Η συναυλία ξεκίνησε με τους χτύπους ενός αόρατου μετρονόμου, όση ώρα οι τέσσερις μουσικοί έβρισκαν τη θέση τους στη σκηνή, πίσω από τα ανοιχτά Macbook. Το μισοφαγωμένο μήλο της Apple, που διακρινόταν φωτεινό μέσα στη νύχτα, φανέρωνε την ηλικία του πειραματισμού. Δεν χρειάστηκε περισσότερος χρόνος, για να μεταμορφωθεί η Μικρή Επίδαυρος στο καλύτερο αντηχείο του εσωτερικού μας ρυθμού, αυτού που δεν ξεχωρίζει τον Τσιτσάνη από τον Vassiliko (ας μας δοθεί αυτή η χάρη, να κλίνουμε το όνομα έστω και στα λατινικά).
Μετά τις πρώτες συλλαβές στο «Αντιλαλούνε Τα Βουνά», δοσμένο σαν απόκοσμο ψιθυριστό μοιρολόι, οι προθέσεις του ερμηνευτή ξεδιπλώθηκαν για να φτάσουν απέναντι: ο Vassilikos δεν θα διασκεύαζε ούτε θα πείραζε τον ήχο του Τσιτσάνη. Θα έδινε τη δική του ερμηνεία –κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέσα σε δύο ώρες αποφόρτισε τις φορτισμένες λέξεις –δεν ακούς συχνά το «εμπάφιασα» με λούπα-, σεβάστηκε τη λαϊκότροπη ερμηνεία -ναι, όταν πρέπει, η φωνή του διαθέτει έκταση-, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνθηκε από το αλφαβητάρι του καημού.
Είναι σ’ αυτό το σημείο που απέφυγε τη μεγαλύτερη παγίδα: να ερμηνεύσει την «Αχάριστη», για παράδειγμα, κολλημένος στο πνεύμα εκείνης της εποχής. Να σεβαστεί τα «άγια των αγίων», όπως ζητά το θεατρικό ιερατείο από έναν νεαρό σκηνοθέτη (για την ιστορία, την ίδια ώρα στην Επίδαυρο ο Έκτορας Λυγίζος ξεγύμνωνε τον «Προμηθέα Δεσμώτη» από τη μυθική διάσταση που του έχει προσδώσει η δραματουργική παράδοση). Η νέα εκδοχή –με τον Vassiliko να τραγουδάει «τα βάσανα που μ’ έριξαν στα ξένα/ και μ’ έχουν της ζωής κατάδικο» ήταν εξίσου αληθινή, επειδή πήγαινε κόντρα στην ιερότητα της πρώτης ερμηνείας (Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Περπινιάδης και ο συνθέτης). Με την ίδια ακομπλεξάριστη τόλμη ο οικοδεσπότης της βραδιάς πέρασε στον στίχο «πάρε Χάρε τη ζωή μου» λίγο ηλεκτρισμό ακόμη, εκτός από τον πρωτογενή του Βασίλη Τσιτσάνη.
Προφανώς, η συναυλία δεν ήταν προορισμένη για όποιον δεν αντέχει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» χωρίς το ιστορικό της φορτίο. Για όποιον θα απέρριπτε εξαρχής το γκόσπελ ενός αγοραφοβικού περφόρμερ που μόνο μέσα από την τέχνη ξαναβρίσκει τη φωνή του και ανεβαίνει στο κοίλον, για να σιγοντάρει τους θεατές. Ή για όποιον δεν θέλει να ακούσει το «Αργοσβήνεις Μόνη» με κατάμαυρο σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, εξορισμένο από την επικράτεια του μπουζουκιού.
Αλλά, γιατί δεν έχει δικαίωμα ο Vassilikos να μεταφράσει τον λαϊκό ήχο με ηλεκτρονικά μέσα, όταν τόσες και τόσες «μεγάλες φωνές» εξαντλούν τα δικά τους τεχνάσματα σε λαρυγγισμούς; Η δική τους πρόταση, η οποία καταλήγει σε έναν «συμφωνικό» Τσιτσάνη, πάνω σε ποια ορθοδοξία είναι βασισμένη; Γιατί οι δικοί τους χιλιοπαιγμένοι ακκισμοί ανήκουν στον εγκεκριμένο Κώδικα και ο Vassilikos μπαίνει στο Ιndex των ερμηνειών;
Για να καταλήξουμε μεταξύ μας, ο Τσιτσάνης που ακούσαμε στη Μικρή Επίδαυρο δεν είναι αυτός που συνδέθηκε με τα ντέρτια της Μεταπολίτευσης ούτε με τα συμπληρώματα της χύμα λαϊκότητας. Δεν είναι το άλλοθι που υπερδραματοποιεί φιγουρατζίδικα παράπονα σε τηλεοπτικά ντεκόρ. Είναι ο Τσιτσάνης τον οποίο ανακαλύπτει ένας Έλληνας στο Λονδίνο του 2012, για να «λιώσει» τα τραγούδια του στο iPod και να τα επιστρέψει όσο πιο χαμηλόφωνα μπορεί. Σαν απόκληρος της μουσικής ορθοδοξίας.