Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: «Χρωστάμε στον εαυτό μας να μη μασάμε τα λόγια μας»

Πάντοτε εκτιμούσα τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο ως συνθέτη, αλλά μου άρεσε ιδιαίτερα κι ο δημόσιος λόγος του. Είχε ανέκαθεν ευθύτητα, ευφυΐα και πρωτοτυπία, και ποτέ δεν μάσησε τα λόγια του, ούτε σε εποχές που οι πολλοί σιωπούσαν. Όταν λοιπόν τον επισκέφτηκα για λογαριασμό της Popaganda στο σπίτι-καταφύγιο όπου ζει τα τελευταία χρόνια με την Ευανθία Ρεμπούτσικα και τα παιδιά τους, αλλά που αποτελεί και την έδρα της δισκογραφικής τους εταιρίας Cantini, ήξερα πως η συζήτηση θα είναι συναρπαστική. Και νομίζω πως το αποτέλεσμα μας δικαίωσε…

Πριν την καινούρια δουλειά, υπήρξε δισκογραφικά ένα διάστημα σιωπής… Μου το λένε αυτό. Έχετε δίκιο. Εγώ δεν το κατάλαβα. Με συνεπήραν άλλα πράγματα, όπως ηταν το χτίσιμο αυτού του σπιτιού. Ίσως ήταν και η κρίση, αισθάνθηκα ότι είχα την πολυτέλεια να περιμένω μέχρι να σιγουρευτώ ότι η ομάδα μου και τα τραγούδια είναι αυτά που θέλω. Μεγαλώνοντας έχω και μια υποψία ότι κάτι έχει αλλάξει στο λογισμικό και ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα. Υπογείως έγραφα, και δοκίμαζα φωνές, εκδοχές. Τίποτα δεν πήγε χαμένο. Στο Τέλειο Έγκλημα προσπάθησα συνειδητά να επινοήσω εκ νέου τον εαυτό μου. Ήθελα να απομακρυνθώ από ό,τι θύμιζε όσα είχα κάνει μέχρι τώρα. Και νομίζω πως κάτι έγινε. Αλλά ναι, τα χρόνια περνάνε, μ’ έναν ύπουλο τρόπο. Πολλά πράγματα μου φαίνονται σαν να ‘ταν χτες, αλλά είχα πέντε χρόνια να βγάλω δίσκο. Ίσως είναι και λάθος μου. Eλπίζω ο επόμενος να μην πάρει άλλα πέντε χρόνια – και δεν θα πάρει.

Σε αυτή την επιλογή της «επανεφεύρεσης», τι σας οδήγησε; Η βεβαιότητα ότι όταν κολυμπάω σε ασφαλή ύδατα, βγάζω το χειρότερό μου εαυτό. Το να κάτσω να γράψω ένα ξαδελφάκι στο Με Τα Μάτια Κλειστά ή στο Summertime in Prague δεν μου λέει τίποτα. Όταν πηγαίνεις λίγο στα άπατα, εκεί που δεν ξέρεις ακριβώς τι θα προκύψει, βγάζεις την πιο νόστιμη δουλειά σου.

Ξέρω ότι βρεθήκατε στη μουσική από σχολική ηλικία. Τι σας τράβηξε σε αυτή; Ήταν σε μια κατασκήνωση δύο πιτσιρικάδες, μεγαλύτεροι από μένα, που παίζανε κιθάρα και τραβάγαν τα κορίτσια. Πρέπει νάμουνα 10-11 χρονών.

Υγιές κίνητρο το βρίσκω! Πήγαινα, θυμάμαι, μαγεμένος και στους δύο και τους ρώταγα: «Πώς το κάνεις;» Ο ένας ήταν καλός χαρακτήρας και μου είπε: «κάνω μαθήματα με τον Μηλιαρέση». Ο άλλος μου είπε μ’ενα τρόπο μυστικιστικό: «Ταλέντο»! Κι εγώ έψαχνα να καταλάβω τι σημαίνει αυτή η λέξη κι αν το ‘χω. Ο ένας με ξεφορτώθηκε κι ο άλλος με οδήγησε με συμπτωματικό τρόπο να ξεκινήσω μαθήματα με το Μηλιαρέση εκείνο το φθινόπωρο. Tα περισσότερα σημαντικά πράγματα στη ζωή τα καθορίζει η τύχη. Είναι έξω από εμάς.

Guitar heros, είχατε; Βέβαια είχα! Εννοείται! Ο Clapton, ο Peter Green… Τους μελετούσα. Είχα ένα Uher μαγνητόφωνο, που πάταγες ένα κουμπί και πήγαινε στη μισή ταχύτητα, και καθόμουνα και μελετούσα τα σόλο, ώρες ατέλειωτες. Μελετούσα επίσης τον Mick Taylor των κιθαρίστα των Stones, μου άρεσε πιο πολύ κι από τη φάση του Mayall. Θυμάμαι ένα ωραίο σόλο στο “Sympathy for the Devil”, στη live εκδοχή, το οποίο είχα ξεκοκκαλίσει. Ο μεγάλος μου έρωτας βέβαια ήταν οι Beatles, όπως κι εξακολουθεί να είναι. Είναι ίσως ο πιο σταθερός έρωτας της ζωής μου!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Στο σπίτι σας υπήρχε μουσική, ή τέχνη γενικότερα; Αρχιτεκτονική και ζωγραφική. Βρέθηκα παιδάκι σε κύκλους του Τσαρούχη, του Ιόλα… Ήμουν έφηβος, θυμάμαι το σπίτι του Τσαρούχη στο Μαρούσι, τον κόσμο γύρω του… Έπαιζε το “Ticket to Ride” σε ένα φορητό πικάπ και ζωγράφιζε, κι αυτός κι άλλοι, υπήρχαν διάφορα καβαλέτα… Τον Ιόλα τον θυμάμαι στα τελευταία του, μετά την επιστροφή του από την Αμερική και τις περιπέτειες με την υγεία του. Ήταν πολύ εντυπωσιακό το σπίτι της Αγίας Παρασκευής με τους πίνακες και τα γλυπτά. Ανακάτευε ελληνορωμαϊκά και αρχαία με σύγχρονη ζωγραφική. Κατά τ’ άλλα, μουσικά όχι. Απλώς υπήρχε μια σιωπηλή ενθάρρυνση, γιατί ήταν ευφυείς οι γονείς μου, ούτε με σπρώχνανε σε αυτό, ούτε και με αποθάρρυναν. Aν κι ο ευρύτερος κύκλος της οικογένειας θα προτιμούσε να είχα γίνει δικηγόρος όπως ο παππούς που είχα το όνομά του, όταν πια αποφάσισα στα 17-18 ότι ήθελα να γίνω μουσικός και να πάω στην Αγγλία, παίξανε πολύ καθοριστικό ρόλο στο να με βοηθήσουν να κάνω αυτό που ήθελα.

Ας ανοίξουμε, λοιπόν, το κεφάλαιο της Αγγλίας. Βρέθηκα κατά τύχη στην πιο ενδιαφέρουσα εκδοχή μουσικών σπουδών, το Guildhall School of Music and Drama – οι άλλες σχολές δεν είχανε drama. To Guildhall είχε την τρομερή συνύπαρξη μουσικών και ηθοποιών, έκανε και συμπαραγωγές, έμπλεκε αυτούς τους δύο κόσμους, που είναι παρόμοιοι αλλά και πολύ διαφορετικοί. Αυτά τα τέσσερα χρόνια ήταν ίσως τα ωραιότερα της ζωής μου.

Έχει ενδιαφέρον ότι τελικά αυτή η συνύπαρξη συνεχίστηκε στην επαγγελματική σας ζωή, μιας και γράψατε πολλή μουσική για το σινεμά, την τηλεόραση… Ναι, δεν έχετε άδικο. Εγώ λέω ότι γράφω για σχεδόν όποιον μου το ζητήσει! Τις προάλλες κάποιος μου έβαλε ένα δίλημμα για το ποιο από τα δύο προτιμώ: σαφώς προτιμάω το τραγούδι. Η μουσική με στίχο και η μουσική με εικόνα είναι δύο διαφορετικές χημικές ενώσεις, δύο διαφορετικά κράματα. Την περίπτωση της εικόνας τη θεωρώ ευκολότερη, ή μου είναι εμένα πιο εύκολη. Αλλά νομίζω πως η μακράν ανώτερη μορφή είναι το τραγούδι. Αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο “Κάνε Λιγάκι Υπομονή” του Τσιτσάνη ή το “Νονό” του Ρότα, θα προτιμούσα το “Κάνε Λιγάκι Υπομονή”!

«Ακόμα κι αν η Ελλάδα γίνει σαν αυτά τα εγκαταλελειμμένα χωριά με τους πέντε κατοίκους, θα ποτίσουμε, θα σκαλίσουμε, θα γράψουμε, θα πούμε αυτά που έχουμε να πούμε. Για κάποιο περίεργο λόγο, έχω εμπιστοσύνη στο κενό και στον από μηχανής θεό – που είναι περίπου το ίδιο πράγμα»

Εδώ και χρόνια, πήρατε την απόφαση να πάρετε πλήρως στα χέρια σας την ευθύνη της δουλειάς σας, δημιουργώντας το label Cantini. Γιατί; Δεν μου ήταν ευχάριστες οι σχέσεις μέσα στη δισκογραφία τον καιρό εκείνο. Για πολύ καιρό,από όταν ξεκινήσαμε με τη Λίμνη με τις Παπαρούνες, το Αθώος Ένοχος και το Για τη Συνήθεια του Έρωτα, οι σχέσεις με τους δισκογράφους ήταν δυσάρεστες. Καταλάβαινα ότι εμάς που γράφαμε τα τραγούδια, μας θεωρούσαν αναγκαίο κακό. Το μόνο που τους απασχολούσε ήταν να παραγάγουν ρεπερτόριο για τους τραγουδιστές. Αυτό δεν υπήρχε σε τέτοιο βαθμό το 50 και το 60. Υπήρχε ο Καζαντζίδης, η Νίνου, αλλά υπήρχε κι ο Τσιτσάνης, ο Ξαρχάκος, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης… Στην εποχή τη δικιά μας, υπήρξε μια οργανωμένη και συνειδητή κίνηση να μας υποβιβάσουν σχεδόν σε λογιστές. Κι αυτό το αισθανόμουν σε κάθε επαφή, σε κάθε συνάντηση, κι ειδικά μετά το τέλος του δίσκου, όχι απλώς μας ξεχνάγανε, αλλά δεν ήθελαν να μας ξαναδούνε. Και το δείχνανε, με άνεση! Ήμασταν κότες για σφάξιμο, να μας πάρουν ό,τι κρέας είχαμε, να το φάνε, να το κάνουν σούπα, τέλος! Αυτό με οδήγησε στη δημιουργία της Cantini. Eπίσης νομίζω πως στο DNA μου έχω ένα “φτιάξτο μόνος σου”, θέλω να αποδείξω ότι μπορώ να το κάνω. Πράγμα που εν μέρει είναι αλήθεια. Πολλά πράγματα όχι μόνο δεν μπορείς να τα κάνεις μόνος σου, αλλά και δεν πρέπει. Αλλά με την ενέργεια που έχει κανείς στα τρυφερά 35-40, ορμάς με όλη σου τη δύναμη και λες «θα το κάνω». Ήμασταν και πολύ τυχεροί, γιατί το πρώτο πράγμα που βγάλαμε ήταν το “Με Τα Μάτια Κλειστά”, για το οποίο, ενώ έχουν περάσει 13 χρόνια, ήρθε κάποιος πρόσφατα και μου είπε «άκουσα ένα πολύ ωραίο καινούριο σου τραγούδι»! Έκανε πολύ μεγάλη αίσθηση, αλλά ποτέ δεν έγινε επιτυχία. Και το τρίτο πράγμα που βγάλαμε ήταν η Πολίτικη Κουζίνα. Ίσως ήταν η κατάλληλη στιγμή, ίσως ήταν οι χυμοί μας, οι δικοί μου και της Ευανθίας, στο φουλ. Πιθανώς και το μισο από αυτό το σπίτι να έγινε από αυτό το πράγμα – δεν θα είχαμε αυτά τα οφέλη αν είχαμε παραμείνει δύο συνθέτες που εξυπηρετούν τους δισκογράφους. Έμαθα πολλά πράγματα, αλλά έχασα και πάρα πολύ καιρό, όπου θα μπορούσα να έχω γράψει περισσότερα τραγούδια, αν δεν είχα όλο τον ορυμαγδό της γραφειοκρατίας και της επιχειρηματικότητας. Αλλά… c’est la vie.

Κάτι που θυμάμαι ανέκαθεν, είναι πως είχατε μια ακρίβεια στον τρόπο που διατυπώνατε τα πράγματα, και μια τόλμη. Δεν ένιωσα ποτέ ότι μασάτε τα λόγια σας. Ένα πράγμα που μάθαμε από τους αρχαίους είναι πως χρωστάμε στον εαυτό μας να μη μασάμε τα λόγια μας. Και για να μη μείνω σε αυτούς, σκέψου την πρόσφατη περίπτωση του Κεν Λόουτς. Ο μόνος λόγος για να μασήσεις τα λόγια σου, είναι αν αισθανθείς ότι είσαι με το πιστόλι στον κρόταφο, ή αν έχεις κουτάβια, δηλαδή μικρά παιδιά. Δεν σου κρύβω ότι υποψιάζομαι πως εξ αιτίας αυτού που πολύ σωστά περιγράφεις έχω υποστεί αόρατους διωγμούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχω αποχρώσες ενδείξεις. Με το εγχείρημα του Καντινιού ασχοληθήκαν αποδεδειγμένα άνθρωποι, δισκογράφοι, ώστε να μην “περπατήσουν” κομμάτια στο ραδιόφωνο. Ήταν ένας πόλεμος όμως. Προφανώς αισθάνονταν ότι έκλεβα λίγο τυράκι από το τραπέζι τους. Άνοιγα ένα δρόμο που τον ακολούθησαν κι άλλοι – ίσως το είδαμε λίγο νωρίτερα, ήμασταν από τους πρώτους. Αλλά νομίζω ότι αν δεν επιχειρήσεις με μανία, με λύσσα, να διαγνώσεις και να θεραπεύσεις αυτά τα οποία βρίσκεις άρρωστα, ως πολίτης δεν έχεις λόγο ύπαρξης. Είσαι ποντίκι, δεν είσαι άνθρωπος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Κι όμως, με όλο αυτό που συμβαίνει στη χώρα τα τελευταία χρόνια, υπάρχει ένα παράπονο ότι οι άνθρωποι της σκέψης, της τέχνης, της διανόησης, ας το πει ο καθένας όπως θέλει, μάλλον έχουν σιωπήσει. Μην υπερτιμάτε αυτό που λέγεται διανόηση. Έχω γνωρίσει πολλούς από αυτούς τους υποτιθέμενους ανθρώπους του πολιτισμού και της διανόησης. Κατά την άποψή μου είναι μεροκαματιάρηδες που προσπαθούν κι αυτοί να επιβιώσουν. Αρκετοί είχαν κάνει τα ιδιωτικά συμφωνητικά τους με το διάβολο, δηλαδή με το κράτος, τα κόμματα, για να οργανώσουν τη ζωούλα τους. Εγώ όταν ακούω διανόηση, μεταξύ μας, κουμπώνομαι. Έχω ακούσει πολύ πιο σημαντικές κουβέντες από τις θείες μου, από τον Ιωσήφ που φέρνει εδώ τα χώματα, από τον φίλο μου τον Κώστα με τον οποίο πίνουμε κρασί και παίζουμε τσιγγανοκίθαρα. Για τα πολιτικά, για τα ερωτικά, για τα καλλιτεχνικά… Ο γείτονας, με αφορμή το κοτέτσι, μου είπε μια τρομερή κουβέντα. Έχουμε φέρει δεκαπέντε κοτούλες κι ένα κοκκοράκι, όλα μικρά. Καθώς μεγαλώνουν, μου μπαίνει η ιδέα ότι πιθανόν να είναι δύο τα κοκκοράκια. Και τον ρωτάω: «αν έχουμε δύο κόκκορες τι θα γίνει;». Και μου λέει: «Είναι απλό. Παλεύουνε, κι όποιος χάσει γίνεται σούπα»! Αυτό είναι το ανήθικο δίδαγμα της σημερινής Ελλάδος. Είμαστε με το λαιμό ίσα-ίσα έξω απ’ τη σούπα, κι οι άλλοι είναι με τα κουτάλια από πάνω και μας κοιτάνε. Δεν έχει σημασία αν είσαι αριστερός ή δεξιός. Σημασία έχει ότι με την όποια κυβέρνηση πια, διαχειριζόμαστε μια ήττα. Οι άλλοι έχουν καταγάγει κι άλλη μία νίκη: μας έχουν πείσει ότι ο εχθρός είναι φίλος. Το Τέλειο Έγκλημα, το έσχατο, είναι ότι κοροϊδέψαμε τους εαυτούς μας. Είμαστε ανάξιοι κληρονόμοι και το παίζαμε έξυπνα πουλιά – και πιαστήκαμε από τη μύτη. Δεν έχω ανάγκη από καμία διανόηση για να μου αποσαφηνίσει την πραγματικότητα. Γιατί δεν μπορεί. Μακάρι να μπορούσε! Ο Κεν Λόουτς, ναι, παίζει ρόλο με τον τρόπο του. Υπάρχουν τέτοιες φωτεινές εξαιρέσεις, πολύ λίγες. Όλοι οι υπόλοιποι προσπαθούν κάπου να χωθούν για να βάλουν ένα καρβέλι πάνω στο τραπέζι.

« Παίζω μουσική ακριβώς όπως θα έπαιζα μπάλα. Όλα είναι ανοιχτά, και να φάμε γκολ, και να βάλουμε, και να διασκεδάσουμε, και να σπάσουμε και το πόδι μας…»

Ένας άνθρωπος από αυτούς που θεωρώ δασκάλους μου, μού είπε κάποτε: «εγώ είμαι σε ηλικία σύνταξης, ό,τι ήταν να κάνω το έκανα, οι νεώτεροι απλώς θα σηκωθούν να φύγουν από τη χώρα, η γενιά που την έχει άσχημα είναι η δική σας». Δηλαδή η δική μας. Κι αλήθεια να είναι, δεν θέλω να το πιστέψω. Γιατί δεν μου αρέσει ένας συνταξιούχος να μου λέει ότι την έχω άσχημα, γιατί εγώ έχω ακόμα χυμούς, κι εσύ έχεις. Και θα παλέψω. Με το στούντιο που έχω, τις σχέσεις με τους νεώτερους που θα μείνουνε, γιατί κάποιοι θα μείνουνε. Ακόμα κι αν η Ελλάδα γίνει σαν αυτά τα εγκαταλελειμμένα χωριά με τους πέντε κατοίκους, θα ποτίσουμε, θα σκαλίσουμε, θα γράψουμε, θα πούμε αυτά που έχουμε να πούμε. Για κάποιο περίεργο λόγο, έχω εμπιστοσύνη στο κενό και στον από μηχανής θεό – που είναι περίπου το ίδιο πράγμα. Νομίζω ότι η ηγεμονία της Γερμανίας, που αυτή τη φορά γίνεται με επιστημονικό τρόπο, είναι μια προσπάθεια ενοποίησης της Ευρώπης με άλλη μέθοδο, παρόμοια με του Χίτλερ και του Ναπολέοντα. Υπάρχει ένα τρομερό σύνθημα που το είδα πριν χρόνια, στην αρχή της κρίσης, σε ένα τοίχο: «Τότε τανκς, τώρα banks»! Θα μείνουμε εδώ και θα το παλέψουμε. Γιατί είναι ωραίο το χωράφι, είναι ωραία η χώρα. Κι ας με φάνε. Εδώ φάγανε τόσο κόσμο πριν εβδομήντα χρόνια, τους πήγαν στα ντους και τους σκυλέψανε, τους πήραν τα σπίτια, τα χρήματα, τα ρούχα, τα μαλλιά, τα χρυσά δοντάκια, βιομηχανική παραγωγή θανάτου. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό το πράγμα. Και ξεκινάει από τον ίδιο χώρο αυτό το πλιάτσικο. Υπάρχει κι ένα άλλο σημείο εκκίνησης, από τους εταίρους, που είναι εταίρες. Είμαστε δέκα εκατομμύρια νοματαίοι. Δεν κάνουμε ούτε μισό Δήμο Κωνσταντινούπολης. Κι επτά χρόνια μας λένε ότι μας σωζουν! Το πρώτο μνημόνιο έγινε για να μας σώσουν, το δεύτερο γιατί απέτυχε το πρώτο, το τρίτο γιατί απέτυχε το δεύτερο! Δηλαδή όλα αυτά τα μυαλά του Ήτον και του Χάρβαρντ απέτυχαντ τόσες φορές; Άρα τι συνέβη; Το μνημόνιο πέτυχε! Γιατί αυτό ήθελε να πετύχει! Αυτό που κάνουν οι καρχαρίες πριν την πέσουν στο κοπάδι: να το διαλύσουν! Ανεργία, πτώση του ηθικού, απουσία αντίδρασης… Το Τέλειο Έγκλημα είναι ο συνδυασμός. Εμείς που μες στην παρακμή μας πήγαμε και δανειστήκαμε αυτά που δεν μπορούσαμε να ξεπληρώσουν ούτε τα τρισέγγονά μας, τώρα βάλαμε και μια υπογραφή για 99 χρόνια – αν το αναγάγουμε στο παρελθόν πάμε στην Οκτωβριανή Επανάσταση – και βάζουμε υπογραφές σαν κάτι αλογομούρηδες που πάνε στο καζίνο, τα χάνουν όλα, και περιμένουν απ’ έξω τα κοράκια και τους λένε «θα σου δώσω λεφτά, βάλε εδώ μια υπογραφή»! Εκεί παίζεται το Τέλειο Έγκλημα.

Και το δικό σας προσωπικό Τέλειο ΈγκλημαΑν εννοείς τα τραγούδια και το δίσκο, είναι το μοναδικό Τέλειο Έγκλημα που προσπαθεί να ακουστεί όσο γινεται περισσότερο! Πάνω σε ένα φαινομενικά βαρύ θέμα έγραψα πολύ ελαφριά μουσική. Πάνω σε εγκλήματα γυναικών, των οποίων πήρα το μέρος, γιατί κάτι θα έκανε κι ο μακαρίτης για να τον ξεπαστρέψουν. Είναι δράματα για κλάματα – και για γέλια. Προσπάθησα τη μεσοπολεμική μόδα του σουίνγκ να τη λερώσω με λίγες ηλεκτρικές κιθάρες, με ένα νέας κοπής Χιώτη… Έφτιαξα αυτή την ομάδα από νέους και παλιούς συνεργάτες, ένα δεύτερο κύκλο οικογένειας γύρω μου που τον σπρώχνω και με σπρώχνει. Να κάτι που δεν μπορώ να κάνω μόνος μου. Αν δεν υπάρχει αυτή η ομάδα γύρω μου, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Μόνο όταν είμαι κλεισμένος στο δωμάτιό μου και γράφω και προσπαθώ από τον αέρα να τραβήξω τους στίχους και τις μελωδίες. Παιχνίδι είναι. Παίζω μουσική ακριβώς όπως θα έπαιζα μπάλα. Όλα είναι ανοιχτά, και να φάμε γκολ, και να βάλουμε, και να διασκεδάσουμε, και να σπάσουμε και το πόδι μας…

Εγώ από μπάλα είμαι τελείως ζώον, πάντα με μουσική και εικόνες είχα να κάνω. Εσείς, απ’ ότι ξέρω, μεγαλώσατε κοντά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, κάτι πρέπει να μάθατε. Μη νομίζεις, σαν κι εσένα είμαι κι εγώ ακριβώς. Η τελευταία φορά που πήγα στο γήπεδο ήταν όταν έβαλε γκολ ο Αντωνιάδης στην Έβερτον! Αν είναι καλή μπάλα, μου αρέσει πολύ να βλέπω, από την τηλεόραση. Έχω και μια συμπάθεια για τους ΠΑΟΚτζήδες, γιατί είναι μπρούτοι και ζόρικοι. Οι ΠΑΟΚτζήδες είναι το blues του ποδοσφαίρου! Είναι η πηγή. Όλοι οι άλλοι μετά είναι ροκ, χαρντ ροκ, χέβι μέταλ…

Έχω την αίσθηση πως ήδη έχετε στο μυαλό σας κάτι για μετά το Τέλειο ΈγκλημαΝαι, προσπαθώ τώρα να το ξεκινήσω. Νομίζω πως θα κρατήσω αυτή την ομάδα, και θα αλλάξω τη μέθοδο της δουλειάς. Όπως κάνανε παλιά με τα λαϊκά, πρώτα παίζανε στον κόσμο τα τραγούδια, και μετά τα ηχογραφούσαν. Θα ηχογραφήσω πιο ζωντανά από ότι έκανα με τον τελευταίο δίσκο, και θα προσπαθήσω να στερήσω από την τεχνολογία αυτό που μπολιάζει τα πάντα: την αναβολή της απόφασης. Εξ αιτίας των δυνατοτήτων της, κάθε φορά λες «άστο, θα τα κρατήσω όλα και θα δω στη μίξη». Μεγάλο λάθος! Πέτα! Ακόμα κι αν κάποια στιγμή πεις «πέταξα κάτι που ήταν καλό». Δεν πειράζει, ας μείνει σαν ανάμνηση. Δεν θα μάθουμε ποτέ! Η παλιά τεχνολογία ανάγκαζε τον George Martin να πάρει απόφαση αν αυτή η φωνή είναι σωστή ή όχι, γιατί έπρεπε να σβήσει το κανάλι. Έτσι πρέπει να δουλεύει κανείς. Με λιγότερες επιλογές. Όπως στη βυζαντινή αγιογραφία, με πέντε χρώματα. Άρα κι εγώ πρέπει να δουλέψω με έξι-οκτώ κανάλια. Διορθώνουμε τη φωνή. Ντροπή μας! Φτιάχνουν κάτι φωνές που είναι τόσο σωστές, που είναι βαρετές! Αυτό που ερωτεύεται κανείς σε ένα πρόσωπο είναι το σφάλμα του, κανένα δεν είναι συμμετρικό. Ποτέ όλες οι νότες του Hendrix δεν είναι κουρδισμένες, ή η φωνή του McCartney ή της Νίνου. Και τα τραγούδια του Παπαϊωάννου δεν είχαν σταθερό τέμπο, πάντα τρέχανε προς το τέλος. Έχουμε μπει στην προτεσταντική λογκή του politically correct και στη μουσική. Όλα να είναι σωστά ρυθμικά, τονικά… Και στο τέλος τι μένει; Μια θεούσα! Ούτε να την πηδήξεις θέλεις, ούτε να την ερωτευτείς, ούτε τίποτα!


Περισσότερα για το Τέλειο Έγκλημα του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου: cantini.gr
Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης