Πάνος Καρνέζης: «Αυτό που δεν θα αλλάξει με κανένα εμβόλιο είναι η νοοτροπία των πολιτών της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες»

Από τις 31 Δεκεμβρίου 2019, οπότε και έκανε για πρώτη φορά τον γύρο του κόσμου η είδηση ότι οι υγειονομικές αρχές της Κίνας ερευνούσαν 27 περιπτώσεις ιογενούς πνευμονίας στην πόλη Γουχάν μέχρι και σήμερα, που έχει πια ξεκινήσει ο εμβολιασμός για την αντιμετώπιση του ιού SARS-CoV-2 εξαιτίας του οποίου έχουν χαθεί σχεδόν δύο εκατομμύρια ζωές σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η προσφυγική κρίση απασχόλησε τόσο την παγκόσμια όσο και την ελληνική ειδησεογραφία, ως επί το πλείστον σχετικά με περιστατικά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν να κάνουν με την πανδημία της νόσου COVID-19.

Είναι όμως σίγουρα λιγότερες σε σχέση με το πολυετές χρονικό που προηγήθηκε από το ξέσπασμα αυτής της πρωτοφανούς κρίσης, ένα αδιαπραγμάτευτο δεδομένο που έχει οδηγήσει στοχαστές και αναλυτές στο να επισημάνουν -πέρα από τον προφανή υγειονομικό- τον κίνδυνο να εκπέσει σε δεύτερη μοίρα η ανάγκη αντιμετώπισης ενός ζητήματος που κάθε άλλο παρά έχει πάψει μέχρι τώρα, ούτε πρόκειται να πάψει στο μέλλον, να είναι φλέγον. Τον κίνδυνο, δηλαδή, για να το πούμε πιο απλά, να μπουν κάτω από το χαλί της πανδημίας τόσο καθαυτές οι αποτροπιαστικές εικόνες της ανθρωπιστικής κρίσης που διαδραματίζεται στην (όποια) Μόρια, όσο και οι αιτίες τους.

«Δεν πιστεύω πως η πανδημία θα παίξει σημαντικό ρόλο στο προσφυγικό» λέει ο Πάνος Καρνέζης. «Η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων και μεταναστών είναι συγκεντρωμένοι στις λεγόμενες δομές φιλοξενίας και ο εμβολιασμός τους θα είναι φαντάζομαι εύκολος και γρήγορος όταν αποφασιστεί. Αυτό που δεν θα αλλάξει με κανένα εμβόλιο είναι η νοοτροπία των πολιτών της Ευρώπης απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Αυτή η νοοτροπία υπάρχει μια ελπίδα να αλλάξει μόνο όταν οι θεσμοί συμφωνήσουν σε έναν δίκαιο και πρακτικό τρόπο να κατανείμουν το βάρος σε στέγη, εκπαίδευση, υγεία και εργασία των προσφύγων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Ο καταξιωμένος συγγραφέας μιλά στην Popaganda με αφορμή το έκτο του βιβλίο «Είμαστε πλασμένοι από χώμα» (εκδ. Πατάκη, σε μετάφραση, όπως πάντα, του ίδιου) που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το καλοκαίρι του 2020 ή, αν προτιμάτε, το πρώτο καλοκαίρι της πανδημίας, ένα χρόνο μετά την έκδοσή του στη Μεγάλη Βρετανία -όπου ο Καρνέζης ζει και γράφει επί δεκαετίες- που συνοδεύτηκε, ως συνήθως, από άμεση κριτική αποδοχή. «Διερευνώντας την αμαρτία, την ενοχή και την εξιλέωση, αυτό το εκθαμβωτικό μυθιστόρημα για τις εκτοπισμένες ζωές διαθέτει τη λακωνικότητα, την ηθική πολυπλοκότητα και την ειρωνική δύναμη των σπουδαίων μυθιστορημάτων. Η καταστροφή βρίσκεται στον σπόρο κάθε φράσης – και όμως, ο τόνος είναι ουδέτερος, αποστασιοποιημένος, και η σκοτεινή αφήγηση είναι μαγική» σημειώνει η βιβλιοκριτικός της εφημερίδας Guardian.

Είναι το τέταρτο -μετά τη συλλογή διηγημάτων «Μικρές ατιμίες» (2002) και τα μυθιστορήματα «Ο λαβύρινθος» (2004) και «Το πάρτι γενεθλίων» (2007)- βιβλίο του Καρνέζη με ελληνική θεματολογία, και εν προκειμένω το πρώτο που έγραψε στον πραγματικό χρόνο που η θεματολογία, δηλαδή η προσφυγική κρίση όπως βιώνεται από ντόπιους και ξένους σε αυτή τη γωνιά της Ευρώπης, εκτυλίσσεται.

«Αυτό που κάνει το έργο του συγγραφέα που καταπιάνεται με ένα σύγχρονο θέμα δυσκολότερο είναι η ανάγκη να αντισταθεί στις προκαταλήψεις –δικές του και του κόσμου–, η βιασύνη, η αίσθηση ότι το βιβλίο πρέπει να γραφτεί επειγόντως μπας και το θέμα βγει από την επικαιρότητα και οι αναγνώστες πάψουν να ενδιαφέρονται, το βάρος της κοινής γνώμης πάνω στο θέμα, η συναισθηματική φόρτιση όταν πρόκειται για μια τραγωδία όπως το προσφυγικό, αλλά και βέβαια οι πολλές ανακρίβειες που δεν έχουν περάσει ακόμα το τεστ του χρόνου και τη νηφάλια κρίση της ιστορίας» λέει. Αφετηρία της αφήγησής του το ναυάγιο ενός φορτωμένου με δύσμοιρους πρόσφυγες σκάφους και η πορεία της ζωής των ξεριζωμένων από τις πατρίδες τους διασωθέντων ανάμεσα στους γηγενείς ενός μικρού νησιού όπου βρίσκουν -προσωρινό;- καταφύγιο. Σας θυμίζει κάτι όλο αυτό, σωστά;

Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό καταγεγραμμένο στην ειδησεογραφία της εν εξελίξει προσφυγικής κρίσης που να λειτούργησε ως αφορμή για να αποφασίσετε να γράψετε το «Είμαστε πλασμένοι από χώμα»;
Είναι ενδιαφέρον ότι παρόλο παρακολουθούσα, όπως οι περισσότεροί μας, σχεδόν καθημερινά τα γεγονότα μέσω του τύπου και της τηλεόρασης από το ξεκίνημα της προσφυγική κρίσης, δεν εμπνεύστηκα να γράψω κάτι από αυτά αλλά από ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ, το Fuocoammare του Τζιανφράνκο Ρόσι. Η ποιητική προσέγγιση μέσω μιας αφήγησης που αποφεύγει τη συμβατική περιγραφή της ανθρώπινης δυστυχίας για να εστιάσει στην καθημερινότητα των χαρακτήρων του δράματος, προσφύγων και ντόπιων, με μια ιμπρεσιονιστική αισθητική, έχει μια δύναμη που είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να πετύχει η απλή δημοσιογραφική προσέγγιση. Μια τέτοια δύναμη έχει φυσικά και η μυθοπλασία, που μπορεί να εστιάσει στη συμπεριφορά των ηρώων, στις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Όλα αυτά μιλούν πιο εύκολα στον αναγνώστη, τον κάνουν να νιώθει πως συμμετέχει στην αφήγηση και για αυτό ένα μυθιστόρημα έχει συχνά μεγαλύτερο αντίκτυπο από ότι χίλια άρθρα εφημερίδων.

Κάθε κρίση, μεταξύ άλλων αντικειμενικά μάλλον πιο σοβαρών ζητημάτων, τουλάχιστον για τους δυσμενέστερα εμπλεκόμενους, εγείρει και το ζήτημα της αποτύπωσής της στη μουσική, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία. Το ότι καταπιαστήκατε λογοτεχνικά με μία εν εξελίξει κρίση έκανε τη συγγραφική διαδικασία πιο επίπονη ή αντίθετα να κυλήσει πιο αβίαστα και οργανικά υπό την έννοια ότι πρόκειται για κάτι που τα τελευταία χρόνια όλοι το ζούμε καθημερινά έστω σε επίπεδο ειδησεογραφίας;
Κάποια πράγματα γίνονται ευκολότερα όταν γράφεις μια ιστορία που διαδραματίζεται στον τρέχοντα χρόνο, όπως το στήσιμο του σκηνικού της αφήγησης, οι μικρές λεπτομέρειες που της δίνουν αληθοφάνεια έρχονται αβίαστα γιατί τις ζεις ως συγγραφέας καθημερινά, σε αντίθεση με ένα ιστορικό αφήγημα για το οποίο πρέπει να κάνεις έρευνα στο παρελθόν και να βασιστείς στη φαντασία σου. Η οικονομική κρίση, ο ερχομός των προσφύγων, οι αντιδράσεις των ντόπιων, όλα αυτά είναι εύκολα παρμένα από τη καθημερινότητα της εποχής. Αντίθετα, αυτό που κάνει το έργο του συγγραφέα που καταπιάνεται με ένα σύγχρονο θέμα δυσκολότερο είναι η ανάγκη να αντισταθεί στις προκαταλήψεις –δικές του και του κόσμου–, η βιασύνη, η αίσθηση ότι το βιβλίο πρέπει να γραφτεί επειγόντως μπας και το θέμα βγει από την επικαιρότητα και οι αναγνώστες πάψουν να ενδιαφέρονται, το βάρος της κοινής γνώμης πάνω στο θέμα, η συναισθηματική φόρτιση όταν πρόκειται για μια τραγωδία όπως το προσφυγικό, αλλά και βέβαια οι πολλές ανακρίβειες που δεν έχουν περάσει ακόμα το τεστ του χρόνου και τη νηφάλια κρίση της ιστορίας.

Κριτικοί έχουν ήδη σημειώσει ότι ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει το «Είμαστε πλασμένοι από χώμα» από άλλα βιβλία που άπτονται της προσφυγικής κρίσης, είναι ότι ξεφεύγει από την πεπατημένη της ανάδειξης της ανθρωπιστικής πλευράς του ζητήματος, και αναδεικνύει τις ηθικές επιλογές των ίδιων των προσφύγων που παλεύουν για τη ζωή τους. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν σε αυτή την επιλογή; Ήταν, ίσως, ένας από αυτούς και η επιθυμία σας να δείξετε εμφατικά ότι τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι απλώς άσπρο ή μαύρο;
Αυτό που με ελκύει στη μυθοπλασία, όχι μόνο ως συγγραφέα αλλά και ως αναγνώστη, είναι η ευκαιρία να δεις τον κόσμο από μια άλλη ματιά, να φανταστείς τι θα έκανες αν βρισκόσουν εσύ στη θέση των ηρώων του μυθιστορήματος, να καταλάβεις τα κίνητρα τους και να νιώσεις τα πιθανά συναισθήματά τους. Η πραγματικότητα, πράγματι, δεν είναι ποτέ άσπρο-μαύρο και η πρόκληση να ανακαλύψεις τις αντιθέσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ακόμα και στο επιφανειακά απλούστερο συμβάν πρέπει να είναι το κίνητρο κάθε συγγραφέα.

Ποιος από τους ήρωες του βιβλίου σας δυσκόλεψε περισσότερο και γιατί;
Θα έλεγα πως ήταν η Όλγα, η σύζυγος του ιδιοκτήτη του τσίρκου, που έχει μια σύντομη σχέση με τον πρόσφυγα γιατρό. Η δυσκολία δεν είχε τόσο σχέση με το φύλο της –ένας άνδρας συγγραφέας να γράφει για μια γυναίκα– όσο με την περίπλοκη ψυχολογική της κατάσταση και συμπεριφορά της. Δεν έχει ξεπεράσει το πρόσφατο θάνατο της μικρής κόρης της, για τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό της αλλά και τον σύζυγό της, που ακόμα αγαπάει αλλά περιφρονεί. Επίσης, υπεύθυνη για τη Σάντι, τον ελέφαντα που είναι το πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο του υπό χρεοκοπία τσίρκου, τη φροντίζει με στοργή ώσπου, σε μια στιγμή μεγάλου εκνευρισμού, της φέρεται με βία και την τραυματίζει. Η στάση της απέναντι στον γιατρό είναι επίσης διφορούμενη. Όλες αυτές τις πτυχές του χαρακτήρα της Όλγας και τις πράξεις τις ήταν δύσκολο να τις ισορροπήσω, αλλά ταυτόχρονα έκαναν το να γράφω για αυτήν μια συναρπαστική διαδικασία.

«Ίσως τώρα που ο λαϊκισμός αποδείχθηκε άχρηστος στην κρίση της πανδημίας –οι θεωρίες συνομωσίας, η δυσπιστία στους ειδικούς, οι απλές λύσεις κλπ.–, ο κόσμος να  αρχίσει να φέρεται με περισσότερο σεβασμό στην επιστήμη και στους ανθρώπους που εργάζονται όχι μόνο στο χώρο της υγείας αλλά σε όλους τους τομείς που κρατούν την οικονομία όρθια.»

Κατά τη γνώμη σας πόσο επιζήμια θα αποδειχτεί ακόμη και μετά το τέλος της η τρέχουσα πανδημία ως προς τη διαχείριση του μεγάλου προσφυγικού ζητήματος; Είτε σε επίπεδο θεσμών (από την ΕΕ στο σύνολο της, από το κάθε κράτος-μέλος της) είτε σε επίπεδο απλών πολιτών της διπλανής πόρτας;
Δεν πιστεύω πως η πανδημία θα παίξει σημαντικό ρόλο στο προσφυγικό. Καλώς ή κακώς, η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων και μεταναστών είναι συγκεντρωμένοι στις λεγόμενες δομές φιλοξενίας και ο εμβολιασμός τους θα είναι φαντάζομαι εύκολος και γρήγορος όταν αποφασιστεί. Αυτό που δεν θα αλλάξει κανένα εμβόλιο είναι η νοοτροπία των πολιτών της Ευρώπης απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Αυτή η νοοτροπία υπάρχει μια ελπίδα να αλλάξει μόνο όταν οι θεσμοί συμφωνήσουν σε έναν δίκαιο και πρακτικό τρόπο να κατανείμουν το βάρος σε στέγη, εκπαίδευση, υγεία και εργασία των προσφύγων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τότε πάλι φαντάζομαι πως θα πάρει χρόνο ώσπου οι άνθρωποι αυτοί να αφομοιωθούν από τις τοπικές κοινωνίες, όπως έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό με τους Βορειοηπειρώτες και τους Αλβανούς που ήρθαν παλαιότερα στη χώρα μας.

Αν θεωρήσουμε ότι είναι όνειρο θερινής νυχτός να πιστεύει κανείς ότι ως… είδος οι άνθρωποι θα βγούμε αλώβητοι από όλη αυτή την –υγειονομική, οικονομική, ψυχολογική– περιπέτεια που ζούμε εξαιτίας της πανδημίας, μπορείτε να ρισκάρετε μια πρόβλεψη για την επόμενη μας μέρα;
Δύσκολο βέβαια να προβλέψεις το μέλλον, αλλά τα πλέον προφανή είναι η αύξηση της τηλεργασίας, η πλήρης ψηφιοποίηση πολλών υπηρεσιών και η ευκολία στις συναλλαγές που συνεπάγονται όλα αυτά. Ίσως τώρα που ο λαϊκισμός αποδείχθηκε άχρηστος στην κρίση της πανδημίας –οι θεωρίες συνομωσίας, η δυσπιστία στους ειδικούς, οι απλές λύσεις κλπ.–, ο κόσμος να  αρχίσει να φέρεται με περισσότερο σεβασμό στην επιστήμη και στους ανθρώπους που εργάζονται όχι μόνο στο χώρο της υγείας αλλά σε όλους τους τομείς που κρατούν την οικονομία όρθια. Πέρα από αυτά δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η ζωή μας θα αλλάξει δραματικά. Ο τρόπος ζωής που έχουμε επιλέξει ως κοινωνία –ή ίσως άλλοι έχουν επιλέξει για μας– βασίζεται τόσο πολύ σε ένα ατέρμονο μοντέλο συνεχούς παραγωγής και κατανάλωσης, από το οποίο είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να ξεφύγουμε, σαν το ποντίκι που τρέχει μέσα στη ρόδα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τι σας έλειψε περισσότερο κατά τη διάρκεια του socially distanced 2020; Πόση από την κανονικότητα της ζωής του χάνει υπό τέτοιες συνθήκες κάποιος που ούτως ή άλλως περνά πολλές ώρες μόνος του γράφοντας;
Είναι αλήθεια ότι φαινομενικά λίγα άλλαξαν στη καθημερινότητά μου. Δυο πράγματα που μου έλειψαν πάντως ήταν η παρέα των φίλων και το περπάτημα στη φύση, για όσο διάστημα απαγορευόταν η έξοδος από τις πόλεις. Ήταν ενδιαφέρον ως συγγραφέας να δω και τις συμπεριφορές φίλων και γνωστών απέναντι στην κρίση. Κάποιοι έχουν τρομάξει πολύ, άλλοι αδιαφορούν, άλλοι δυσπιστούν απέναντι στις οδηγίες των επιστημόνων και τα εμβόλια… Παρατήρησα επίσης πώς ο καθημερινός βομβαρδισμός από άσχημα νέα παίρνει ένα μεγάλο μέρος των σκέψεων σου, σου αφήνει λιγότερη δημιουργική φαντασία για να γράψεις ή ακόμα και να ονειρευτείς.

Είναι πολύ νωρίς για να φανταστείτε το αν και πώς η πανδημία θα επηρεάσει τη λογοτεχνική παραγωγή του μέλλοντος μας;
Η λογοτεχνία πάντα φανταζόταν πανδημίες και άλλες καταστροφές, όλες αυτές τις ακραίες καταστάσεις που κεντρίζουν τον ενδιαφέρον του αναγνώστη, οπότε δεν νομίζω ότι υπάρχει ένα κενό στη θεματογραφία που πρέπει να καλυφθεί. Αυτό που ίσως μένει να γίνει είναι να δουν οι συγγραφείς το θέμα όχι μόνο από τη δυστοπική του πλευρά, με τις τραγικές και πολιτικές συνέπειες μιας πανδημίας, αλλά πώς η αναγκαστική απαγόρευση κυκλοφορίας επηρέασε τις σχέσεις ζευγαριών, οικογενειών και φίλων λόγω της παρατεταμένης απομόνωσης. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι, αν εξαιρέσεις τον ύπνο, περνάμε στην πραγματικότητα πολύ λίγες ώρες παρέα με τον σύντροφo και τα παιδιά μας, λόγω δουλειάς, σχολείου και άλλων επιλογών. Όλες αυτές οι σχέσεις ήρθαν πάνω-κάτω αυτόν τον καιρό και θα ήταν, πιστεύω, ενδιαφέρον να διαβάσουμε μυθιστορήματα με αυτό το κοινωνικό θέμα.

«Ο τρόπος ζωής που έχουμε επιλέξει ως κοινωνία –ή ίσως άλλοι έχουν επιλέξει για μας– βασίζεται τόσο πολύ σε ένα ατέρμονο μοντέλο συνεχούς παραγωγής και κατανάλωσης, από το οποίο είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να ξεφύγουμε, σαν το ποντίκι που τρέχει μέσα στη ρόδα.»

Ήγγικεν η ώρα για το Brexit. Ποια είναι η μεγαλύτερη ανησυχία σας για όσα επιφυλάσσει το μέλλον σχετικά με αυτό το ζήτημα;
Ανησυχώ ότι θα χαλαρώσουν οι πολιτιστικοί και επιστημονικοί δεσμοί μεταξύ Βρετανίας και υπόλοιπης Ευρώπης. Δεν θα κοπούν βέβαια, αλλά ο εύκολος ερχομός στη Αγγλία για κάποιους νέους που θα ήθελαν να δοκιμάσουν τη ζωή εδώ, οι επιστημονικές και πολιτιστικές συνεργασίες μέσω κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κλπ. αναπόφευκτα θα κοπούν. Σε συνδυασμό με την ακόμα μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας ίσως να κάνει τη Βρετανία να μοιάζει σε λίγα χρόνια σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια χώρα με ένα τρόπο ζωής που δεν θαυμάζω.

Ας πούμε ότι πλάθετε δύο Φρανκενστάιν: έναν με τα καλύτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής και της βρετανικής ιδιοσυγκρασίας, και έναν με τα χειρότερα. Ποια θα ήταν τα μεν και τα δε;
Ο καλός Φρανκενστάιν θα είχε τη διακριτικότητα, κοινωνική συνείδηση και αίσθηση του χιούμορ και αυτοσαρκασμού των Βρετανών, μαζί με τη φιλοξενία, εγκαρδιότητα και αγάπη της διασκέδασης των Ελλήνων. Στον κακό Φρανκενστάιν θα έδινα την ψυχρότητα, υπεροψία και υπερβολική εσωστρέφεια των μεν, μαζί με την κουτοπονηριά, τον σεξισμό και την παραβατικότητά μας.

Το ότι μεταφράζετε ο ίδιος τα βιβλία σας στα ελληνικά είναι εύλογα ένα ζήτημα για το οποίο έχετε ερωτηθεί επανειλημμένα. Είναι μια διαδικασία, ή μάλλον μια εμπειρία, που λίγοι συγγραφείς έχουν τη δυνατότητα να βιώσουν. Έχουν υπάρξει φορές που ο συγγραφέας Καρνέζης να δυσκόλεψε τον μεταφραστή Καρνέζη;
Είναι πράγματι μια εμπειρία που αρχικά νόμιζα ότι θα με ταλαιπωρούσε, αλλά έχει αποδειχθεί πολύ χρήσιμη. Αφ’ ενός είναι μια ευκαιρία να διαβάσω προσεχτικά το κείμενο αρκετό καιρό αφού το έγραψα και να το δω με πιο κριτικό μάτι, σημειώνοντας τα καλά και κυρίως τα άσχημα που θα πρέπει να προσέξω σε αντίστοιχες στιγμές σε μελλοντικά βιβλία. Αφ’ ετέρου μου δίνει τη βαθιά ικανοποίηση να γράψω, έστω και από δεύτερο χέρι, στη μητρική μου γλώσσα με την οποία ο συναισθηματικός δεσμός είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι στα αγγλικά. Δεν είναι υπερβολικά δύσκολη διαδικασία, γιατί προσπαθώ να γράφω δίχως ιδιωματισμούς στα αγγλικά ώστε η μετάφραση να έρχεται σχετικά αβίαστα. Βέβαια η σύνταξη των δύο γλωσσών είναι διαφορετική και επιτρέπω στον εαυτό μου την ελευθερία να μακρύνει ή να κοντύνει προτάσεις και να αλλάξει, όσο είναι δυνατόν, τον διάλογο ώστε να ακούγεται πιο αυθεντικός στα ελληνικά. Υπάρχει κάποιο όριο και σε αυτό όμως. Δεν θέλω το βιβλίο να μοιάζει σαν να έχει γραφεί απευθείας στα ελληνικά. Μου αρέσει να έχει κάτι το ελαφρά εξωπραγματικό, ακόμα κι αν οι ήρωες είναι Έλληνες, να πλάθω έναν κόσμο που, μέχρις ενός σημείου, να υπάρχει μονάχα μέσα στις σελίδες του βιβλίου, όπως ένα παραμύθι, ας πούμε, ή μια ιστορία μαγικού ρεαλισμού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Τελικά το γράψιμο είναι χαρούμενη δουλειά; Στα δεκαοχτώ χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το πρώτο σας βιβλίο μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει φορές που να έχετε μετανιώσει που γράφετε και δεν ζείτε μια «κανονική» ζωή; Αν ο Πάνος Καρνέζης του «Είμαστε όλοι από χώμα» συναντούσε τον Πανό Καρνέζη όταν έγραφε τις «Μικρές Ατιμίες», θα συμπαθούσε ο ένας τον άλλον; Και ποιες συμβουλές θα ανταλλάζαν;
Τι ωραίες ερωτήσεις – και δύσκολες όμως! Το γράψιμο δεν είναι πάντα μια χαρούμενη δουλειά, αλλά ακόμα και στις δύσκολες στιγμές –αμφιβολίες, απογοητεύσεις, writer’s block, ενίοτε υπερβολική απομόνωση– δεν έχω μετανιώσει που επέλεξα να αφοσιωθώ σε αυτό. Λένε πως είναι μοναχικό επάγγελμα, αλλά τελικά έχω γνωρίσει τόσους ανθρώπους και ταξιδέψει σε τόσα μέρη, που δεν θα είχα ποτέ την ευκαιρία ως μηχανικός, που ήταν το προηγούμενο επάγγελμά μου. Ήμουν πολύ τυχερός που τα βιβλία βρήκαν κάποια ανταπόκριση βέβαια… Αν και έχω αλλάξει πολύ από τότε που ξεκίνησα, δεν αντιπαθώ τον συγγραφέα των «Μικρών Ατιμιών» και ελπίζω ούτε εκείνος εμένα. Είναι ένα βιβλίο που δεν θα έγραφα τώρα ή, πιο συγκεκριμένα, δεν θα έγραφα ξανά. Η αίσθηση του χιούμορ μου έχει αλλάξει, τα ενδιαφέροντά μου έχουν απομακρυνθεί πολύ από το θέμα εκείνου του βιβλίου. Αλλά δεν το αποκηρύσσω. Χαίρομαι τον ενθουσιασμό, τον δυναμισμό, την αισιοδοξία, την απλότητα εκείνου του συγγραφέα. Αν έπρεπε να τον συμβουλέψω –δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές, αλλά ας είναι…– θα του έλεγα να είναι πιο ανοιχτός σε άλλες μορφές γραφής πέρα από το μυθιστόρημα και το διήγημα, να έγραφε κάτι για τον κινηματογράφο ίσως, ή ένα θεατρικό, ή κάποιο ταξιδιωτικό δοκίμιο, μια βιογραφία… Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Πάνω από όλα θα του έλεγα να κάνει υπομονή, να μη βιάζεται, να γράφει πιο προσεκτικά, να νιώθει ικανοποίηση για κάθε μέρα που περνά, γιατί η ζωή –όλων μας τελικά– είναι ένα ταξίδι χωρίς προορισμό.

Το βιβλίο του Πάνου Καρνέζη «Είμαστε πλασμένοι από χώμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).