όπου η μουσική έπρεπε, όφειλε να είναι εφήμερη, να καταναλώνεται μέσα σε έξι μήνες. Υπάρχει μια λογική σούπερ μάρκετ που ακόμα κι αν δεν θέλω απαραίτητα να την κρίνω ή να στεναχωρήσω φίλους μου που συμμετέχουν στη σκηνή, είναι ο λόγος που αυτή η μουσική δεν θα αφήσει πολύ μεγάλη παρακαταθήκη. Αν το Summer of 69 κι η ψυχεδέλεια άφησε ένα δωμάτιο με δίσκους, το Summer of 93 θα αφήσει ένα πάρα πολύ μεγάλο κοινωνικό στίγμα γιατί είναι η τελευταία πολύ μεγάλη μουσική επανάσταση που έχει γίνει στον πλανήτη, κι ένα μόνο ράφι δίσκους. Αυτή η ποιοτική διαφορά, για μένα ως παραγωγό, έχει τεράστιο ψυχολογικό αντίκτυπο πάνω μου. Δεν θέλω να είμαι σε μια μουσική σκηνή η οποία βλέπει έξι μήνες μπροστά. Θέλω να είμαι σε μια σκηνή που βλέπει έξι αιώνες μπροστά. Ο προσωπικός μου εγωισμός μου επιτάσσει να θέλω η μουσική μου να ακουστεί και σε εκατό χρόνια από τώρα.

 Για μένα η μουσική δεν είναι νότες, ήχοι, παραγωγή, τίποτα απ’όλα αυτά. Τη μουσική την «μετράω» με το κοινωνικό και πολιτικό της αντίκτυπο. Δεν είμαι απ’τους ανθρώπους που θέλουν να βγάλουν τη μουσική απ’την πολιτική ή όπως κάποιοι άλλοι θέλουν να βγάλουν τα αθλητικά απ’την πολιτική. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Η κοινωνία είναι ένας οργανισμός και δεν μπορείς να ξεκολλήσεις το χέρι ή το πόδι. Η μουσική με ενδιαφέρει όταν έχει ένα αντίκτυπο στην κοινωνία, όταν μπορεί να την αλλάξει. Γι’αυτό ασχολήθηκα και γι’αυτό σταμάτησα να ασχολούμαι με την dance μουσική. Δεν πιστεύω πως έχει πια θετικό πρόσημο.»

 

Το 6 d.o.g.s: «Στο μαγαζί πήγα κάπως τυχαία αλλά ήταν ένα μέρος που σύχναζα γιατί με είχε εντυπωσιάσει ηχητικά. Ήταν πρόκληση για μένα να προσπαθήσω να το κάνω καλύτερο. Βρήκα πραγματικά επαγγελματικό ενδιαφέρον. Στην πορεία αυτό εξελίχθηκε σε μια ιστορία αγάπης, είμαι περισσότερες ώρες στο μαγαζί απ’ότι είμαι στο σπίτι μου. Αυτό που μου αρέσει είναι πως τα παιδιά δεν έχουν σταματήσει να μου θέτουν νέες τρομερές προκλήσεις πάνω στη δουλειά μου. Όταν ο Κωνσταντίνος μου είπε πρώτη φορά για τον Πίνδαρο, εγώ δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ γιατί το μυαλό μου είχε πάρει φωτιά. Το ενδιαφέρον με αυτά τα event είναι ότι δεν έχουν προηγούμενο, άρα δεν μπορείς να ανατρέξεις πίσω και να δεις πως το έκανε κάποιος άλλος. Το ίδιο ισχύει και για το project που φτιάχνουμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Το σχεδιάζουμε απ’το μηδέν. Αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει τόσο η δουλειά μου στο 6 d.o.g.s. Είμαι κολλημένος με τη δουλειά μου εκεί.

Πίνδαρος. Φ: Πηνελόπη Γερασίμου

Νομίζω πως όποιος έχει έρθει στο μαγαζί καταλαβαίνει πως το Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής με το μεγαλύτερο line up στη χώρα στο μαγαζί με τα λιγότερα τετραγωνικά μέτρα, είναι μια τρελή ιδέα. 70 συγκροτήματα σε 3 μέρες είναι σχεδόν παρανοϊκό. Πραγματικά, με έπιασαν τα γέλια την πρώτη φορά που μου το είπαν. Αλλά βρήκαμε τρόπο να το κάνουμε και χωρίς χρονικές καθυστερήσεις. Αυτές οι προκλήσεις με ικανοποιούν αρκετά ώστε να μπορώ να δουλεύω πολλές ώρες ή να κάνω μέρες να δω την κοπέλα μου κτλ. Αν δεν σου αρέσει η δουλειά δεν μπορείς να θυσιάσεις τίποτα τέτοιο.

 Ουσιαστικά πήγα εκεί για να κάνω τα πάρτι αλλά οι συναυλίες με κέρδισαν κατευθείαν. Με βοήθησε να βγω απ’το φαύλο κύκλο της dance μουσικής που δεν με ικανοποιούσε, μου έδειξε πως μπορώ να κάνω κι άλλα πράγματα και το κυριότερο απ’όλα, με ενημέρωσε κατά κάποιο τρόπο στο τι συμβαίνει στις άλλες μουσικές σκηνές και με έφερε σε επαφή με πολλές μπάντες. Μπορεί το ροκ να έχει βαλτώσει αλλά δεν με ενδιαφέρει απ’τη στιγμή που μπαίνω στο στούντιο με τους Cave Children και γράφουμε έναν φοβερό δίσκο. Αν έχει βαλτώσει, καιρός να το ξε-βαλτώσουμε.»

 Οι καλύτερες στιγμές: «Ένα απ’τα καλύτερα πράγματα που έχω ζήσει στο μαγαζί είναι η πρώτη μέρα του 1ου Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής. Πρέπει να είχε τουλάχιστον 2000 άτομα κι η Αβραμιώτου ήταν κατάμεστη. Είναι η πρώτη φορά που βγήκα απ’το μαγαζί γιατί κόντεψα να λιποθυμήσω απ’την ένταση και τη ζέστη. Μετά την 25λεπτή εμφάνιση των Lost Bodies έφυγα. Θυμίζω πως ήταν τρία χρόνια πριν, μια εποχή που γινόταν χαμός στην Αθήνα και το γεγονός ότι υπήρχε τόσος κόσμος εν μέσω τέτοιου αναβρασμού και με μεγαλύτερο όνομα τους Lost Bodies όχι τίποτα τρελό, είναι απίστευτο, σχεδόν παράλογο.

Εξίσου έντονη στιγμή για μένα προσωπικά, είναι το live του Damo Suzuki. Αρχικά γιατί οι Can είναι μεγάλο μου κόλλημα αλλά και γιατί παρόλο που έχω δει όλα τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας να παίζουν με τα καινούργια τους συγκροτήματα, δεν είχα δει ποτέ τον Suzuki. Ειδικά με αυτό τον τρόπο που δίνει τις συναυλίες, ζητώντας δηλαδή απ’τους promoters της εκάστοτε χώρας να του φέρουν αυτοί μουσικούς για να τζαμάρουν μαζί του επί σκηνής. Είναι καταπληκτικό αυτό γιατί αναπαράγει ουσιαστικά την πρώτη βραδιά που έπαιξε με τους Can. Η ιστορία λέει πως τον βρήκαν έξω από ένα κλαμπ την ημέρα που αποχώρησε ο πρώτος τραγουδιστής της μπάντας, ο Malcolm Mooney, κι ενώ ετοιμάζονταν να παίξουν ορχηστρικό σετ, τον είδαν με μια κιθάρα να τραγουδάει στα ιαπωνικά προσπαθώντας να μαζέψει μερικά λεφτά. Ούτε αγγλικά δεν ήξερε τότε. Αυτό που έγινε εκείνη τη βραδιά οδήγησε στους 3 καταπληκτικούς δίσκους των Can που ακολούθησαν. Η εικόνα του Blaine Reininger δίπλα στο Suzuki στο 6 d.o.g.s είναι κάτι που θα θυμάμαι για πάντα.

Nina Kraviz Φ: Πηνελόπη Γερασίμου

Αντίθετα, η –μάλλον όχι τόσο ξύπνια- Nina Kraviz θεώρησε σωστό να πετάξει 5-6 δίσκους πίσω απ’το μείκτη, πάνω στα καλώδια. Αμέσως κόβεται το ένα σήμα και γυρίζει αμέσως, με κοιτάει με το βλέμμα «δεν έκανα τίποτα». Συγκοπή κόντεψα να πάθω.

Άλλη μεγάλη στιγμή όταν ανέβηκε στη σκηνή ο Bevis Frond, όπως και οι Metz που είναι ένα απ’τα καλύτερα live που έχουμε κάνει. Είναι η πρώτη και μοναδική φορά που ένιωσα πως πρέπει να ήταν να βλέπεις τους Nirvana να παίζουν, πριν ή κι αμέσως μετά το Nevermind. Τα ντεσιμπέλ που άγγιξαν δεν τα έχει αγγίξει κανένας άλλος στο μαγαζί, είτε μιλάμε για πάρτι είτε για συναυλίες. Ακραία εκκωφαντικό live που κατάφερε να μου λιώσει τα αυτιά παρόλο που φορούσα επαγγελματικές ωτοασπίδες. Εκεί κατάλαβα γιατί έχει σημασία να ντοπάρεις τον εαυτό σου και να λες «είμαι ο καλύτερος», να συμπεριφέρεσαι σα να είσαι και να θες να αποδείξεις πως πράγματι είσαι ο καλύτερος. Αυτό το λέω γιατί το έχω εντοπίσει σε πολλά εγχώρια γκρουπ και πιστεύω πως αυτό τα κρατάει πίσω. Όλα τα συγκροτήματα που γουστάρουμε, κάνουν πρωταθλητισμό. Μπαίνουν στο γήπεδο με σκοπό να τα γαμήσουν όλα, να φτάσουν στο τελικό και να κερδίσουν με 5-0. Αυτός είναι ο στόχος. Είναι χαρακτηριστικό των αμερικανικών γκρουπ γιατί έτσι είναι η κοινωνία τους.

Προσωπικό Top 5:

Residents: Για μένα, η απόλυτη τέχνη του τελευταίου αιώνα συμπυκνώνεται σε αυτά που έχουν κάνει αυτοί. Είτε μιλάμε για μουσική είτε για εικόνα. Δεν ξέρω πως θα μπορούσα να προτείνω μια αφετηρία για όσους θέλουν να ξεκινήσουν την ενασχόληση με τη δισκογραφία τους, αλλά για μένα το Mark of The Mole, είναι αξεπέραστο. Με μια ιστορία που μπορείς να την πεις και σε ένα τρίχρονο παιδάκι, κατάφεραν να περιγράψουν όλη την κατάσταση της παγκόσμιας κοινωνικής εξέλιξης των τελευταίων 50 ετών (μπορεί και παραπάνω). Βασισμένοι στην αμερικανική κοινωνία, οι Residents περιγράφουν κάτι που μπορείς να το δεις ως το εν πλω ταξίδι των μαύρων προς την Αμερική αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, ως τους μετανάστες Αλβανούς που ήρθαν με τα πόδια στην Ομόνοια, οι Σύριοι και οι Αρμένιοι που προσπαθούν να περάσουν στην Τουρκία και να γλυτώσουν τις βόμβες, όπως και να το δεις, η ιστορία είναι ίδια. Όταν καταφέρνεις να βάλεις κάτι τέτοιο σε ένα δίσκο, με τόσο χιούμορ και τόσο καυστικό τρόπο, για μένα έχεις ξεπεράσει τα στενά όρια της νότα, του ακόρντου κτλ.

Autechre: Θρυλική η ατάκα τους «δεν είναι δυνατόν να μην μπορούμε να ζήσουμε απ΄τη μουσική που κάνουμε». Δεν μπορώ να τους ακούσω εδώ και δέκα χρόνια.

Aphex Twin: Ο τελευταίος δίσκος του είναι τραγικός, δεν τον κατηγορώ, καλά κάνει, αλλά βαριέται που ζει ο άτιμος. Δεν διαφωνώ πως για μια γενιά που δεν τον έχει δει ουσιαστικά εν δράσει, μπορεί να ανοίξει πολλά αυτιά.

Tuxedomoon: Μεγάλο μου κόλλημα απ’τα παλιά.

 Radiohead: Το τελευταίο μεγαθήριο που θα ξεπηδήσει, τουλάχιστον για όσα χρόνια  θα είμαστε εμείς στη Γη.

Γιώργος Μιχαλόπουλος

Share
Published by
Γιώργος Μιχαλόπουλος