Η ιδέα ήταν να δοθεί η σκιαγράφιση της προσωπικότητας του ανθρώπου που πρωτοέφερε την πρακτική της ψυχανάλυσης στη χώρα και τόλμησε να κάνει μια ριζοσπαστική τομή στον τρόπο που αντιλαμβανόταν το ελληνικό κοινό τη λογοτεχνία, τα δύσκολα χρόνια των δεκαετιών 1930-50 στην Ελλάδα. Οι ημερομηνίες είναι σημαντικές για τον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Όπως και τα ονόματα. Στην αφήγησή του ξεχωρίζει η αντικειμενικότητα του ιστορικού, ανάμεικτη με την τρυφερότητα και την απέραντη εκτίμηση για τον πατέρα, αλλά και τον πληθωρικό, ευγενή καλλιτέχνη με τον οποίο έζησε ως τα 18 του, δηλαδή μέχρι το θάνατο του ποιητή το 1975.
Πώς ήταν η εμπειρία της ενηλικίωσής σας δίπλα στην πολυσχιδή προσωπικότητα του πατέρα σας; Γεννήθηκα το 1957 και ο πατέρας μου τότε ήταν 56 ετών, δηλαδή σχετικά μεγάλος για πατέρας. Είχε άσπρα μαλλιά από νωρίς και στο δρόμο εκείνοι που δεν μας ήξεραν, 9 στις 10 φορές νόμιζαν ότι ήταν ο παππούς μου. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, είχα άμεση επαφή από τον πατέρα για τα γεγονότα και πριν το 1910. Το οποίο έκανε μια διαφορά σε βάθος ιστορικό, καθώς δεν διαμεσολαβείται η διήγηση από μια ενδιάμεση γενιά. Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αγγλία και έγινε ο πρώτος ψυχαναλυτής στην Ελλάδα – είχε αποφασίσει μάλιστα να γίνει ψυχαναλυτής από το 1930 περίπου, όπως φαίνεται και από ένα γράμμα προς τη μητέρα του, πριν εκδόσει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο το 1935. Ο ίδιος έκανε διδακτική ψυχανάλυση, αφού πρώτα τελείωσε την προσωπική του ψυχανάλυση, με τον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος ήταν ένας από τους ιδρυτές της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων. Αυτό προσέδωσε την ιδιαιτερότητα στην πολυπλοκότητα του ατόμου του, κάτι που ένα μικρό παιδί μπορούσε να καταλάβει αμέσως. Βέβαια, δεν μου απαριθμούσε γνώσεις. Ήταν ένας ήπιος και καλός μπαμπάς. Είχε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και εγώ έπαιζα με τα βιβλία του. Τα έκανα κάστρα και δεν με μάλωνε γι’αυτό, παρόλο που του κατέστρεφα πολλά. Αλλά σιγά-σιγά άρχισα να ενδιαφέρομαι για τα ίδια τα βιβλία και η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο ήρθε μέσα από τις δύο μεγάλες παγκόσμιες γεωγραφίες του 19ου αιώνα του Μάλτε-Μπρουν και του Ελιζέ Ρεκλού. Ήταν πολύ μεγάλα βιβλία, πολύ κατάλληλα για κάστρα, οπότε τα έβγαζα συχνά από τη βιβλιοθήκη και είχα την πιο μεγάλη σχέση με αυτά. Αυτό ήταν το ένα. Το άλλο ήταν ότι από σχετικά μικρή ηλικία ήξερα ότι ήταν ψυχαναλυτής και ποιητής. Αλλά δεν μιλούσε πολύ για τον εαυτό του και δεν τον ενδιέφερε να δείχνει την ευρυμάθειά του. Οπότε μεγαλώνοντας εγώ, όταν είχα πλέον τη συγκρότηση και τις γνώσεις, τον ρωτούσα πράγματα για πνευματικά ζητήματα, πέρα από τα βιβλία που έβλεπα. Για την ψυχανάλυση και τον υπερρεαλισμό, για τον Μπρετόν και τη σχέση του με τους άλλους υπερρεαλιστές. Και φυσικά γνώριζα τους φίλους του που πριν τη δικτατορία έρχονταν σπίτι. Από το 1967 και έπειτα έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε τάση από πριν, αλλά με τη χούντα εντάθηκε. Σε μεγαλύτερη κατάθλιψη οδηγήθηκε γιατί πολλοί από τους πιο στενούς φίλους των γονιών μου της παιδικής μου ηλικίας, ή έφυγαν στο εξωτερικό ή πέθαναν και έτσι έχασε τον κύκλο του. Ο Νάνος Βαλαωρίτης έφυγε στο εξωτερικό, ο Γιώργος Μακρής αυτοκτόνησε, ο Τσαρούχης έφυγε στη Γαλλία, ο Ελύτης στη Γαλλία. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγει γιατί πίστευε ότι αν δεν διώκεσαι στη χώρα σου δεν φεύγεις. Δεν ήθελε να με σταματήσει και από το σχολείο μου εδώ. Οπότε δεν φύγαμε.
Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό. Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία.
Κοινωνικά πως αντιμετωπίστηκε το γεγονός ότι ο πατέρας σας ήταν ψυχαναλυτής; Είναι λίγο πολύ γνωστό ότι υπήρξε έντονη καχυποψία στη Ελλάδα σχετικά με την ψυχανάλυση. Η πρώτη κλασική φροϋδική ψυχανάλυση έγινε στο γραφείο του πατέρα μου που άνοιξε στην αρχή της λεωφόρου Κηφισίας, όπως λεγόταν τότε η Βασιλίσσης Σοφίας. Κηφισίας 6, στη ροζ πολυκατοικία τον Ιανουάριο του 1936, και ήταν το πρώτο ψυχαναλυτικο γραφείο στην Ελλάδα. Εκείνη την εποχή η ψυχανάλυση δεν ήταν διαδεδομένη. Είχε αναφερθεί σε αυτή ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, όπως και ο Νικόλας Κάλας, ως νεαρός δοκιμιογράφος και κριτικός στα δοκίμιά του τα πολύ καλά του Μεσοπολέμου. Η επαφή του κόσμου με την ψυχανάλυση ήταν μικρή γιατί υπήρχε καχυποψία και από την αριστερά και από τη δεξιά, εξίσου μεγάλη, παρόλο που είχαν μεταφραστεί λίγα έργα του Φρόυντ και κύριως του φροϋδομαρξιστού Βίλχελμ Ραϊχ.
Του “φροϋδομαρξιστού” λέτε. Πώς συνδέεται η πολιτική με την ψυχανάλυση; Η ψυχανάλυση άνθισε στη Ρωσία τα προεπαναστατικά χρόνια και μέχρι το 1924, όπως ανθούσε στην Αυστρία, Γερμανία, Αγγλία, αλλά όχι στη Γαλλία. Οι πρώτοι κλασικοί ψυχαναλυτές που άρχισαν στη Γαλλία γύρω στο 1926-27, ήταν η Ευγενία Σοκολνίτσκα, η Μαρία Βοναπάρτη, μη-γιατρός, ο Ρενέ Λαφόργκ, γιατρός και ψυχαναλυτής του πατέρα μου και άλλοι. Το 1927 στη Ρωσία το σοβιετικό καθεστώς καταργεί την ψυχανάλυση, μετά τον διωγμό του Τρότσκι, που μέχρι ενός σημείου την προστάτευε. Οι Ρώσοι ψυχαναλυτές έφυγαν και πήγαν στις Δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ ή στο Ισραήλ. Τον πατέρα μου τον ενδιέφεραν πολύ αυτά και μιλούσε για την κοινωνική πλευρά της ψυχανάλυσης. Αλλά η ελληνική αριστερά ήταν εναντίον, όπως και όλα τα επίσημα κόμματα από τη στιγμή που καταργήθηκε στη Ρωσία. Η βασική ένσταση εκεί ήταν ότι η ψυχανάλυση ασχολείται με το ατομικό ασυνείδητο και όχι με την κοινωνία. Η ένσταση αυτή αντανακλάται και στην άποψη την οποία είχαν για την ψυχανάλυση ως “μπουρζουάδικη” επιστήμη. Προσπάθησε ο πατέρας μου, κατόπιν προτροπής της Μαρίας Βοναπάρτη, να θεσμοποιηθεί επίσημα η ψυχανάλυση. Δεν είχε καμιά ανταπόκριση. Ήταν αρνητικά διακείμενοι το επίσημο κράτος και ο ιατρικός σύλλογος στις προσπάθειες αυτές. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο πατέρας μου ήταν ψυχαναλυτής, μέλος της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας των Παρισίων, συμμετείχε στο15ο παγκόσμιο ψυχαναλυτικό συνέδριο, το πρώτο που έγινε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1938 και έχουμε και τη φωτογραφία του που ανακαλύψαμε πρόσφατα. Ολοκλήρωσε την ψυχαναλυτική του μελέτη που έπρεπε να γράψει για να γίνει πλήρες μέλος το ΄49-50. Και τη δημοσίευσε στο περιοδικό της Societe Psychanalytique de Paris το 1951. Επίσης, μεταφράστηκε στα ελληνικά μαζί με άλλα ψυχαναλυτικά κείμενα το 2001.
Ποια ήταν λοιπόν η μοίρα του πατέρα σας ως πρώτου ψυχαναλυτή στην Ελλάδα και τι απέγινε η ψυχανάλυση γενικότερα; Ο πατέρας μου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ψυχανάλυση το 1951 μετά από απειλή της αστυνομίας. Οι απειλές ήταν προφορικές, αφού δεν υπάρχει κανένα γραπτό εύρημα στην αστυνομία, καμία καταγραφή που να τις αποδεικνύει. Ήταν προσωπική απειλή που εκπορευόταν πιθανότατα, είτε από τον ιατρικό σύλλογο, είτε από κάποια ομάδα πίεσης που αντιστεκόταν στην εισαγωγή της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα. Ο ίδιος έπρεπε να σταματήσει να λειτουργεί το γραφείο του, αφού ζήτησε έξι μήνες για τον απογαλακτισμό των ασθενών. Και οι δύο άλλοι ψυχαναλυτές που είχαν κάνει διδακτική ψυχανάλυση με τον πατέρα μου, υπό την εποπτεία της Μαρίας Βοναπάρτη, ο Δημήτρης Κουρέτας και ο Γιώργος Ζαβιτσιάνος, αναγκάστηκαν να εξασκούν ως ψυχίατροι και όχι ως ψυχαναλυτές. Τελικά ο Ζαβιτσάνος δεν άντεξε και έφυγε στη Αμερική. Έτσι, άργησε άλλα τριάντα χρόνια η πραγματική εμφάνιση της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, μέχρι την αρχή της δεκαετίας του ΄80 με το άνοιγμα πολλών ψυχαναλυτικών γραφείων.
Πώς συνδυάστηκε η πορεία του ψυχαναλυτή με εκείνη του υπερρεαλιστή ποιητή στη ζωή του πατέρα σας; Έγραφε ποιήματα παλαμικά, κλασικού τύπου από πολύ νέος. Και διάβαζε πάρα πολλή ποίηση ελληνική, αγγλική, γαλλική, ρωσική, δηλαδή στις γλώσσες που ήξερε καλά. Έγραφε στη δημοτική και μάλιστα στη “μαλλιαρή” δημοτική γιατί ήταν μαθητής του Ψυχάρη. Υπήρξε και μεγάλος θαυμαστής του Παλαμά. Μάλιστα τον είχε επισκεφθεί μία, δύο, ίσως και περισσότερες φορές. Τον αναφέρει ο Παλαμάς, γράφοντας σε έναν φίλο του, “ήρθε σήμερα ο κ. Εμπειρίκος” και υπάρχει και φωτογραφία αφιερωμένη από τον Παλαμά. Μετά άλλαξε τεχνοτροπία ο ίδιος, γράφοντας πιο μοντέρνα ποίηματα, χωρίς ακόμα να έχει αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει την πορεία του ποιητή και της λογοτεχνίας. Όταν γνώρισε τους υπερρεαλιστές τον Ιανουάριο του ΄33 άλλαξε ριζικά τεχνοτροπία, χωρίς ακόμα να έχει γίνει μέλος της υπερρεαλιστικής ομάδας. Μεταξύ 1933-34 γράφει μια συλλογή αυτής της τεχνοτροπίας, που περιγράφει ο ίδιος στο “Αμούρ-αμούρ” στα “Γραπτά”. Θα εκδοθεί φέτος από τις εκδόσεις Άγρα μια συλλογή αυτής της εποχής που την ονόμασε το 1970 περίπου “Προϊστορία ή καταγωγή” – χωρίς όμως να έχει βρει ο ίδιος το σύνολο των ποιημάτων. Την πλήρη συλλογή την βρήκαμε αργότερα. Ήταν έτοιμη προς έκδοση από το 1934 με τα ποιήματα αυτά που έγραψε πριν την “Υψικάμινο”. Ένα από αυτά εκδόθηκε σε ξεχωριστό βιβλιαράκι (εκτός εμπορίου) από τις εκδόσεις Άγρα με τίτλο “Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου” το 2009. Τη συλλογή αυτή δεν την τύπωσε το ΄34 γιατί μέσα στο 1933 συνδέεται πια με την υπερρεαλιστική ομάδα. Παραιτείται τότε από τις οικογενειακές επιχειρήσεις για ιδεολογικούς λόγους, γιατί είχε γίνει αριστερός, όπως επίσης και για οικογενειακούς, γιατί προστάτευε την μητέρα του που την είχε εγκαταλείψει ο πατέρας του. Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να μην εκδόσει τη συλλογή αυτή, για να εμφανιστεί με την “Υψικάμινο” και να είναι το πρώτο του βιβλίο το πρώτο υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Να μην έχει “προϊστορία”. Ο υπερρεαλισμός και η ψυχανάλυση διασταυρώνονται λόγω του απελευθερωτικού προτάγματος και των δύο, λόγω του ασυνειδήτου. Η ψυχανάλυση έχει ως σκοπό τη θεραπεία του ανθρώπου από τις “ψυχονευρώσεις” και την ομαλότερη ένταξή του στην κοινωνία και εξ ΄αυτού είναι συντηρητικότερη από τον υπερρεαλισμό. Όμως, για τον πατέρα μου, η απόλυτη επένδυση στη δυναμική της λίμπιντο την έβαζε δίπλα στον υπερρεαλισμό ως κοσμοθεωρία.
Στην επόμενη σελίδα: η σύλληψη από τον ΕΛΑΣ και η Νέα Αριστερά
Page: 1 2