«Αχ, που είσαι βρε Παντελή να μας αλλάξεις τη διάθεση»

Δύο πράγματα κατάλαβα ότι συνέβησαν στους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Άρχισαν να βλέπουν πολύχρωμα, έντονα, δαιδαλώδη όνειρα (ή απλά άρχισαν να τα θυμούνται;) και νοστάλγησαν στιγμές, πρόσωπα και τόπους της παιδικής τους ηλικίας. Και κάποιοι, όσο το επέτρεπαν οι συνθήκες, προσπάθησαν να επιστρέψουν σε αυτά.

Ο Π.Ε. Δημητριάδης όταν ήταν μικρός, λίγο αφότου είχε πεθάνει η μια του γιαγιά, αυτή από την πλευρά του πατέρα του, είδε όνειρο ότι τον αγκάλιασε η νεκρή του νόνα (έτσι λέμε τη γιαγιά στην Κέρκυρα) και του είπε ότι θα πεθάνει όταν πεθάνει ο Φίλιππας. Ο Φίλιππας είναι ένας οικογενειακός τους γνωστός, ζει ακόμη «Ευτυχώς. Ή δυστυχώς, γιατί εφόσον ζει ακόμη δεν ξέρω αν ισχύει το όνειρο. Πάντως μια φορά που πήγα να τρακάρω είδα ότι οδηγός του άλλου αυτοκινήτου ήταν ο Φίλιππας», μου λέει από το νησί που τον έχω καλέσει για να συζητήσουμε για τον τρίτο δίσκο που μόλις κυκλοφόρησαν Τα Παιδιά της Παλαιότητας, το σχήμα που ήρθε το 2013 να διεκδικήσει λίγο συναισθηματικό χώρο απο την μπάντα που μάθαμε τον Παντελή (και μας έμαθε κι εκείνος). Τους Κόρε. Ύδρο.

Τον ρωτώ πώς πέρασε κατά τη διάρκεια της καραντίνας, είχαμε μιλήσει λίγο όταν ετοίμαζα το θέμα για το φετινό Πάσχα στην Κέρκυρα και μου είχε πει τοτε: «Το Πάσχα για μένα είναι βίωμα. Μεταφυσικής τάξεως. Στο βίωμα δεν υπάρχει πιστεύω – δεν πιστεύω, μ’ αρέσει – δε μ’ αρέσει. Είναι ο τόπος, οι ήχοι, τα χρώματα, οι μυρωδιές, η συχωρεμένη η νόνα μου που μου τηγάνιζε το καλαμάρι πριν ξεχυθώ Μεγάλη Παρασκευή στους Επιταφίους, η παιδική ηλικία, ο -κατά τον Αρανίτση- πρώτος νεκρός. Με ρωτάς πως νιώθω που δε θα τα ζήσω φέτος. Δε νιώθω τίποτα. Είμαι πλήρης, και περήφανος που τα έζησα, και όπως τα έζησα. Κι αν θέλει ο πρώτος νεκρός, θα τα ξαναζήσω».

Στη διάρκεια της καραντίνας πήρε τηλέφωνο σε μια γραμμή ψυχικής υποστήριξης, όταν άκουσε στις ειδήσεις για τον θάνατο ενός Γερμανού καθηγητή στην Κρήτη, που ήταν 42 χρονών και χωρίς υποκείμενο νόσημα. «Είμαι υποχόνδριος, το ξέρεις αυτό. Τον Φλεβάρη είχα περάσει μια ελαφριά γρίπη, είχα χάσει την όσφρηση και μέρος της γεύσης μου, κι, όπως καταλαβαίνεις, έβγαλα ιδεοληψία». Τελικά κατέληξαν να μιλάνε επί μισή ώρα με την ψυχολόγο στη γραμμή και να γελούν για άσχετα πράγματα. Πολύ Παντελής.

Τι εννοώ; Συζητώντας με αφορμή τον τρίτο δίσκο των Παιδιών της Παλαιότητας, το Ενθύμιον Νεανικών Συντροφιών που κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου, τον ρωτάω αν μπορούν να πιάσουν όλοι οι μη Κερκυραίοι τις τόσες αναφορές που υπάρχουν στους στίχους για το νησί μας. «Ο τόπος σου είναι ο χώρος που βιώνεις τα συναισθήματά σου. Όταν γράφω “τώρα που το Κανόνι πολιορκείται μυστικά”, δεν το γράφω επειδή είναι από τα πιο τουριστικά σημεία της Κέρκυρας αλλά επειδή εκεί έμενε το πρόσωπο του ερωτικού μου ενδιαφέροντος, τη δεδομένη στιγμή».

Iσχύει. Η Κέρκυρα του Παντελή δεν είναι καρτ ποστάλ, ούτε πλάνο από διαφήμιση μπύρας. Είναι συμπύκνωση βιωμάτων, αισθημάτων και ιδεών: «Ενδεχομένως, κάποια πράγματα να είναι απροσπέλαστα για τον μη Κερκυραίο. Αλλά νομίζω ότι η ουσία τους έχει μια πιο οικουμενική υπόσταση. Τα τραγούδια δεν είναι γεμάτα inside jokes που τα καταλαβαίνω μόνο εγώ κι ο Μάριος. Απλώς, ίσως αυτός ο τοπικισμός τα κάνει πιο γοητευτικά. Άλλωστε, ένας μη Αθηναίος γιατί υποχρεούται να ξέρει την Σκουφά και τη Σίνα, τις αναφορές στα τραγούδια του Δεληβοριά; Ο καθένας μιλάει για τον τόπο του. Συμβαίνει ο δικός μου να είναι πιο ελλάσσων στη συγχρονία, τι να κάνουμε; Άσε που η εμπειρία μάς έχει δείξει ότι τη μεγαλύτερη συγκίνηση τη νιώθει ο μη Κερκυραίος ή ο Κερκυραίος ο ξενιτεμένος. Οι Κερκυραίοι που με ενδιαφέρουν, και που είναι ελάχιστοι, με έχουν εκτιμήσει. Άρα για μένα δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ Κερκυραίου και μη Κερκυραίου ακροατή. Όλοι έχουν το ίδιο δικαίωμα πάνω στο τραγούδι μου, όπως και στα τραγούδια του καθενός. Το Μποσκέτο, ας πούμε, δεν το αναφέρω ως αξιοθέατο αλλά ως προσωπική ανάμνηση».

Το Μποσκέτο είναι ένας μικρός αλλά πανέμορφος δημόσιος κήπος μεταξύ της βορεινής τάφρου του Παλαιού Φρουρίου και της κάτω πλατείας στην Σπιανάδα, σχεδιασμένος με τετοια συμμετρία που παραπέμπει σε αναγεννησιακό ιταλικό κήπο. Κάποτε στις γούρνες του κολυμπούσαν χρυσόψαρα, είναι αυτά που αναφέρονται και στο πρώτο τραγούδι του δίσκου με τίτλο «Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα;», όπως το βιβλίο του Ευγένιου Αρανίτση.  Ένα τραγούδι σχεδόν κρυπτογραφικό, με πλήθος αναφορών που συνθέτουν ένα πολύχρωμο όνειρο καραντίνας, γεννημένο στο μυαλό του Παντελή. Όλα όμως ξεκλειδώνουν αρκεί να γίνει η αρχή: ««Το “Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα” είναι ένα είδος “Ελεύθερων Πολιορκημένων”. Είναι κάποιοι εγκλωβισμένοι σε έναν σκοτεινό χώρο και στο επίκεντρο αυτής της μάζωξης των Κερκυραίων σε ένα καταφύγιο είναι ο τάφος του Καποδίστρια, “Ο τάφος του χάθηκε στις δάφνες”· το ήξερες ότι παλιότερα τους τάφους στην Κέρκυρα τους έραναν με δάφνες; Επιπλέον είναι αναφορά στο ποίημα του Σολωμού “Η μέρα της Λαμπρής” όπου υπάρχει ο στίχος “δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι”. Όλα αυτά μου τα υπενθύμισε ένα βιβλίο του Γεράσιμου Χυτήρη, πατέρα του Τηλέμαχου, Σημειώσεις ενός Κερκυραίου. Και μετά συνεχίζει το τραγούδι, “εκεί μαζευτήκαμε όταν μπήκανε οι Ηπειρώτες”, η εισβολή δηλαδή τρόπον τινά της ηπειρωτικής Ελλάδας στην κερκυραϊκή κουλτούρα που γίνεται ξεκάθαρη με το μπουζούκι. Α, και το μπουζούκι προκύπτει από το αγαπημένο μου τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου την “Πρωτομαγιά”, όπου λέει  “Δίπλα από το κύμα έχει τ’ άλογα λυμένα / Θα τον δεις ο ασπροντυμένος μπουζουκτσής”. Δύο λοιπόν οι Διονύσηδες στο τραγούδι, ένας ο Σολωμός, ένας ο Σαββόπουλος, εξ ου και το “Καθόμουν κι εγώ σε μια γωνιά και ξαφνικά πέρασαν δυο από μπροστά μου”. Κατάλαβες; Ο στίχος αυτός είναι κομβικής σημασίας αναφορικά με τον τρόπο που γράφω.».

Τσουλήθρα στο μυαλό του Π.Ε. Δημητριάδη. Αφήνεσαι, πέφτεις και βουτάς στην τάφρο του Παλαιού Φρουρίου όπου δίπλα σου κολυμπούν χρυσόψαρα, ένας σκούτζικας σκαρφαλώνει σε κορμό δέντρου, το γαϊδουράκι σε κοιτά στα μάτια και σου ψιθυρίζει στ’ αυτί «Ήμουν ο Χριστός στα όνειρά μου, ο δρόμος μου στρωμένος φοινικόφυλλα μα όταν ξυπνούσα ήμουν πάλι το γαϊδούρι που τον κουβάλαγε», μια καναρίνα κλαίει επειδή ο μπούφος σκότωσε τα μωρά της κι ο Φίλιππας οδηγά καταπάνω σου.

«Όταν γράφω, δεν έχω στο μυαλό μου αν το τραγούδι θα λειτουργήσει στο κοινό. Είναι αναπόφευκτο, λοιπόν, να υπάρχει ένα κομμάτι που είναι σαφώς απροσπέλαστο από κάποιον που είναι μακριά από την προσωπική μου κουλτούρα».

Προφανώς όμως, ο τρόπος λειτουργεί. Τουλάχιστον για μια μερίδα ανθρώπων που θα έλεγα ότι είναι πιστοί ακόλουθοί του. Αρκετοί από αυτούς ένιωσαν ότι κάπως τον έχασαν με τους δύο προηγούμενους δίσκους των Παιδιών της Παλαιότητας. Τώρα με το Ενθύμιον Νεανικών Συντροφιών, τον υποδέχονται ξανά θριαμβευτικά, με βάγια στα χέρια. «Όταν έγραφα τον δίσκο είχα το προαίσθημα αλλά και τη συνειδητοποίηση ότι αυτό που βγαίνει είναι κάτι το διαφορετικό, από τα προηγούμενα. Δεν λέω ότι είναι καλύτερος, ούτε ότι τον αγαπώ περισσότερο. Αλλά ήξερα ότι θα έχει απήχηση μεγαλύτερη από τους δύο προηγούμενους στο κοινό των Κόρε Ύδρο, γι’ αυτό και στο οπισθόφυλλο υπάρχει αυτό το Κ.Υ. Νο5 κι από κάτω η φράση “σε ένα σύμπαν παράλληλο” ότι δυνητικά θα μπορούσε να είναι ο 5ος δίσκος των Κόρε Ύδρο. Δεν είναι. Η Κορευδρολαγνεία δεν με απασχολεί πια. Έχω βγάλει τρεις δίσκους από τότε, βέβαια ο πρώτος ήταν κάτι σαν bsides των Κόρε Ύδρο, τραγούδια δηλαδή που είχα γράψει κι έμειναν εκτός των δίσκων. Είναι αυτονόητο ότι νιώθω πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν παίρνω σχόλια για τα Παιδιά της Παλαιότητας παρά για τους Κόρε.Ύδρο.».

Λογικό αν φανταστείς ότι επικεντρώνεται μόνο σε αυτό που γεννά κάθε φορά. «Από την πρώτη μέρα, αφού γράψω το τραγούδι και το παραδώσω για ενορχήστρωση, μετά το ξεχνάω. Αν μου πεις παίξε τώρα ένα τραγούδι που έχεις γράψει π.χ. το “Το Καλύτερο Πεθαίνει Πρώτο” ή το “Όχι πια Έρωτες”, θα πρέπει να κάτσω να το μελετήσω, γιατί από την στιγμή που το παραδίδω, όσο κι αν εμπλέκομαι στην ενορχήστρωσή του, αυτό που με ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο είναι πώς θα το παρουσιάσω ως περφόρμερ».

Όσον αφορά την επιστροφή στο παρελθόν; Τη βίωσε κι αυτός όπως οι περισσότεροι στην καραντίνα; «Η αναδρομή στην παιδική ηλικία είναι ένα καταφύγιο, παρότι η παιδική μου ηλικία δεν ήταν ρόδινη. Είχε τρομερές συγκρούσεις, αλλά κρατάω τα θετικά όπως τη γειτονιά μου, την επαφή με τη φύση και τους ηλικιωμένους, έκανα πολύ παρέα ως παιδί με ηλικιωμένους», λέει και μου θυμίζει τη φράση του Κώστα Ταχτσή από το «Τρίτο Στεφάνι»: «Όλοι οι μεγάλοι νοσταλγούν τον παράδεισο της παιδικής τους ηλικίας. Τον λένε παράδεισο, κι ας ήταν κόλαση».

Και η παιδική ηλικία με τους φόβους της μετουσιώθηκε σε στίχους. Με το που τελείωσε το 8ο Δημοτικό Κέρκυρας, δυο μεγαλύτερα παιδιά, «που δεν τους άρεσε η φάτσα μου» του είπαν να μην τολμήσει να πάει στο γυμνάσιο. Πέρασε ένα καλοκαίρι όλο αγωνία, μια αγωνία που επί περίπου 15 χρόνια εγκυμονούσε ένα τραγούδι και τελικά ο τοκετός έφερε «Μας μίσησαν, γιατί μυρίζαμε αγάπη/ Μας φόρεσαν το στέμμα τελικά οι εραστές του απόλυτου τίποτα».

Μετά 6ο Γυμνάσιο και 2ο Λύκειο Κέρκυρας. «Η δευτέρα λυκείου ήταν η χρονιά που έκανα αδιανόητα πράγματα. Μαζί με τον Αμύγδαλο και τον Καταγή σπάσαμε έναν σωλήνα από καλοριφέρ που δεν ήταν καλά στερεωμένος και πλημμύρισε το σχολείο. Το βάλαμε στα πόδια και μετά βλέπαμε από την τηλεόραση τον διευθυντή να δίνει συνέντευξη σε τοπικό κανάλι με τα μπατζάκια σηκωμένα. Νομίζω ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν κοιμήθηκα καθόλου από το άγχος. Ήμουνα και στο δεκαπενταμελές τότε, χωρίς να ξέρω τι μου γίνεται. Είχα κάνει θυμάμαι και κατάληψη της αίθουσας, με αίτημα το σπασμένο τζάμι. Ήρθε τότε ο συχωρεμένος ο Τσιλιμπάρης, ο λυκειάρχης, μου έδωσε μια κλωτσιά στον κώλο, άνοιξε την πόρτα και κάναμε μάθημα. Πολύ ωραία χρόνια.
Ένιωθα μεγάλη πίεση γιατί κατά κάποιο τρόπο μου επιβαλλόταν από το σπίτι να είμαι καλός μαθητής, η αρρώστια της εποχής. Οι βανδαλισμοί στο σχολείο ήταν η αντίδρασή μου. Το πρώτο σταντ μικροφώνου των ΚΥ ήταν αυτό του σχολείου, το κλέψαμε  μετά την προσευχή. Την επόμενη μέρα βγήκε ο διευθυντής, ο συχωρεμένος ο Γιαννούλης τότε, με το μικρόφωνο στο χέρι. Μεγάλη ηδονή… Πετάγαμε από το παράθυρο καρέκλες, θρανία ολόκληρα, στον ακάλυπτο. Φοβερά πράγματα. Μου άρεσε και μου αρέσει ακόμα η καταστρατήγηση των κανόνων, το έκνομο, η λεπτή γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Τελευταία διαπιστώνω ότι ο εαυτός μου απαιτεί μια άλφα πειθαρχία. Γι’ αυτό έχω σκοπό να πάω να μάθω παραδοσιακούς χορούς. Μ’ αρέσει να χορεύω στα πανηγύρια, δεν μπορώ να τραβολογάω τις γυναίκες από εδώ κι από εκεί. Δεν είναι σωστό, χρειάζεται μια τάξη
».

Οι Κόρε. ‘Υδρο., το πολύ μακρινό 1995. Είναι το δεύτερο βίντεο κλιπ από την κασέτα «Μαζούτ» (1994) – βιντεοσκοπημένο κατά τη διάρκεια ημερήσιας εκδρομής του Β’ Λυκείου Κέρκυρας στο «ηρωικό Βίδο».

Αυτή πάντως η αντίδραση στους κανόνες και στο αυστηρό πλαίσιο είχε αποτέλεσμα να μη γίνει μουσικός. Πήγαινε στο Ωδείο και αντί να κάτσει να ασχοληθεί με τις ασκήσεις που του έβαζαν οι καθηγητές στο πιάνο, καθόταν με τις ώρες κι έγραφε τα δικά του. «Εξ ιδιοσυγκρασίας δεν μου αρέσουν κάποια πράγματα της κοινής κουλτούρας, οι “καφέδες στην πλατεία” π.χ. Θα το κάνω 3-4 φορές τον χρόνο, όχι πιο συχνά. Προτιμώ την απομόνωση, όχι απαραιτήτως τη μοναχικότητα. Μου αρέσει, για παράδειγμα, να γράφω τραγούδια μόνος μου, αλλά ακόμα περισσότερο να τα ετοιμάζω για δίσκο ή για live μαζί με την ομάδα μου, ειδικά την παρούσα, τα Παιδιά της Παλαιότητας, που είναι μια πραγματική, αγαπημένη ομάδα».

Για μπάνιο προτιμά να πηγαίνει μόνος, στο Καρδάκι συνήθως, για να κολυμπήσει με την ησυχία του και μετά να διαβάσει. Άντε να πάει και με φίλους «όταν επιμένουν». Κι όμως όταν είναι σε παρέα ο Παντελής είναι το επίκεντρο, όχι επειδή είναι «ο Παντελής της μπάντα»ς, άλλωστε είπαμε στο νησί του λίγοι είναι αυτοί που ασχολούνται με τη μουσική του. Αλλά επειδή κάθε φορά έχει να σου διηγηθεί μια εξωφρενική ιστορία, κάθε φορά ανοίγει ένα κουτί που από μέσα ξεπροβάλλουν γκουρού προπονητές στίβου, νεκρές νόνες, ιστορίες τρεμάμενων σ’ αγαπώ και βραδιές στο Πολύτεχνο, εκεί που οι πυγολαμπίδες φωτίζουν τα τείχη του Νέου Φρουρίου. «Όταν στην μεταφηβεία κοιμόμουν με κάποιο πρόσωπο στο πλαίσιο μιας συνεύρεσης ή μιας σχέσης και πλησίαζε στο αυτί μου, έτρεμα μη μου πει σ’ αγαπώ. Είναι κάτι που με τρομάζει. Δεν μπορώ να το ακούω στο πλαίσιο μιας σχέσης. Είναι θέμα ΥπερΕγώ. Αισθάνομαι ότι εμφανίζεται μπροστά μου μια τεράστια ευθύνη. Μεγαλώνοντας όμως με τρομάζει όλο και λιγότερο. Και είναι μια φράση που την έχω πια απομυθοποιήσει γιατί ξέρω πλέον, κρίνοντας εξ ιδίων, ότι όποιος τη λέει ορίζει πολύ πεπερασμένα όρια». Πολύ Παντελής.

«Η Κορεϋδρολαγνεία δεν με απασχολεί πια. Είναι αυτονόητο ότι νιώθω πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν παίρνω σχόλια για τα Παιδιά της Παλαιότητας παρά για τους Κόρε.Ύδρο.».

Έχουμε κάνει ήδη ένα διάλειμμα από τη βιντεοκλήση στο messenger, εγώ για να ταΐσω τον γάτο μου, ο Παντελής για να φάει κεράσια. Μιλάμε ήδη σχεδόν δύο ώρες, δεν έχουμε και πολύ χρόνο ακόμη διαθέσιμο, περιμένω μαστόρους στο σπίτι για να κάνουν συντήρηση στα αιρ κοντίσιον, εκείνος πρέπει να πάει στην προπόνηση kick boxing, στον αθλητικό σύλλογο που πέρα από όλα τ’ άλλα είναι και πρόεδρος. Τσουπ, από το μαγικό κουτί ξεπετάχτηκε μόλις άλλη μια σουρεάλ πληροφορία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Του λέω να παίξουμε το γνωστό παιχνίδι. Να τον ρωτάω κάτι και να μου απαντάει αυθόρμητα. Στην πρώτη κιόλας, εντελώς τετριμμένη, ερώτηση «αν ήσουν ζώο τι ζώο θα ήθελες να ήσουν;» σκαλώνει. Δεν απαντά. Συνεχίζω ρωτώντας άλλα πράγματα, μου λέει ότι η πόλη που του θύμισε πιο πολύ Κέρκυρα είναι το Ρέθυμνο, που όταν ήταν μικρός ήθελε να ταξιδέψει στην Αθήνα της Τζόρτζια γιατί από εκεί ήταν το αγαπημένο του συγκρότημα οι R.E.M. Συνεχίζουμε το παιχνίδι με τις ερωτήσεις, επανέρχεται στην πρώτη: «Κάτι σε ψάρι μάλλον», μετά από λίγο αλλάζει και λέει «άλογο», ύστερα αλλάζει κι αυτό και φαίνεται να καταλήγει στο «φίδι».

 «Αχ, που είσαι βρε Παντελή να μας αλλάξεις τη διάθεση». Αυτή η φράση ακούγεται στην αρχή του τραγουδιού «Τα απέραντα θέρη μου». Την εκστομίζει η νόνα της Βιβιάνας, κοσμοπολίτισσα Κερκυραία, δεν ζει πια. Μια φράση απλή, λιτή, μια φράση που την ακούς και θες να βάλεις τα κλάματα. Γιατί σκέφτεσαι πόσο ανάγκη έχεις από ανθρώπους που θα δώσουν στην μέρα σου αυτή τη σταγόνα παραδοξότητας, να σε βάλουν μέσα σε μια κάψουλα, εκεί που δικαιούσαι να ζεις χωρίς τους κανόνες της καθημερινότητας, εκεί που μπορείς να καταργήσεις όσα ξέρεις και όσα σου έμαθαν. Να σπάσεις την κάψουλα να φτιαχτεί ο κόσμος από την αρχή, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Όσο κρατάει ένα όνειρο.

«Αυτός είναι ο βασικός ρόλος της τέχνης νομίζω, να εισάγει στη ζωή μας κάποιες ανατροπές, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο. Μπορεί να μην τις ζούμε πρακτικά, αλλά συμμετέχουμε σ’ αυτές με το συναίσθημα και το νου μας».

Ας συμμετέχουμε όμως. Με τα χρυσόψαρα του Μποσκέτο να τραγουδούν «μα στα Απέραντα Θέρη μου κοιμάσαι ολόγυμνη εσύ». Ή ένας σκίουρος. Γιατί τελικά καταλήγει: «Σκίουρος θα ήθελα να ήμουν».

Τα Παιδιά της Παλαιότητας, Ενθύμιον Νεανικών Συντροφιών – κυκλοφορεί από την Inner Ear.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.