Ο Βασίλης Ζηλάκος ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου και βιβλιοπωλείου Κουκούτσι κατάγεται από την Μάνη και την Καππαδοκία και οι ρίζες αυτές δίνουν το δικό τους στίγμα στον φιλόξενο χώρο επί της Διδότου 18 καθώς τα περισσότερα αντικείμενα της διακόσμησης αποτελούν οικογενειακά κειμήλια. Μάλιστα, με το που μπαίνει κανείς στο βιβλιοπωλείο στον δεξί τοίχο βλέπει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία των αρχών του περασμένου αιώνα, όπου ο παππούς του Βασίλης Χατζηελευθεριάδης ποζάρει μπροστά από παντοπωλείο της Κωνσταντινούπολης, όπου εργαζόταν. Άλλωστε στον Βασίλη αρέσει η Μέση Ανατολή, έχει ταξιδέψει στη Συρία, το Λίβανο και την Τουρκία κι ένας από τους εκδοτικούς του στόχους είναι να εξοικειώσει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με λογοτεχνίες της Μέσης Ανατολής.
Το σεκρετέρ στη βιτρίνα, το τραπεζάκι με τις λεπτομέρειες από ελεφαντόδοντο, το ξύλινο μπαούλο και τα ανατολίτικα κιλίμια σχηματίζουν την εικόνα ενός παραδοσιακού σαλονιού σπιτιού περασμένων εποχών. Αυτή ακριβώς ήταν η επιδίωξη του Βασίλη, να δημιουργήσει μια αίσθηση οικειότητας, να βρεθεί κάποιος μέσα στο βιβλιοπωλείο και να νιώσει όσο άνετα νιώθει όταν διαβάζει το βιβλίο του βυθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ο χώρος βρίσκεται ακόμη υπό διαμόρφωση, άλλωστε άνοιξε μόλις στα αρχές Φεβρουαρίου. Όπως με πληροφορεί ο Βασίλης έχουν ήδη προγραμματιστεί εκθέσεις φωτογραφίας ενώ πολύ πιθανόν να λάβουν χώρα και εκθέσεις εικαστικών.
Ο Βασίλης ξεκίνησε να εκδίδει το λογοτεχνικό περιοδικό «Κουκούτσι» το 2009, στην έναρξη της κρίσης, σπάζοντας κατά κάποιο τρόπο την παράδοση των παλαιότερων αντίστοιχων περιοδικών που στην πλειονότητα τους δημιουργήθηκαν με την μεταπολίτευση. Αυτή την περίοδο κυκλοφορεί το δέκατο τεύχος του που εστιάζει στην ποίηση και στο δοκίμιο, ενώ στις σελίδες του μπαίνει σταδιακά η φιλοσοφία και το ταξιδιωτικό διήγημα. Ο ίδιος ο Βασίλης έχει γράψει και εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε τρία συλλογικά έργα.
Το 2012 αποφάσισε να προχωρήσει στην ίδρυση μιας εκδοτικής μονάδας, μια τολμηρή απόφαση αν λάβει κανείς υπόψη την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά. «Ήθελα να υπάρχει μια ξεκάθαρη εκπροσώπηση της δουλειάς μου χωρίς να σημαίνει αυτό ότι η ουσία και ο σκοπός του συγκεκριμένου χώρου εξαντλούνται στο εμπορικό κομμάτι. Για εμένα είναι κάτι πολύ περισσότερο όλο αυτό. Είναι ρίσκο , το αναγνωρίζω», μου λέει και αναρωτιέμαι φωναχτά γιατί η κρίση υπονόμευσε ακόμη περισσότερο έναν πολύ φτηνό τρόπο ψυχαγωγίας, αφού ένα βιβλίο κοστίζει πολύ λιγότερο από μια βραδινή έξοδο. Ο Βασίλης πιστεύει ότι «ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες θα προτιμήσουν να ξοδέψουν 200 ευρώ στα μπουζούκια παρά να αγοράσουν ένα βιβλίο των δέκα ευρώ. Το αναγνωστικό κοινό είναι μικρό και θα παραμείνει μικρό». Μέχρι τώρα το Κουκούτσι έχει εκδώσει ποίηση αλλά ο άμεσος στόχος είναι να επεκταθεί στο δοκίμιο, στη φιλοσοφική μελέτη και στο πεζό μικρής φόρμας.
Στον εκδοτικό οίκο του Βασίλη όλη η δουλειά γίνεται επί τόπου, στον επάνω χώρο του βιβλιοπωλείου, με φροντίδα και αγάπη για την όλη διαδικασία, που δηλώνει μια ξεκάθαρη «εμμονή» στην έντυπη μορφή του βιβλίου. Ο Βασίλης δηλώνει οπαδός του έντυπου και όχι του ηλεκτρονικού βιβλίου καθώς θεωρεί ότι η λογοτεχνία είναι το είδος του λόγου που μας φέρνει πιο κοντά στη γη και η γη εκφράζεται μέσω του χαρτιού κι όχι ενός e-reader. Σχολιάζω ότι τους μικρούς εκδοτικούς οίκους χαρακτηρίζει η προσοχή στην λεπτομέρεια και ο Βασίλης συμφωνεί λέγοντας μου ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι των μικρών εκδοτικών οίκων είναι κατά κανόνα άνθρωποι του βιβλίου και των γραμμάτων, ενώ μεγαλύτερα μεγέθη όπως ο Ψυχογιός και ο Πατάκης λειτουργούν περισσότερο ως επιχειρηματίες και λιγότερο ως διανοούμενοι. «Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι και εμένα δεν με ενδιαφέρει το κέρδος από τη δουλειά μου αλλά η επαφή μου το περιεχόμενο, με το κείμενο είναι διαφορετική από τις περιπτώσεις που ανέφερα προηγουμένως», συμπληρώνει.
Ο Βασίλης έχει διαλέξει προσεκτικά τους 10 εκδοτικούς οίκους που βιβλία τους διατίθενται μέσω του βιβλιοπωλείου του. Μου αναφέρει μεταξύ άλλων την Κίχλη, την Περισπωμένη, το Ροδακιό, τον Ποταμό, την Ευρασία και τον Ηριδανό. Τον ρωτάω πόσο απαραίτητη είναι η συνεργασία ειδικά μεταξύ των μικρών οίκων προκειμένου να προάγουν το καλό βιβλίο και μου απαντά κατηγορηματικά «Είναι σχεδόν ανύπαρκτη όπως είναι σχεδόν ανύπαρκτη σε όλη την ελληνική κοινωνία. Είναι λες και υπάρχει πρόβλημα να αναγνωρίσεις την αξία του άλλου. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα να πω ότι ο καλύτερος εκδότης είναι ο Σωτήρης Σελαβής της “Περισπωμένης”, αφού κάνει την καλύτερη δουλειά. Ειδικά από τους παλιότερους εκδότες είναι απίθανο να ακούσεις κάτι τέτοιο, έχω παρατηρήσει ότι μόνο στους νεότερους υπάρχει ένα πνεύμα πιο δοτικό, πιο γενναιόδωρο». Τον ρωτώ να μου πει κάποιους Έλληνες ποιητές και πεζογράφους που εκτιμά και μου αναφέρει από πεζογράφους τον Κώστα Χατζηαντωνίου κι από ποιητές τον Αργύρη Χιόνη, τον Αντώνη Γκάντζη, τον Γιώργο Χρονά και από τη νεότερη γενιά ποιητών την Άννα Γρίβα, την Έλσα Κορνέτη, τον Γιάννη Λειβαδά και τη Λένα Καλλέργη και από νέους πεζογράφους τον Γιώργο Λαμπράκο.
Λίγο πριν το τέλος της συζήτησης μας κι αφού αναρωτιόμαστε αν κανείς μπορεί γίνει συγγραφέας επειδή θα κάτσει στα θρανία ο Βασίλης είναι κατηγορηματικός: «Όσον αφορά τη συγγραφή το κλάδεμα της ελιάς είναι πιο χρήσιμο από τις διάφορες σχολές δημιουργικής γραφής που έχουν ξεπηδήσει επειδή ο χ, ψ χρειάζεται ένα έξτρα εισόδημα ή επιθυμεί να ακουστεί το ονοματάκι του. Ας μη γελιόμαστε, αυτός είναι ο λόγος τις περισσότερες φορές. Θα επανέλθω όμως σε αυτό που σου έλεγα πριν επειδή εγώ κλαδεύω και ασχολούμαι με τη γεωργία. Στην ελιά κόβεις ή τα κλαδιά που ανεβαίνουν πάρα πολύ επάνω γιατί αυτά δε σου δίνουν καρπό ή τα κλαδιά που στρέφονται προς τα μέσα, γιατί αυτά πιάνουν δάκο∙ σκοτεινιάζει η ελιά, μαζεύει υγρασία, δεν παράγει καρπό. Κάπως έτσι είναι και το γράψιμο. Ο λόγος σου, όσο σκοτεινός, δύσκολος και ακατανόητος κι αν είναι, πρέπει να έχει διαφάνεια -την οποία οφείλεις να επιδιώξεις- και φωτεινότητα ενώ παράλληλα πρέπει να είναι ταπεινός και οικουμενικός, χωρίς έπαρση κι Εγώ».
Βιβλιοπωλείο Κουκούτσι, Διδότου 18