1740 λέξεις για την επιστροφή του Τζίμη Πανούση και των Μουσικών Ταξιαρχιών στο Κύτταρο

Και τα τέσσερα αυτά μοναδικά (επί του παρόντος) live των Μουσικών Ταξιαρχιών στο Κύτταρο, μοιρασμένα σε δύο σαββατοκύριακα πριν και μετά από εκείνο του Πάσχα, φαίνεται να έχουν την απαραίτητη εκείνη αντίστροφή δυναμική, ώστε να παρασύρουν έστω και τώρα τον Πανούση, στο ακριβώς αντίθετο ρεύμα από αυτό που τον είχαν διολισθήσει πριν από τριάντα χρόνια οι θριαμβικές εμφανίσεις στον ίδιο χώρο, και το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να «εγκαταλείψει» επί της ουσίας την ελληνική ροκ πλευρά των πραγμάτων, και να κυριαρχήσει εντός και γύρω του η μορφή του σάτυρου-διασκεδαστή (όπως με μετρημένη ευστοχία έχει χαρακτηριστεί από τα υψηλά κλιμάκια της κριτικής).

Τα σπουδαία τραγούδια τόσο των Μουσικών Ταξιαρχιών, όσο και της μετέπειτα προσωπικής πορείας του Πανούση (στην οποία σποραδικά και άτακτα συμμετείχαν μέλη του συγκροτήματος), ειδικά από τα τέλη της δεκαετίας του 90 και μέχρι πρόσφατα, είχαν εξοβελιστεί σε ρόλο τρίτου κομπάρσου στη διάρκεια των παραστάσεων του. Οι περισσότεροι από το όψιμο κοινό του,  είναι για τα καλά διαπιστωμένο ότι προτιμούσαν να πηγαίνουν στην τουαλέτα στη διάρκεια ενός τραγουδιού, παρά στο διάλειμμα, όπου θα είχαν και την ευκαιρία να επαναλάβουν μεταξύ τους τα πιο ξεκαρδιστικά των αστείων που είχαν μέχρι εκείνη την ώρα ακούσει. Ο ίδιος ο Πανούσης είχε συνειδητά καταλήξει να παίζει τα καλύτερα (δηλαδή «τα πιο δύσκολα») τραγούδια του σε ποτ πουρί του συρμού και να αφιερώνει μία ολόκληρη ώρα σε φθηνά βιντεάκια πρώιμης γιουτιουμπικής αισθητικής. Τέλος πάντων. 

Η ιστορία του «πόσο-έχει-το-μπουκάλι-στον-Πανούση» δεν είναι καινούργια. Επαναλαμβάνεται σαν φάρσα εδώ και πολλά χρόνια. Το μπουκάλι ήταν ακριβό στον Πανούση από τότε που ως μαθητές πηγαίναμε να τον δούμε τη δεκαετία του ’90 στο Μύλο (και ενώ στην Αθήνα έπαιζε ακόμη στο Ρόδον). Εξίσου όμως ακριβό ήταν και στους Αδερφούς Κατσιμίχα την ίδια περίοδο. Σε εκείνα και σε όλα τα επόμενα χρόνια, ακόμη και στα πιο σκληρά χρόνια της κρίσης, το σύστημα ήταν (και πιθανότατα συνεχίζει να είναι) τόσο καλά στερεωμένο στις συνειδήσεις όλων μας, ώστε επέτρεπε στους «καλύτερους» των εκπροσώπων του να παρευρίσκονται πρώτο τραπέζι πίστα στον Πανούση για να το «χλευάσουν» μαζί του, και να αποχωρήσουν αργά τη νύχτα ακόμη πιο σίγουροι για την κυριαρχία του. Ο Πανούσης αντιλήφθηκε έγκαιρα (πολύ πριν τα μέσα των 90s) αυτή τη δυναμική του, και το ίδιο έγκαιρα ανησύχησε με αυτήν. Με έμμεσο ή ευθύ τρόπο το ομολόγησε σε αρκετά τραγούδια του, αλλά η επιθυμία για δόξα και για φράγκα δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί να του αντισταθεί κανείς, και οι περισσότεροι από αυτούς που το ισχυρίζονται, μάλλον δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία (οι εξαιρέσεις ας μη διαμαρτύρονται, τις έχουμε λάβει υπόψη μας).

Η φυσιογνωμία και το ήθος επιβολής του Πανούση (ή η έλλειψη του, αν προτιμάτε) είναι τέτοια, που  του είναι πρακτικά αδύνατο να περάσει στη θέση του «δευτεραγωνιστή», εν τούτοις το μουσικό εκτόπισμα αυτού ακριβώς του συγκροτήματος σε ουκ ολίγες στιγμές κατέστησε ακόμη και τον ίδιο θεατή των επί σκηνής μουσικών συμβάντων. 

Η ιστορία ξέφυγε πολύ από το θέμα με το μπουκάλι (όχι αυτό της Βίσση, για το οποίο αρκετά αστεία είχε βγάλει στο παρελθόν) και ο Πανούσης έφτασε να εμφανίζεται στα τερατουργήματα της Πειραιώς, όχι τόσο μακρυά, αλλά όχι και τόσο κοντά στα  τουλάχιστον ανεκτά  παραπήγματα της Ιεράς Οδού. Αυτές οι γηπεδικού τύπου πίστες, όπου η ταξική διαφορά του κοινού είναι απόλυτα συνυφασμένη με την χωροθέτηση του, είναι που έλειψε να τον απομακρύνουν μια και καλή από το πραγματικό και ουσιαστικό του κοινό. Είχα βρεθεί μία φορά σε έναν εξώστη, στο Ρέμο ή στον Τσαλίκη κάτι τέτοιο, και ένιωσα γνήσιο ταξικό μίσος με τους μπροστά. Είχα βρεθεί σε ένα ιδανικό πρώτο τραπέζι (στον Ρέμο σίγουρα) και ένιωσα γνήσια ταξική περιφρόνηση για αυτούς στον εξώστη. Ντρέπομαι, αλλά έτσι είναι. Μην κοιτάτε στο ροκενρολ, που γινόμαστε όλοι ένα πράγμα και μπορεί να φτάσουμε να χοροπηδάμε ιδρωμένοι και αγκαλιά με τον Πέτρο Κόκαλη χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Σε άλλα μετερίζια τα πράγματα είναι «σκληρά». Και δεν ισχύει μόνο για τον Πανούση αυτό. Και στις έντεχνες πίστες πάνω κάτω τα ίδια συμβαίνει, με το άλλοθι της απουσίας λουλουδιών μόνο, το οποίο ασφαλώς και δεν το  καταπίνουμε.

Λίγο πριν τις εμφανίσεις στο Κύτταρο, είχε έρθει και η επανέκδοση του περιοδικού Μετρό (αφόρητα αδιάφορο και προβλεπόμενο, σχεδόν ενοχλητικό), με τη σύμπραξη του Πανούση, και τα γνωστά αποτελέσματα στις συνεργασίες με Αγγελάκα, ΣτανίσηΜάλαμα (θα μπορούσε να είναι και αξιολογική η σειρά). Ο ίδιος ο Πανούσης έδωσε αρκετές συνεντεύξεις για να στηρίξει αυτές τις εμφανίσεις, στις οποίες συνεντεύξεις, παρά τους ισχυρισμούς του για το αντίθετο, δεν υποδύθηκε απαραίτητα τον κρυμμένο του εαυτό, τον Μίστερ Χάηντ. Για κάτι τσακάλια σαν και μένα που διαβάζω πίσω από τις λέξεις, ο Πανούσης επεδίωξε (και αν με ρωτήσετε το πέτυχε σε ικανό βαθμό) αν όχι να απολογηθεί, τότε τουλάχιστον να εξηγηθεί σε μερικά πράγματα. Ε, και μέσες- άκρες, καλά ξηγήθηκε. Η εμμονή του με το ΚΚΕ και τις πρακτικές του είναι γνωστή εδώ και χρόνια και ίσως δεν πρέπει να ξαφνιάζει και τόσο. Δεν λέω ότι δεν πρέπει να ενοχλεί βέβαια, πολλώ δε μάλλον όταν αυτός είναι ο σκοπός της. Για το ΣΥΡΙΖΑ, έστω και με τον τρόπο του, θεωρώ ότι καλά κάνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλώς ή κακώς τώρα είναι εξουσία και ο ρόλος του Πανούση δεν είναι το να έχει προσδοκίες, θεμιτές ή αθέμιτες, από την εξουσία (και ποιος έχει εδώ που τα λέμε). Διαφορετικά το παρόν άρθρο θα είχε θέμα «ο Λαζόπουλος στο Κύτταρο».

Ο θάνατος του Βαγγέλη Βέκιου (όχι μόνο ιστορικό μέλος, αλλά και βασικός υπεύθυνος για το βασικό όραμα των Μουσικών Ταξιαρχιών ως προς την ροκ νόθευση του ελληνικού ήχου, μακριά από τις γελοιότητες τύπου Φατμέ και Μανώλης Αγγελόπουλος στο Λυκαβηττό) έμελλε δυστυχώς να σημαδέψει τις ημέρες πριν τις δύο πρώτες εμφανίσεις στο Κύτταρο. Στο μεταξύ ο Χρήστος Κισακετζιάν είχε πρώτο θέμα τον Γιάννη Δρόλαπα στη στήλη του στο Metal Hammer Απριλίου, ενώ τις τελευταίες ημέρες παρατήρησα και τον Λεωνίδα Αρβανίτη (του ίδιου εντύπου) να ενθουσιάζεται αναλόγως με την εμφάνιση των Ταξιαρχιών. Ακόμη και αν δεν ήρθαν να γεμίσουν ένα προϋπάρχον κενό στην υπόθεση ελληνόφωνο ροκ του σήμερα (έννοια σχεδόν ανύπαρκτη), οι Μουσικές Ταξιαρχίες του 2015 βρήκαν ικανό χώρο και τρόπο για να μην περάσει (και πάλι) απαρατήρητο το μουσικό τους στίγμα, ανεξάρτητα από το κλίμα υπέρ ή κατά Πανούση. 

Δείτε πως άνοιξε η συναυλία στις 3 Απριλίου

Και σε αυτή την τρίτη κατά σειρά εμφάνιση, (που παρακολούθησα τελικά στις 17/4, καθότι δεν πρόλαβα τα δύο προηγούμενα sold out), ο Πανούσης ανεβαίνοντας στη σκηνή προλόγισε για τις -δύο πλέον- νεκρές  Ταξιαρχίες, δικαιολογήθηκε για το ότι είπανε να μαζευτούν σιγά σιγά πριν πεθάνουν και οι υπόλοιποι και χωρίς να περιμένουμε περισσότερα αστειάκια, μπήκε στο κυρίως θέμα με το Disco Tsoutsouni, που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είναι ένα βακχικό encore, σε μια συναυλία που κράτησε και αυτή τη φορά δυόμιση ώρες και που άπαντες οι παρευρισκόμενοι έδειχναν να την περιμένουν πολλά χρόνια. Μπήκαμε στην κυριολεξία από την πίσω πόρτα του Κύτταρου γύρω στα δέκα λεπτά πριν την έναρξη και για τουλάχιστον μιάμιση ώρα (μέχρι να αρχίσουν οι πρώτες αποχωρήσεις δηλαδή) το αδιαχώρητο δεν επέτρεπε την παραμικρή κίνηση από και προς το μπαρ, πόσο μάλλον πλησίον της σκηνής.

Τα τραγούδια του εμβληματικού πρώτου δίσκου των Μουσικών Ταξιαρχιών, όπως και αυτά από την πρώτη κασέτα που πρόσφατα κυκλοφόρησε και σε βινύλιο, παίχτηκαν, και κυρίως ακούστηκαν, με θρησκευτική ευλάβεια. Οι Δρόλαπας-Πάζιος επί σκηνής δεν αφήνουν περιθώρια για να ακουστεί κάτι είτε λάθος, είτε μη συναρπαστικό, και οι Μουσικές Ταξιαρχίες του 2015, ακούγονται σαν να βγήκαν με περισσή άνεση από ένα αθηναϊκό στούντιο των αρχών της δεκαετίας του ‘80, έχοντας αφήσει πίσω τους ηχογραφήσεις, που πάντοτε θα ακούγονται ιδιότυπα πρωτοποριακές, χωρίς σχεδόν να το επιδιώκουν. Η φυσιογνωμία και το ήθος επιβολής του Πανούση (ή η έλλειψη του, αν προτιμάτε) είναι τέτοια, που  του είναι πρακτικά αδύνατο να περάσει στη θέση του «δευτεραγωνιστή», εν τούτοις το μουσικό εκτόπισμα αυτού ακριβώς του συγκροτήματος σε ουκ ολίγες στιγμές κατέστησε ακόμη και τον ίδιο θεατή των επί σκηνής μουσικών συμβάντων. 

Καθώς ολοκληρώνονταν και ο ‘Κύκλος Τραγουδιών’ του Αν Η Γιαγιά Μου Είχε Ρούλεμαν (κατά την γνώμη μου ακόμη πιο ουσιαστικός και υποψιασμένος δίσκος από το ντεμπούτο, με τραγούδια όπως τα «Δεύτερη Προβολή» και «Ασπρόμαυρη Μικρή Φωτογραφία», που θα μπορούσαν να έχουν ορίσει ένα εγχώριο σκοτεινό κύμα υπόγειας τραγουδοποίας, ικανής να έρθει σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τα τσιχλοτραγουδάκια που τελικά επικράτησαν ακόμη και στην εγχώρια ροκ ή και υπόγεια σκηνή), οι Μουσικές Ταξιαρχίες διαδέχονταν επί σκηνής την χρονική τους αλληλουχία και όπως συνέβη και σε πραγματικό δισκογραφικό χρόνο κάπου ανάμεσα στο Χημεία και Τέρατα και το Κάγκελα Παντού, ο Πανούσης θεώρησε και πάλι ότι τελικά τα τραγούδια δεν έχουν και τόση σημασία και δεν αξίζει να απασχολείται κανείς με αυτά. 

Ακόμη και στα πιο σκληρά χρόνια της κρίσης, το σύστημα ήταν (και πιθανότατα συνεχίζει να είναι) τόσο καλά στερεωμένο στις συνειδήσεις όλων μας, ώστε επέτρεπε στους «καλύτερους» των εκπροσώπων του να παρευρίσκονται πρώτο τραπέζι πίστα στον Πανούση για να το «χλευάσουν» μαζί του, και να αποχωρήσουν αργά τη νύχτα ακόμη πιο σίγουροι για την κυριαρχία του. 

Παρά ταύτα, ακόμη στο απαράδεκτο ηχητικά Δουλειές του Κεφαλιού θα βρεθεί ένα από τα 2-3 καλύτερα του τραγούδια (Το Γυφτάκι), το οποίο ακούστηκε και αυτό επιτέλους όπως του αξίζει. Κάπου άκουσα δίπλα μου να σχολιάζεται ότι ο Λάκκος Με Τα Αστεία είναι το καλύτερο τραγούδι του. Η πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται για μια στιγμή έντεχνης αδυναμίας, που βρίσκει την τραγουδιστική γραφή του Πανούση, σχεδόν υποταγμένη σε ότι αντιστέκονταν για πολλά χρόνια μέχρι τότε, αλλά τελικά δεν θα διαφωνήσω με τους σχολιαστές στο ότι πρόκειται για ένα από τα σε γενικό πλαίσιο καλoστημένα του τραγούδια (το 20ο καλύτερο για την ακρίβεια, όπως αποδεικνύεται και από εδώ). Ακούστηκε και αυτό με πονηρά απολογητικό ύφος και πάλι από τον κατά το δοκούν δόλιο Πανούση.

Μετά από μιάμιση ώρα έντονης συναυλιακής δραστηριότητας, ο Πανούσης τρώγονταν με την πάρτη του να ξεκινήσει να λέει αστεία κατά συρροή, ενώ παράλληλα η προσπάθεια να ισοσκελιστούν η δεύτερη και τρίτη τραγουδιστική του περίοδος με την «προτιμώ τα παλιά τους» ιδεολογία, έπεφτε σιγά-σιγά στο κενό. Το τραγούδι για τον Πάγκαλο και τη νόσο Καλαζάρ, δεν βρήκε την ανόητα εγκαρδιωτική ανταπόκριση, που ενδεχόμενα θα έβρισκε υπό την παρουσία αρκετών από αυτούς που όντως μαζί τα φάγανε, ενώ ούτε και οι ομοφυλοφιλικές προσεγγίσεις προς τον ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσαν τα πιθανώς αναμενόμενα. Όλα αυτά όμως δεν είχαν και κάποια ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που έπρεπε να γίνει, είχε ήδη γίνει. Ο Πανούσης και οι Μουσικές Ταξιαρχίες επέστρεψαν σε ένα κοινό που έδειχνε να τους περιμένει για χρόνια, ειδικά τους δεύτερους, και που ποτέ δεν θεώρησε ότι είτε τα τραγούδια, είτε η μουσική η ίδια η οποία τα ανέδειξε, «λαχανιάζουν» πίσω από ηλίθια αστεία. Στην τριπλέτα των «Αχ Ευρώπη»-«Σουζάνα»-«Όχι άλλο Νταλάρα» ο ίδιος ο Πανούσης υπενθύμισε ότι μπορεί να είναι διασκεδαστής με σκληρές μεθόδους και στόχευση, χωρίς να χρειάζεται να «μεταφράζει» χύδην και χυδαία επίκαιρες λαϊκοποπ σαχλαμάρες. 

Όλα τα παραπάνω θα επαναληφθούν στη Θεσσαλονίκη σε λιγότερο από ένα μήνα και δεν θα μου κάνει καθόλου εντύπωση αν υπάρξει επαναληπτικός γύρος και στην Αθήνα. Η επιστροφή στις «ταξικές πίστες» μετά από αυτό τον θρίαμβο, θα είναι μία σίγουρη, και ίσως η οριστική ήττα, για τον Πανούση, που είναι βέβαιο ότι δεν την θέλουμε, ακόμη και όσοι τον αμφισβητήσαμε έντονα τελευταία.

Do the right thing, Τζιμάκο, Do it, Do it, που λες κι εσύ!


Διαβάστε ακόμη: Ποιος ψέκασε, ρε γαμώτο, τον Τζιμάκο; Ο Παναγιώτης Μένεγος νοσταλγεί τον Τζίμη Πανούση. Εκείνον τον παλιό ενοχλητικό και όχι τον σημερινό ακατάληπτο.

Άρης Καραμπεάζης

Share
Published by
Άρης Καραμπεάζης