Το παρελθόν *****

Γαλλία, Ιταλία, 2013, Έγχρωμη

Σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί

Πρωταγωνιστούν: Μπερενίς Μπεζό, Ταχάρ Ραχίμ, Αλί Μοσάφφα

Διάρκεια: 130’

Δεν πάει και πολύς καιρός από τότε που το Ένας Χωρισμός του Ασγκάρ Φαραντί συγκλόνισε με την επιδέξια σύμμειξη του κοινωνικών και whodunnit στοιχείων. Τα βλέμματα στράφηκαν προς Ιράν ενώ του αποδιδόταν το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας και όσοι χρήστηκαν φαν έμεναν να περιμένουν την επόμενή του κίνηση. Και η κίνηση αυτή έρχεται τώρα, λέγεται Το Παρελθόν και μιλάει γαλλικά.

Τέσσερα χρόνια μετά το χωρισμό τους, ο Ιρανός Αχμάντ επιστρέφει στο Παρίσι για να βάλει την υπογραφή που θα καταστήσει τον ίδιο και την πρώην γυναίκα του, Μαρί, διαζευγμένους. Έρχεται προ αιφνίδιων αποκαλύψεων όταν μαθαίνει πως η Μαρί έχει συνάψει σχέση με το νεαρό Άραβα Σαμίρ, του οποίου το παιδί κυοφορεί.

Και από εκεί ξεκινά ένα πισωγύρισμα, το οποίο προσπαθεί να εξηγήσει συμπεριφορές και επιλογές των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών (ιδίως του μικρού γιού του Σαμίρ και της μεγάλης κόρης της Μαρί), δένοντας ένα λεπτομερές backstory χωρίς το οποίο κανείς από αυτούς δε θα ‘χε έρθει κοντά.

Τα πάντα αγαπητά στοιχεία του φαραντικού κινηματογράφου είναι παρόντα. Εξαιρετικές ερμηνείες από ολόκληρο το καστ, είτε πρόκειται για μεγαλύτερους είτε για νεότερους ηθοποιούς, δουλεμένες στην εντέλεια λεπτομέρειες με νόημα μεγαλύτερο από τη διάρκειά τους (οι περισσότερες αφορούν στη μνήμη του παρελθόντος), αισθητικές επιλογές που δείχνουν μάτι δυνατό στη μεταφορά, ικανοποιητικές ποσότητες σασπένς στο δέσιμο της ιστορίας και μια περίτεχνη ανάλυση του ψυχολογικού φόρτου που έπεται παρελθοντικών λαθών.

Προκειται για μια ευφυέστατη ταινία. Αλλά όταν ένας σκηνοθέτης δείχνει νωρίτερα τα χαρτιά του, τα ζεύγη πάντα φαίνονται μικρά μπροστά στο φλος ρουαγιάλ.

Ένα πραγματικά αναγνωρίσιμο στυλ, ίδιον του δημιουργού, που εξηγεί το γιατί αποτέλεσε ένα τόσο φρέσκο όνομα δύο χρόνια πριν. Όμως το Παρελθόν έχει σημαντικές αδυναμίες, χωρίς να χρειαστεί να συγκριθεί με τον ασυναγώνιστο προκάτοχό του. Η whodunit πλευρά, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι μεστή και αρκούντως αγωνιώδης, η τελική λύση, που δίνεται με ένα απογοητευτικό στυλ του τύπου «ο μπάτλερ είναι ο δολοφόνος», θέτει το ζήτημα της τραγωδίας περισσότερο σε βάσεις καπρίτσιου παρά στο φόβο της επιβίωσης, τον οποίο θέλει να τονίσει.

Ταυτόχρονα, το πανανθρώπινο νόημα που προσπαθεί να δώσει συρρικνώνεται σημαντικά μέσα από μελό στιγμές, που προκαλούν συμπάθεια παρά ταύτιση με τα πάθη των ηρώων. Θεωρώ πως τελικά του Φαραντί του πηγαίνουν καλύτερα οι ξεφλουδισμένοι τοίχοι των ιρανικών κτιρίων και όχι τόσο το παρισινό αστικό τοπίο. Και αυτά είναι λόγια αγάπης, καθώς ο ανθρωπισμός στην ειλικρινή και καθόλου διδακτική μεριά τείνει να μείνει ένα είδος υπό εξαφάνισιν.

Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως δεν είναι ένα άρτιο δημιούργημα. Τουναντίον, προκειται για μια ευφυέστατη ταινία. Αλλά όταν ένας σκηνοθέτης δείχνει νωρίτερα τα χαρτιά του, τα ζεύγη πάντα φαίνονται μικρά μπροστά στο φλος ρουαγιάλ. Πληθωρικά, κερδίζουν, μα υπάρχει και ένα πέμπτο, περιττό χαρτί που τα κάνει να φαντάζουν ελλιπέστερα.

Εγώ, ο Απαισιότατος 2 *****

ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Πιέρ Κόφφιν, Κρις Ρενό

Με τις φωνές των: Στηβ Καρέλλ, Κρίστεν Βίιγκ, Μπέντζαμιν Μπρατ

Διάρκεια: 98’

Ο «απαισιότατος» Γκρου, 3 χρόνια μετά το ντεμπούτο του στο Εγώ, ο Απαισιότατος βρίσκεται πλέον στην αντίπερα όχθη. Παίρνει στα σοβαρά το ρόλο του χαζομπαμπά και αντικαθιστά τις ουσίες του εργαστηρίου, στο οποίο σχεδίαζε την κυριαρχία του με τη δική του παραγωγή φρουί ζελέ. Μέχρι που οι Μυστικές Υπηρεσίες του χτυπούν την πόρτα, ζητώντας του να συνεργαστεί με τη θεοπάλαβη ομορφούλα πράκτορα Λούσυ προκειμένου να αποτρέψουν μια έρπουσα απειλή παγκοσμίου κλίμακας.

Οι υψηλές προσδοκίες που ακολούθησαν το πρώτο μέρος της σειράς οδήγησαν σε υποθέσεις σχετικά με το αν θα επρόκειτο για αποτυχία, δεδομένων των απογοητευτικών συνεχειών των ταινιών καρτούν στην προηγούμενη δεκαετία (Toy Story εξαιρουμένου). Είναι το Εγώ, ο Απαισιότατος 2 ισάξιο του πρώτου; Όχι. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι απολαυστικό, έξυπνο και πολλές φορές ξεκαρδιστικό.

Στη μιάμιση ώρα που διαρκεί υπάρχουν σημεία που υστερούν, τα οποία, ευτυχώς είναι σαφώς λιγότερα σε σχέση με τις δυνατές στιγμές του. Ο Γκρου αν και παρουσιάζεται σχετικά πιο μονοδιάστατος και κλισεδιαρισμένος αυτή τη φορά, δείχνει να ανοίγεται περισσότερο στην ανθρώπινη κατάσταση και να μαθαίνει το τι εστί έρως, πολλές φορές μέσα από κωμικότατες καταστάσεις.

Τον πεσιμιστικό του χαρακτήρα συμπληρώνει η υπερενεργητική Λούσυ, με την οποία φτιάχνει ένα από τα πιο απολαυστικά καρτουνιστικά δίδυμα των τελευταίων χρόνων, έστω και αν ο έρωτάς τους προκύπτει μέσω μιας γρήγορης και ρουτινιάρικης φόρμουλας, η οποία ακολουθείται σχεδόν κατά κανόνα σε παρόμοιες ταινίες. Μιας και δεν πρόκειται περί υπαρξιακού δράματος που εξερευνά την ανθρώπινη ευαισθησία και την ψυχική χημεία του ατόμου, θα ήταν μάλλον άτοπο να θεωρηθεί κάτι τέτοιο ως ελάττωμα.

Είναι το Εγώ, ο Απαισιότατος 2 ισάξιο του πρώτου; Όχι. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι απολαυστικό, έξυπνο και πολλές φορές ξεκαρδιστικό.

Δεν δίνεται, επίσης, ιδιαίτερη σημασία στους δευτερεύοντες ήρωες, αλλά καθώς η πλοκή είναι τόσο σφιχτοδεμένη, αυτό το «ψέγμα» καταφέρνει να περάσει απαρατήρητο και να συνειδητοποιηθεί μετά τη λήξη της προβολής. Που πλέον δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

Επιπλέον, τα minions του Γκρου αυτή τη φορά μοιάζουν πιο κάφρικα από ποτέ. Ενεργητικότατα, άτσαλα, βίαια και καθόλα αστεία, αυξάνουν την κωμική φύση της ταινίας είτε στηριζόμενα σε σλάπστικ χωρατά είτε σε χιούμορ περισσότερο «ενήλικης» φύσεως (να περιμένετε πολύ μεθάνιο εκ μέρους τους).

Και μιας και έγινε λόγος για ενήλικες, οι μεγαλύτεροι ηλικιακά που θα παρευρεθούν σε κάποια προβολή της ταινίας, θα έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν μια σειρά από φόρους τιμής στο παρελθόν. Τόσο σε κινηματογραφικό επίπεδο (βρείτε όλες τις αναφορές σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας) όσο και στην ποπ κουλτούρα περασμένων χρόνων.

Σίγουρα αυτές οι αναφορές δεν απευθύνονται σε παιδιά και μπορεί να αποτελέσουν από κάποιους εφαλτήριο για κριτική περί λανθασμένης χρήσης χιούμορ και επίδειξης γνώσεων σε λάθος μέσο και κοινό, αλλά για να πει κανείς κάτι τέτοιο πρέπει να αναλογιστεί αν υπάρχει πραγματικά λόγος να το πει.

Μπορεί να μην έχει τη συγκινητική ζεστασιά και τη λίγο μεγαλύτερη εξερεύνηση χαρακτήρων της πρώτης ταινίας, ούτε την «αλητεία» και τη φυτουκλίστικη coolness του αντίπαλου «Megamind», μα καταφέρνει να σταθεί στο ύψος της, έστω και ένα σκαλί κάτω. Καθόλου πρωτότυπη, εγγυημένα ψυχαγωγική, με μεγάλη αξία επαναπαρακολούθησης.

Στην επόμενη σελίδα: Επικίνδυνη Οικογένεια  και Ο Τελευταίος Εξορκισμός: Μέρος 2ο

Page: 1 2 3

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας