Η Πέλα Σουλτάτου απεχθάνεται τον διδακτισμό αλλά όταν υποκύπτει σε αυτόν φροντίζει να κουνάει χαριτωμένα το δάκτυλο

Μας συστήθηκε ως Niemands Rose το 2007 όταν ξεκίνησε το blog της ενώ βρισκόταν ακόμη στην Αγγλία. Έχει άνεση στη γραφή, αυτό ήταν φανερό από τα πρώτα κιόλας κείμενα που δημοσίευσε στο διαδίκτυο. Πριν δύο χρόνια εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» πάλι χρησιμοποιώντας το ίδιο ψευδώνυμο ενώ φέτος αποφάσισε να μας συστηθεί με το κανονικό της όνομα υπογράφοντας ως Πέλα Σουλτάτου το «Ανκόρ» της. Από την Κρήτη στο Λονδίνο και τώρα στην Αθήνα, από την κοινωνιολογία έως την δημόσια υγεία και από τη λογοτεχνία έως την μητρότητα η Πέλα ξέρει, τουλάχιστον, να αυτοσαρκάζεται χωρίς δεύτερη σκέψη «Εντάξει όσο και να βελτιωθώ ξέρω ότι έχω πεπερασμένες δυνατότητες και δεν πρόκειται ποτέ να γίνω Τολστόι, Τρολστόι όμως ναι».

Πώς ξεκίνησες να γράφεις; Είναι το κλασικό που συμβαίνει στους Έλληνες δηλαδή αυτό που είμαστε σχεδόν όλοι γραφομανείς και καλά κάνουμε δηλαδή. Το πρώτο μου γραπτό ήταν ένα ποίημα όταν ήμουν εννιά χρονών. Είχα δει στις ειδήσεις ότι υπήρξε ένας νεκρός σε κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα κι αυτό με είχε συγκλονίσει. Κλείστηκα λοιπόν στη σάλα του σπιτιού, ξέρεις αυτή που άνοιγε μόνο στις γιορτές, απομονώθηκα εκεί, έγραψα το ποίημα, το διάβασα, τρόμαξα και το έσκισα. Μετά επειδή είχα μια κλίση στον στίχο στο σχολείο έγραφα σαχλοτράγουδα τύπου Καρβέλας, Βίσση και βάζαμε όλοι μαζί οι συμμαθητές μουσική και τα τραγουδάγαμε. Έτσι από τα εννιά μου μέχρι τα είκοσι εννιά έγραφα ποίηση αλλά κάποια στιγμή ήρθε -ευτυχώς- η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαι καλή ποιήτρια. Έτσι σταμάτησα συνειδητά να γράφω ποίηση. Μου είχε μείνει, όμως, η κεκτημένη ταχύτητα του γραψίματος κι έτσι δοκίμασα μετά να κάνω γυμνάσματα στον πεζό λόγο, στο blog μου. Αυτό έτυχε να έχει μια απήχηση, το είδαν πέντε άνθρωποι, τους άρεσε, τους ενδιέφερε, ακούστηκε και μετά από μια παραγωγή γραπτών από το 2007 έως το 2012 με έπεισε ένας φίλος επιμελητής εκδόσεων, ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος, να κάνω μια ανθολογία και να τη στείλω σε εκδοτικούς. Έτσι προέκυψε το πρώτο μου βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» από την Απόπειρα.

Πώς είχες πάρει την απόφαση να εκτεθείς λογοτεχνικά αρχικά μέσω του blog σου; Είχε συνείδηση αυτής της έκθεσης ή επειδή δεν υπήρχε, ακόμη, το τυπωμένο βιβλίο προχωρούσες μα άγνοια κινδύνου; Το ξεκίνησα πολύ αυθόρμητα γιατί ήμουν ακόμη στο Λονδίνο, συνεπώς είχα τον χρόνο και πολλές προσλαμβάνουσες και ήταν ιδανικές οι συνθήκες για να γράψω. Έτσι λοιπόν αυθόρμητα που το ξεκίνησα και χωρίς να το πολυσκεφτώ μετάνιωσα αργότερα τον τίτλο Niemands Rose, γιατί δεν ήταν σωστό να οικειοποιηθώ τον στίχο του Paul Celan, του κορυφαίου μεταπολεμικού ποιητή και ομολογώ ότι είμαι λίγο ενοχική ως προς αυτό. Έφτιαξα λοιπόν το blog για να εκφράζομαι αλλά από την άλλη ποτέ δεν είχα πρόβλημα να εκτεθώ, από πιτσιρίκι ακόμη. Πάντα ήμουν ενεργή στα κοινά, στο μαθητικό κίνημα ενώ πριν από το blog έγραφα σε εφημερίδες και περιοδικά. Έτσι συνεχίζω και θεωρώ ότι είναι σημαντικό να παραμείνω έτσι. Άλλωστε ήμουν και είμαι ανένταχτη πολιτικά και αυτό μου δίνει πολύ μεγάλο βαθμό ελευθερίας.

Όπως περιγράφεις το πώς κινούσουν μέσω του blog σου μου θυμίζει το πώς κινούνται άλλοι στα social media. Είναι ένα βήμα ελευθερίας όμως από την άλλη γίνεται μήπως ένα πεδίο ασυδοσίας; Περπατούν, όσοι εκφράζονται στα social media, σε τεντωμένο σκοινί; Έτσι είναι. Όταν το μέσο δεν υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες και δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη αρχή τότε εξελίσσεται σε μια αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Ε, αυτό το πράγμα έχει και τα θετικά του και τα ντεσού του, τα ζητήματα που πρέπει να διαχειριστεί. Ακριβώς επειδή είναι αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα εγώ έχω την ελπίδα ότι αυτοί που για χ, ψ λόγους δεν κάνουν τότε από μόνοι τους θα αποβληθούν μέσα από κάποιες διαδικασίες και το έχουμε δει αυτό να συμβαίνει. Πάντως ομολογώ ότι ειδικά στο facebook κι εγώ κινούμαι σα να έχω άγνοια κινδύνου.

Στη λογοτεχνία διατηρείς αυτή την αίσθηση;Ακόμη περισσότερο καθώς εκεί μιλάει περισσότερο το ασυνείδητο. Κι ευτυχώς που συμβαίνει αυτό. Πιστεύω ότι απ’ όλα τα γραπτά μου εκεί που είμαι πιο πηγαία, γνήσια και ειλικρινής είναι στα λογοτεχνικά γιατί εκεί δεν υπάρχει κανένας περιορισμός από πουθενά. Δεν με απασχολεί αν θα δυσαρεστήσω, εκνευρίσω ή αν θα εκτεθώ. Έτσι νομίζω ότι πρέπει να λειτουργούμε. Σε σχέση με τις ασυνείδητες διαδικασίες που σε φέρνουν στο να κάνεις λογοτεχνία φέρνω το παράδειγμα του βιολιστή, του χαρακτήρα που υπάρχει μέσα στο Ανκόρ. Δεν ξέρω πώς προέκυψε είναι η πρώτη επιπόλαιη απάντηση αλλά αν κάτσω να το δω αναδρομικά προφανώς υπάρχουν κάποιες αναφορές μέσα στο κεφάλι μου. Προσπαθώντας να καταλάβω γιατί έβαλα μέσα στο μυθιστόρημα έναν αόρατο βιολιστή που συμβολίζει τον θάνατο κατέληξα ότι έχω κάνει μια αναφορά στο ποίημα του Χρήστου Μπράβου, που το έμαθα από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και λέει «κι όμως το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος» και σε έναν πίνακα  του Bocklin που δείχνει τον θάνατο στο σβέρκο του καλλιτέχνη. Επιπλέον μου λέει μια φίλη από το αντιφασιστικό κίνημα, η Μαργαρίτα, ότι της θύμισε τον Βάγκνερ που έβαζαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Εντάξει όσο και να βελτιωθώ ξέρω ότι έχω πεπερασμένες δυνατότητες και δεν πρόκειται ποτέ να γίνω Τολστόι, Τρολστόι όμως ναι»

Πότε σταματάς να διορθώνεις το κείμενό σου, πότε νιώθεις ότι περαιτέρω επεξεργασία μπορεί να το καταστρέψει; Στο πρώτο βιβλίο επειδή ήταν γυμνάσματα γραφής κι επειδή ήμουν πολύ πιο απελευθερωμένη για το τι θα γράψω γιατί είχα το ψευδώνυμο τα κείμενα ήταν πολύ ακατέργαστα. Ήταν ευτυχές γεγονός ότι τα δέχτηκαν καλά. Το κείμενο του Ανκόρ είναι πολύ περισσότερο επεξεργασμένο κι έχουν γίνει πολλαπλές επιμέλειες όμως αυτό που έλεγα και στον υπεύθυνο της ελληνικής λογοτεχνίας του Καστανιώτη, τον Δημήτρη Ποσάντζη, ειναι ότι δεν μου αρέσει σαν ήχος γιατί νιώθω ότι αλλού το ακούω δυνατά κι αλλού χαμηλά. Κι ακόμη δεν είμαι απολύτως ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα γιατί θα ήθελα να υπάρχει πιο ενιαίο ύφος αλλά από την άλλη είχα πάρει μια συνειδητή απόφαση να μιλήσω σαν τον νεκροθάφτη, και σαν τη διανοούμενη ζωγράφο και σαν τη νοσοκόμα με την ηπειρώτικη προφορά.

Ποιους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες ξεχωρίζεις; Της γενιάς μου; Α, υπάρχουν πολλοί που είναι εξαιρετικοί. Λοιπόν ο  Γιάννης Παλαβός, ο Γιάννης Τσίρμπας, ο Νίκος Μάντης, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, η Λένα Κιτσοπούλου, ο Ιερώνυμος Λύκαρης, ο Λένος Χρηστίδης, ο Γιώργος Μήτας και σίγουρα ξεχνάω κάποιους. Ο ένας είναι καλύτερος από τον άλλο και παρότι μπορεί να υπάρχει ενός είδους ανταγωνισμός εγώ νιώθω πολύ περήφανη που ανήκω σε αυτή τη γενιά.

Άρα θεωρείς ότι υπάρχει τώρα σε εξέλιξη μια λογοτεχνική γενιά; Ναι, υπάρχει. Δεν βλέπω που ακριβώς έγκειται η ομοιογένεια της αλλά υπάρχει λόγω ηλικίας αλλά και κοινών αναφορών. Μέσα στις συνθήκες βαθιάς οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης αναγκαστικά έχουμε όλοι κοινές προσλαμβάνουσες.

Άρα κάθε έργο που γράφεται μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ανεξάρτητα αν αναφέρεται άμεσα σε αυτές, θα αποτελέσει στο μέλλον ένα αποτύπωμα της εποχής του μέσω του οποίου θα ερμηνευτεί από τους επόμενους ό,τι ζούμε τώρα; Δεν ξέρω αν είναι αναπόφευκτο. Δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητο τα λογοτεχνικά έργα που γράφουμε τώρα να κινούνται αναγκαστικά γύρω από τον άξονα της ύφεσης και της κρίσης. Θα μπορούσε να είναι όπως το «Σπίτι» του Μήτα, που είναι αλληγορία και μιλάει για πολύ βαθιά πράγματα που δε μπαίνουν στο  χωροχρονικό πλαίσιο του σήμερα. Δεν είναι ανάγκη να παράγουμε λογοτεχνία που αφορά μόνο τη κρίση. Και στο δικό μου μυθιστόρημα προσπάθησα να αποφύγω λέξεις όπως μνημόνιο που αισθητικά, τουλάχιστον, απεχθάνομαι και που είναι στενά συνδεδεμένες με την επικαιρότητα κι έτσι γίνεται κατά κάποιο τρόπο λίγο άχρονο.

Τι δεν σου αρέσει καθόλου σε ένα βιβλίο; Δεν μου αρέσει κάτι που, ορισμένες φορές, το βλέπω και σε μένα: ο διδακτισμός. Προσπαθώ, τουλάχιστον, να κουνώ το δάκτυλο με έναν τρόπο πιο χαριτωμένο. Ο Βukowski είναι από τους αγαπημένους μου γιατί στο έργο του δεν υπάρχει ίχνος διδακτισμού. Συμβαίνει να μη μου αρέσουν πράγματα που αναγνωρίζω και στα δικά μου γραπτά. Δεν μου αρέσει ο βερμπαλισμός και στον Ανκόρ δεν μπόρεσα να τον αποφύγω. Επίσης, δεν μου αρέσουν τα άνευρα, τα γλυκανάλατα, τα μελό. Αυτά δεν τα εντοπίζω στα κείμενά μου, ίσως βέβαια κάποιοι άλλοι το κάνουν. Επίσης δεν μου αρέσουν αυτοί που δεν παίρνουν θέση. Πάρε θέση, τσαλακώσου και λίγο, δεν πειράζει. Όλοι οι καλλιτέχνες που αγαπώ ήταν αυτοί που έπαιρναν θέση.

Ποιους καλλιτέχνες αγαπάς; Τη γενιά beat με Βukowski, Κerouac, Burroughs ενώ στη νεοελληνική λογοτεχνία κορυφαίος για εμένα είναι ο Μάριος Χάκκας, που ήταν και αδικημένος και τσαλακωμένος. Διάβαζα από Tim Robbins μέχρι George Orwell, με αυτά μεγάλωσα, διαβάζοντας τους ανθρώπους που δεν είχαν comme il faut. Να αυτό απεχθάνομαι: τον καθωπρεπισμό και την έλλειψη χιούμορ.


Το μυθιστόρημα της Πέλας Σουλτάτου Ανκόρ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου