Paolo di Paolo: “Η Ευρώπη χρειάζεται μία νέα πολιτισμική ταυτότητα”

Κατά πόσο ταυτίζεται η αγωνία του κεντρικού ήρωα Ίταλο για την έλλειψη “πολιτικής κληρονομιάς” όπως λέει, με τις αναζητήσεις των νέων της γενιάς σας στην Ιταλία; Η έλλειψη “πολιτικής κληρονομιάς” ισχύει για πολλές εθνικές πραγματικότητες, όχι μόνο για την ιταλική.  Ζούμε την μετέπειτα φάση του 20ου αιώνα, όπου η ιδεολογία ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της εποχής αυτής.  Άρα, οι νέες γενιές δεν ζούνε μόνο τον θάνατο των ιδεολογιών, αλλά και την έλλειψη αναγκαίων στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να συνδεθούν με την έννοια της πολιτικής άποψης.  Αυτό δίνει την αίσθηση της απώλειας και δημιουργεί φόβο.  Γιατί και η προηγούμενη γενιά όταν έζησε τον θάνατο των ιδεολογιών δεν ένιωσε την ανάγκη να παραδώσει με τη σειρά της κάτι άλλο.  Να δώσει μια άλλη λύση.

Υπάρχει στην αφήγησή σας η κριτική της ιστορίας ως μιας ψυχρής και αποστασιοποιημένης επιστήμης, εν αντιθέσει με τη δημοσιογραφία στην οποία προσδίδετε μια πιο ανθρώπινη υπόσταση; Στην πραγματικότητα η κριτική που κάνω στην ιστοριογραφία είναι μια ειρωνική κριτική.  Αγαπώ πολύ την ιστορία και σέβομαι πολύ τους ιστορικούς.  Όμως, είναι προφανές, ότι ο ιστορικός είναι αναγκασμένος να αφήσει έξω από την έρευνά του κάτι που χρησιμοποιεί η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία: τη ζεστασιά των συναισθημάτων.  Η ιστορική έρευνα πρέπει να είναι ψυχρή και ουδέτερη.  Το να μπεις στο μυαλό του Καίσαρα θέλει κάτι περισσότερο από την ψυχρή ιστορική έρευνα, γι’αυτό και οι παλιοί ιστορικοί ήταν κατά κάποιον τρόπο και συγγραφείς.  Διότι, ο ιστορικός πρέπει να σταματήσει ως ένα σημείο.  Ένα ψυχρό, ουδέτερο σημείο.  Αλλά για να μπεις στην ψυχολογία των ιστορικών προσώπων χρειάζονται και άλλα πράγματα.

Δηλαδή οι ιστορικοί, εκτός από το να είναι αντικειμενικοί, θα πρέπει να ερμηνεύουν ορισμένες καταστάσεις; Όλοι οι αρχαιοέλληνες και λατίνοι ιστοριογράφοι, όπως ο Ηρόδοτος και ο Τάκιτος, “βάζανε χέρι” στις πληροφορίες.  Η γραφή τους μπορεί να εκληφθεί ως λογοτεχνία ή ως δοκίμιο.  Μετά τον 17 αιώνα, η δυτική σκέψη βάλθηκε να μοιράσει τα πράγματα σε κατηγορίες.  Εμείς όμως μπορούμε να ανατρέξουμε ξανά στους αρχαίους στοχαστές και ιστορικούς, να δούμε για παράδειγμα, πώς ο Τάκιτος γινόταν και μυθιστοριογράφος και φιλόσοφος και ψυχολόγος και ιστορικός.  Αυτό είναι πολύ ωραίο. 

Μπορεί να εξηγηθεί η “παγκόσμια προσωπική χρονολογία” (σελ.126) που καταγράφει ο Ίταλο ως μια προσπάθεια απόκτησης ταυτότητας, προσανατολισμού και δράσης, παράλληλης με τα παγκόσμια γεγονότα; Ίσως ο ίδιος να υπερβάλλει λίγο, αλλά ο καθένας μας έχει την δική του οικουμενική χρονολογία.  Είναι η γραμμή των παγκόσμιων γεγονότων και η άλλη γραμμή, αυτό που ζούσαμε εμείς, τι κάναμε σ’αυτές τις φάσεις, τι νιώθαμε, πώς το αντιμετωπίσαμε.  Ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε, υπάρχει πάντα το ζήτημα των μεγάλων ειδήσεων σε παράλληλη σχέση με την προσωπική μας ζωή.  Αυτό που απασχολεί τον ήρωα είναι να τοποθετήσει τον εαυτό του στην διαδικασία του χρόνου.

Και το σκιτσάκι του καμιονιού που επαναλαμβάνεται ανάμεσα στα κεφάλαια, συμβολίζει μια προσωπική στιγμή στον χρόνο; Είναι το πιο αυτοβιογραφικό στοιχείο μου στο βιβλίο, γιατί υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά υπάρχει και πολλή επινόηση.  Αυτό είναι το πραγματικό καμιονάκι που είχε ο παππούς μου.

Γίνεται να παραμείνουμε δραστήριοι και συνειδητοποιημένοι, ενώ διανύουμε μια περίοδο ιδεολογικής αφασίας; Ακριβώς επειδή υπάρχει αυτή η απάθεια πρέπει να ξοδέψουμε περισσότερη ενέργεια.  Υπάρχει ένας ηθικός παράγοντας στην πολιτική που πάει πέρα από τα κομματικά συμφέροντα.  Και παρόλο που μια συγκεκριμένη οπτική της πολιτικής πεθαίνει, πρέπει να δώσουμε στην ευρύτερη έννοια της πολιτικής καινούριο περιεχόμενο.

Ιταλία-Ελλάδα: δύο χώρες με συγγενικό πολιτισμό και ιστορία.  Πώς μπορούν να συνεργαστούν ώστε να προάγουν τον πολιτισμό μέσα στην Ευρώπη; Αυτό δεν αφορά μόνο τις δύο χώρες, αφορά τον γενικότερο ευρωπαϊκό σχεδιασμό.  Η Ευρώπη δεν πρέπει μόνο να ενδιαφέρεται για την οικονομική της πολιτική, αλλά και για μια γενικότερη πολιτισμική λογική.  Πιστεύω ότι 20 χρόνια μετά το Μάαστριχτ δεν έχουμε καταλήξει σε μια ευρωπαϊκή ταυτότητα.  Υπάρχει ένας χώρος με το κοινό νόμισμα και τη λιτότητα, αλλά είναι πολύ λίγα πράγματα αυτά.  Η προσπάθεια που πρέπει να κάνει η νέα γενιά σε επίπεδο πολιτικής και σε επίπεδο διανόησης είναι ακριβώς αυτό: να δώσει μια νέα πολιτισμική ταυτότητα στην Ευρώπη.  Γιατί αν ρωτήσεις έναν εικοσάχρονο Έλληνα ή Ιταλό αν αισθάνονται Ευρωπαίοι θα σου πουν ναι, αλλά θα στο πουν ως Έλληνες και ως Ιταλοί.  Η αναφορά τους αυτή είναι κατά βάση γεωγραφική και όχι πολιτισμική.

Άρα ο πολιτισμός πρέπει να ξεπεράσει τα σύνορα; Πρέπει να υπάρξει ένα σχέδιο για να μοιραστούμε την κοινή μας μνήμη ως Ευρωπαίοι.  Όταν ένας Φινλανδός καταλάβει ότι οφείλει πολλά στην ελληνική κουλτούρα, μόνον τότε θα μπορέσουμε να μοιραστούμε μια κοινή πολιτισμική συνείδηση.

Το μυθιστόρημά του “Πού ήσασταν όλοι;” (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Εύη Μαλλιαρού

Share
Published by
Εύη Μαλλιαρού