Όταν ο Βασίλης τραγούδησε Μίκη

Παρίσι 1974. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι 24 ετών έχει απομακρυνθεί εδώ κι ένα χρόνο από την χουντοκρατούμενη Ελλάδα με αίσθημα αντιστασιακό και προσανατολισμό καλλιτεχνικό. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι 49 ετών και είναι ήδη ο μέγας Θεοδωράκης. Συναντιούνται, ταιριάζουν καλλιτεχνικά και πολιτικά αλλά η συνεργασία έρχεται πλέον σε μια ελεύθερη και μεταπολιτευτική Ελλάδα 2 χρόνια αργότερα. 40 χρόνια συμπληρώθηκαν από την πρώτη γνωριμία κι αυτό στάθηκε αφορμή για να συναντηθούν εκ νέου το 2014, κάτω από άλλες συνθήκες, σε έναν άλλο χώρο για μια αναδρομή στο έργο του συνθέτη. Εξάλλου η εποχή ευνοεί τέτοιου είδους αναδρομές, τουλάχιστον στα μάτια των ρομαντικών και των ταλαιπωρημένων από την τωρινή κατάσταση της χώρας: πολιτικά τραγούδια, ποίηση, επαναστατικές πρόζες εμβόλιμες στο πρόγραμμα και ασφαλώς συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη που κορυφώθηκε από μεριάς Παπακωνσταντίνου στο τέλος, ο οποίος κατεβαίνοντας από τη σκηνή αγκάλιασε τον καθιστό στην ειδική καρέκλα του, Θεοδωράκη, αναφωνώντας “δάσκαλε σε ευχαριστούμε”. Πάνω κάτω αυτό είδαμε κι ακούσαμε όσοι βρεθήκαμε χθες το βράδυ στο Ηρώδειο. Και δεν ήμασταν λίγοι, δεν έπεφτε καρφίτσα.

 Η παράσταση είχε τίτλο “Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία” (από το ποίημα του Ανδρέα Κάλβου) και πραγματοποιήθηκε για φιλανθρωπικό σκοπό υπό την αιγίδα των Φίλων της Κοινωνικής Παιδιατρικής και Ιατρικής “Ανοιχτή Αγκαλιά”. Το πρόγραμμα περιλάμβανε ασφαλώς μόνο τραγούδια σε μουσική Θεοδωράκη και ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο με τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση Παπακωνσταντίνου και το δεύτερο με σταθμούς από όλη τη διαδρομή του συνθέτη στη μουσική. Η δομή δεν εξέπληξε κανέναν, αλλά ούτε και δυσαρέστησε. Ακούστηκαν γνωστά σε όλους κι αγαπημένα κομμάτια όπως η “Ρωμισύνη”, το “Σφαγείο” και το “Κράτησα τη ζωή μου”, αλλά και τα λιγότερο εξωστρεφή όπως “Το τρένο φεύγει στις οχτώ”“Το παζάρι του ληστή” καθώς και το “Κάποτε θα’ ρθουν”. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αν και κάποιες στιγμές προδόθηκε λίγο από την κόπωση του συναυλιακά φορτωμένου καλοκαιριού του, στάθηκε επάξιος ερμηνευτής των μεγάλων τραγουδιών, βάζοντας όλη την πείρα και τη μαεστρία που έχουν καρπίσει μέσα στα 40 αυτά χρόνια συνεχούς δραστηριότητας στο ελληνικό πεντάγραμμο. Η παρουσία του δε και η στάση του επί σκηνής φανέρωσε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είσαι απροσποίητα ο εαυτός σου σεβόμενος το υλικό που ερμηνεύεις. Έτσι κι έγινε: ο ροκ Βασίλης με το κόκκινο πουκάμισο, το σκούρο τζιν παντελόνι και τα αθλητικά παπούτσια, ερμήνευσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ακόμα και τραγούδια στα οποία δεν τον έχουμε συνηθίσει, όπως το “Ανοίγω το στόμα μου”,αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά αυτό που ξέρουμε εδώ και χρόνια, δηλαδή πόσο μεγάλος τραγουδιστής είναι. Δίπλα του στάθηκαν οι πολύ καλές τραγουδίστριες Σοφία Παπάζογλου και Μπέτυ Χαρλαύτη, σε μια εξαιρετική και ώριμη εμφάνιση αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις.

 Τη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης την ξέρουμε από παλιά. Πρόκειται για μια πάντα καλοκουρδισμένη ορχήστρα της οποίας οι μουσικές ερμηνείες δεν διακατέχονται ούτε από σκαμπανεβάσματα ούτε από μεγάλη εφευρετικότητα. Σταθερά παιξίματα, χωρίς υπερβολές κι εντυπωσιασμούς. Έτσι ήταν και χθες, μια απλή δωρική ορχήστρα όπως είναι πάντα. Από τη μία, αυτή η δωρικότητα ίσως είναι καλή, ίσως κάτι τέτοιο να ήθελε κι ο ίδιος ο συνθέτης. Από την άλλη, όταν βρίσκεται μετά από τόσα χρόνια ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου να τραγουδήσει Μίκη Θεοδωράκη στο Ηρώδειο τιμώντας τα 40 χρόνια γνωριμίας τους σε μια συναυλία με έντονα πολιτική χροιά, ενώ το πρόγραμμα περιλαμβάνει στιγμές όπως το “Άξιον εστί” του Ελύτη και τα “Επιφάνεια” του Σεφέρη, θα περίμενε κανείς αν όχι κάποια μεγάλη διαφοροποίηση στους δεδομένους ενορχηστρωτικούς δρόμους, κάτι πιο εντυπωσιακό, κάτι πιο “γκράντε”. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αναζητώντας δε τον ενορχηστρωτή στο σχετικό έντυπο που μας δόθηκε κατά την είσοδο στο χώρο, δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε κάποιο όνομα.

 Άφησα για το τέλος το κοινό, το οποίο ούτως ή άλλως σε τέτοιες περιπτώσεις έχει έναν ενισχυμένο ρόλο. Για κάποιο λόγο το κατάμεστο Ηρώδειο δεν μπόρεσε να συντονιστεί όπως ίσως θα περίμενε κανείς με το πρόγραμμα. Μπορεί σε κάποια τραγούδια όπως το τελικό “Ένα το χελιδόνι” να χειροκροτούσε ρυθμικά και να τραγουδούσε τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη εν χορώ (με την έντονη παρότρυνση του Παπακωνσταντίνου και δεδομένου ότι η συναυλία έληγε), αλλά αν εξαιρέσεις κάποια μεμονωμένα περιστατικά λατρευτικής εξωστρέφειας υπήρξε μάλλον μουδιασμένο. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι ο κόσμος δεν έχει συνηθίσει τον Παπακωνσταντίνου να τραγουδάει ζωντανά Θεοδωράκη, ίσως γιατί η συναυλία ήταν ειδικού φιλανθρωπικού σκοπού, οπότε οι συνειδητοποιημένοι της μουσικής να ήταν λιγότεροι από τους αναμενόμενους. Με εξαίρεση πάντως- που μας εξέπληξε- το “Γελαστό παιδί”, στα υπόλοιπα τραγούδια το κοινό ήταν κάπως διστακτικό.

 Σε γενικές γραμμές ήταν μια πολύ καλή συναυλία με πολύ δυνατή σημειολογία και σημασία και ασφαλώς για πολύ καλό φιλανθρωπικό σκοπό. Δύο μεγαθήρια του ελληνικού τραγουδιού, αν και πορεύθηκαν σε διαφορετικές μουσικές αρένες, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, βρέθηκαν για να μας θυμίσουν ότι η Ιστορία του λαού μέσα από την Ιστορία του τραγουδιού έχουν μια συνέχεια και μια συνέπεια. Το ελληνικό τραγούδι που “μας κάνει να θυμόμαστε και όχι να ξεχνάμε”, όπως είχε αναφέρει είχε πει πολλές δεκαετίες πριν ο Θεοδωράκης, ήταν είναι και θα είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας ό,τι κι αν συμβεί. Και ασφαλώς όπως συγκινητικά είπε ο Παπακωνσταντίνου “χρωστάμε περισσότερα στους ποιητές μας απ’ ότι στους δανειστές μας”.

Χρήστος A. Μιχαήλ

Share
Published by
Χρήστος A. Μιχαήλ