Δεν είσαι και μικρός στα 36 αλλά δεν τελειώνει η ζωή εκεί. Σε αυτή την ηλικία έσκασε και σαν Φωτοβολίδα ο Ορφέας Περίδης στη δισκογραφία. 1993. Από τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας εγκρατής δημιουργός. Λίγοι δίσκοι, 8 μέσα σε 23 χρόνια, αφού δεν είχε σαν αυτοσκοπό να μας βομβαρδίζει με τραγούδια που δεν είναι σίγουρος για αυτά. Αυτές τις μέρες ετοιμάζεται για τις τρεις συνεχόμενες Παρασκευές που θα εμφανιστεί στον Σταυρό του Νότου μαζί με την Λιζέτα Καλημέρη. Μια καλή αφορμή για να γνωρίσουμε τη φωνή που στοίχειωσε πραγματικά τα παιδικά και εφηβικά χρόνια όσων γεννήθηκα τη δεκαετία του ΄80.
Όταν ήμουν στην ηλικία των δέκα ετών, άκουγα από το πρωί μέχρι το βράδυ την Φωτοβολίδα στο ραδιόφωνο. Και να που 23 χρόνια μετά φτάνω να γνωρίζω τον άνθρωπο πίσω από το τραγούδι. Στο πρόγραμμα που έχεις, το συμπεριλαμβάνεις ακόμα το κομμάτι; Είναι αναπόσπαστο κομμάτι του προγράμματος. Εκτός από το ότι είναι ένα από αυτά που με χαρακτηρίζει, έχει ταυτοποιηθεί με εμένα. Μπορώ να πω ότι ήταν το τυχερό μου.
Είναι από τον πρώτο δίσκο που έκανες μόνος σου. 1993, Αχ Ψυχή μου Φαντασμένη. Το περίμενες ότι θα έχει τέτοια απήχηση; Όταν είσαι στην αρχή της σταδιοδρομίας σου ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πόσο μακρύς είναι ο δρόμος και αν θα έχεις δρόμο. Ούτε την αποδοχή, ούτε την υποδοχή μπορείς να γνωρίζεις. Εγώ έτυχα σε μια εποχή που ο κόσμος ζητούσε κάτι το καινούριο, να είμαι ένας από αυτούς τους καινούριος. Εντός εισαγωγικών βέβαια, γιατί τότε εγώ ήμουν 36 ετών.
Γιατί τέτοια αργοπορία; Γιατί το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
Τώρα υπάρχει το διαδίκτυο και οι δυνατότητες που δίνει στον καθένα. Τότε ποιοι ήταν οι μηχανισμοί για να μπορέσεις να βρεις άκρη με τη δισκογραφία; Νομίζω, παρά την επέλαση του διαδικτύου πως τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει αρκετά. Ο νέος δημιουργός πρέπει να πάει σε κάποιον μεγαλύτερο και να του ζητήσει με κάποιο τρόπο βοήθεια. Να τραγουδήσει κάποιο τραγούδι του, να του βάλει στίχο ή να του μελοποιήσει κάποιο τραγούδι.
Έρχονται σε σένα δηλαδή παιδιά; Βέβαια! Και τραγουδιστές και μουσικοί και στιχουργοί. Εγώ έτσι ξεκίνησα. Τη δεκαετία του ‘80, πήγα στα καμαρίνια του θεάτρου του Λυκαβηττού και βρήκα τον Νίκο Παπάζογλου και του έδωσα μια κασέτα με τα τραγούδια μου και έτσι με πήρε στα Σύνεργα.
Εσύ ήσουν αποφασισμένος ότι θες να γίνεις τραγουδιστής; Από 8 ετών. Δεν μπόρεσα να πάω πιο νωρίς στο ωδείο και να πάρω την απαιτούμενη ακαδημαϊκή μόρφωση. Ξεκίνησα σαν αυτοδίδακτος και στα 17 μου πήγα στο Ωδείο. Σπούδασα μετά 13 χρόνια κλασσική κιθάρα.
Θέλουν πειθαρχία οι κλασικές σπουδές; Θέλει πολλή μελέτη. Πρέπει να γίνουν κάποιες θυσίες. Να σου χτυπάνε οι φίλοι σου να σου λένε έλα πάμε βόλτα και εσύ να λες ότι δεν μπορώ να έρθω. Το όργανο ξέρεις είναι πολύ απαιτητικό και αχάριστο.
Στερεοτυπικά πάντως υπάρχει η εικόνα ενός πιτσιρικά που μαθαίνει κιθάρα ώστε να ρίξει κανένα κορίτσι. Και είναι και ο καλύτερος τρόπος. Η μουσική έχει ένα βάσανο και ειδικά το τραγούδι. Είναι αυτό που λέει ο Σαββόπουλος «μου φέρνουν ζάλη οι συγχορδίες και ημικρανία οι ομοιοκαταληξίες». Έχει ένα παίδεμα και επιπλέον θα έλεγα ότι όταν γράφεις ένα τραγούδι καλείσαι συνεχώς να γράφεις και να σβήνεις μέχρι να πετύχεις το καλύτερο. Αυτή η διαδικασία μπορεί να πάρει από 24 ώρες ως 4 μήνες.
Πότε καταλαβαίνεις όμως ότι πρέπει να βάλεις μια τελεία; Ε, νιώθεις ότι πρέπει να ολοκληρωθεί κάτι. Μετά βλέπεις ότι έχεις πετάξει πάρα πολλά ώστε να κρατήσεις αυτό το στιχουργικό ή μουσικό στοιχείο και λες μετά από τόσο σκουπιδομάνι μάλλον αυτό είναι το καλύτερο. Είναι μια αίσθηση όπως γράφεις μια έκθεση.
Οι μουσικοί σου ήρωες ποιοι ήταν; Ανάλογα με τις ηλικίες. Μεγάλωσα με τους Beatles, μετά μου άρεσαν οι Genesis και οι Jethro Tull, αργότερα ο Μπαχ και ο Μουσόργκσκι, ο Διονύσης Σαββόπουλος, οι Κατσιμιχαίοι, ο Τζίμης Πανούσης, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Ξυδάκης και ο Ρασούλης, παραδοσιακές μουσικές διαφόρων χωρών όπως το γυναικείο συγκρότημα φωνητικής από τη Σόφια, η Nuova Compagnia di Canto Popolare, τα ηπειρώτικα.
Ο τελευταίος δίσκος (2011, Ονειροπόλων Μόχθοι) έχει μια λαογραφική προσέγγιση στη μουσική. Ναι, ασχολήθηκα, όπως πολλοί με τους 12 μήνες. Ήταν ένα στοίχημα και αισθάνθηκα μια μεγάλη ικανοποίηση γιατί το ετοίμαζα πέντε χρόνια.
Είσαι εγκρατής πάντως με τις δουλειές σου. Δεν θα έλεγε κανείς ότι μας βομβαρδίζεις με καινούρια πράγματα συνέχεια. Δεν βομβαρδίζομαι και εγώ. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ στο να συνθέσω κάτι. Θεωρώ ότι το τραγούδι είναι ένα δύσκολο μουσικό είδος. Επίσης είμαι πολύ απαιτητικός και πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου. Η αλήθεια είναι πως δεν μου έχει βγει σε κακό.
Από ποια άποψη; Ότι αγαπώ το 90% των τραγουδιών μου που βρίσκονται στην κυκλοφορία. Μερικά δεν τα παίζω γιατί νιώθω ότι είναι εκτός τόπου και χρόνου. Κουβαλάω αυτό το άγχος αν αφορούν κανέναν τα τραγούδια μου. Υπήρχε ένας Ολλανδός ζωγράφος, ο Μοντριάν, που ενώ μαινόταν ο Πόλεμος, αυτός ζωγράφιζε μήλα. Μπορεί να πει κάποιος αυτό ποιον αφορά; Ξέρεις, όμως πως μερικές φορές αυτός που βρίσκεται σε άλλο κλίμα και επιδιώκει κάτι που πάει κόντρα με την εποχή του, μπορεί να είναι αυτός που να μας δίνει τελικά αυτό που έχουμε ανάγκη. Αυτός που είναι επίκαιρος έχει συχνά τον κίνδυνο να γίνει και λαϊκιστής. Δεν είναι ωραίο αυτό, να λαϊκίζεις στην τέχνη. Αν θες να γράψεις ένα τραγούδι για τους μετανάστες, για παράδειγμα, είναι κάτι πολύ δύσκολο. Μπορείς όμως να γράψεις για την περιπτερού της γειτονιάς σου, τη Σοφία από τη Σόφια και να έχεις όλους τους υπαινιγμούς για την εποχή μέσα από ένα ερωτικό τραγούδι. Αυτά είναι τα κόλπα που πρέπει να εφεύρει ο δημιουργός για να μη γίνει λαϊκιστής.
Αυτός που είναι επίκαιρος έχει συχνά τον κίνδυνο να γίνει και λαϊκιστής. Δεν είναι ωραίο αυτό, να λαϊκίζεις στην τέχνη.
Όταν τραγουδάς ζωντανά, γίνεσαι λαϊκιστής; Το πως θα εμφανιστείς στη σκηνή είναι μια ακόμα δουλειά. Πως θα καταφέρεις ο κόσμος που έχει έρθει, να τον φέρεις στον κόσμο σου. Να τον κάνεις να σ’ επισκεφθεί. Αυτό το κάνει μ’ ένα μαγικό τρόπο το τραγούδι το ίδιο, δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Όμως, όταν στέκεσαι στη σκηνή, ο άλλος θέλει αν είναι δυνατό και να καταλάβει ακόμα και από τα μη λεκτικά σήματα τι θες να του πεις. Σε κάθε τραγούδι υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση. Όλο αυτό, το πως θα σταθείς, είναι ένα ακόμα «πανεπιστήμιο».
Μετά και από τόσα χρόνια; Κοίτα μετά από τόσα χρόνια λες ότι είναι απλό. Αλλά εκ του απλού η τέχνη, το γνωρίζουμε, μέχρι να γίνεις απλός, έχεις περάσει από πολλές σύνθετες καταστάσεις.
Σου λείπει καθόλου η παντοκρατορία του «έντεχνου»; Αυτό τώρα το «έντεχνο» είναι κατηγορία ή κατηγορώ;
Νομίζω ότι είναι μια κριτική ότι ενώ υπήρχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό, στο τέλος όλη αυτή η σκηνή ενδιαφέρθηκε περισσότερο για το χρήμα παρά να βγάλει έναν καινούριο Χατζιδάκι; Μέσα σε αυτό που ονομάζουμε έντεχνο, υπάρχουν και πολλά κακότεχνα τραγούδια που δεν μπορώ όμως να πω ότι χαρακτήρισαν ένα ολόκληρο είδος. Απλά μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά.
Το θεωρείς λογικό να λέει κάποιος τη λέξη «έντεχνο» και να εννοεί κάτι κακό; Είναι ναι! Μετά από όλα αυτά που έχουν συμβεί. Απλά δεν μπορούσαμε να βρούμε κάτι άλλο και τα λέμε «έντεχνα». Δηλαδή τι; Ότι έχουν τέχνη; Άρα αυτά που δεν έχουν θα πρέπει να λέγονται «κακότεχνα»;
Πως περνάς τη μέρα σου; Αν έχω κάποιο κομμάτι τότε βασανίζομαι αρκετές ώρες ίσως και μέρες. Ξυπνάω το πρωί, κοιτάω που έχω μείνει χθες το βράδυ…
Δουλεύεις πολύ; Όχι, αντιθέτως. Ασχολούμαι πολύ με το στούντιο. Γράφω τα τραγούδια μόνος μου, ηχογραφώ μόνος μου, κάνω και τον ηχολήπτη, αυτή είναι η τελευταία μου τρέλα.
Δεν έχεις ανάγκη να συνομιλήσεις με κάποιον; Συνομιλώ. Παίρνω το υλικό και το ακούω με φίλους και ακούω τι μου λένε. Η δουλειά καθεαυτή είναι μια μοναχική υπόθεση. Θέλω το χρόνο μου και δεν θέλω κανένα μάτι να με βλέπει. Θέλω να μαι αναπόσπαστος, να μη μ΄ενδιαφέρει ούτε το μάτι που κοιτάει, ούτε η ώρα που περνάει.
Ασχολείσαι με την επικαιρότητα; Φυσικά, παρακολουθώ ανελλιπώς τα πάντα.
Μαγειρεύεις; Όταν είμαι μόνος μου ναι. Μου αρέσει η κηπουρική. Αυτή την εποχή έχουμε τις βιολέτες, τα πιο ωραία λουλούδια.
Ποιος είναι αυτός ο καλλιτέχνης που θα ήθελες να τραγουδήσεις μαζί του; Ο Πίτερ Γκάμπριελ. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτός ο άνθρωπος.
Αναζητάς που και που αυτή την ισχύ των δισκογραφικών; Περνάω από τη Μεσογείων που ήταν όλες μαζεμένες και βλέπω ή ότι έχουν γίνει κάτι άλλο ή ακόμα είναι εκεί, κλειστά τα γραφεία. Θυμάμαι ν’ ανεβοκατεβαίνουν φορτηγά με εμπόρευμα και να φεύγουν χιλιάδες τα cd. Να υπάρχουν λεφτά, οι διευθυντές να κυκλοφορούν με τα ακριβά αυτοκίνητα. Υπήρχε ένα δέος και ένας πλούτος μαζί.
Εσύ δεν έκανες λεφτά; Δεν πέτυχα τη δισκογραφία στην πλήρη άνθηση. Πρόλαβα επτά χρόνια. Αν έβγαλα κάποια χρήματα ήταν από τις μουσικές παραστάσεις και τα πνευματικά δικαιώματα.
Την ψώνισες καθόλου με την επιτυχία της «Φωτοβολίδας»; Ε, βέβαια. Ήταν ένα σοκ. Είχα μια ψυχολογική ανισορροπία, μια έπαρση. Έγινα ξαφνικά ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο. Έμπαινα στην καφετέρια και ο κόσμος με κοιτούσε. Κάτι παθαίνει το ύφος σου από αυτό.
Ακόμα σε αναγνωρίζουνε όμως. Ναι, αλλά αναγνώρισα και εγώ τον εαυτό μου.
Υπάρχει ποτέ η πιθανότητα της πτώσης σε όλο αυτό; Όταν είσαι μέσα στα πράγματα το τηλέφωνο σου χτυπάει συνέχεια και υπάρχουν προτάσεις είναι καλά. Όταν αρχίσει και σιωπά αρχίζεις ν’ ανησυχείς αν σε ξέχασαν. Αυτά είναι που παθαίνεις με τη δημοσιότητα.
Τώρα το τηλέφωνο σου σε τι κατάσταση βρίσκεται; Είναι χρόνια πια που έχει ηρεμήσει και δεν χτυπά χωρίς λόγο. Έχω φύγει από αυτό το άγχος.