Ξεκίνησα για το κτίριο Τσίλερ της Αγίου Κωνσταντίνου, έχοντας δύο βεβαιότητες: ότι δεν με γοητεύει ιδιαίτερα το είδος της φάρσας και ότι ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος έχει πάντα έναν δικό του τρόπο να προσεγγίζει τα έργα, σεβόμενος πάντα τα κείμενα. Θα κατάφερνε η δεύτερη βεβαιότητα να ανατρέψει την πρώτη;
Η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ξεκινάει για φέτος, με την παράσταση που δεν πρόλαβε ν’ ανεβεί την περασμένη άνοιξη. Με την «Κυρία του Μαξίμ» του Ζωρζ Φεντώ σε σκηνοθεσία και μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου. Ένα έργο που έκανε πρώτη φορά πρεμιέρα στις 17 Ιανουαρίου 1899 και θριάμβευσε.
Κι αυτή τη φορά ο γιατρός Πετυπόν (Θανάσης Αλευράς), ο άνθρωπος που δημιουργεί και αντιμετωπίζει όλες τις παρεξηγήσεις και τα ανακατέματα που θα μπορούσε να φανταστεί στη ζωή του, και πάντα προσαρμόζεται, προσαρμόστηκε και στις συνθήκες του κορωνοϊού. Και ανεβαίνοντας στο ξεκίνημα του έργου στη σκηνή, κοιτάζει την πλατεία -που πλέον «χωράει» 170 θεατές- και με σαρκαστική επιδοκιμασία αναφωνεί: «Sold out»!
Κι από αυτό το σημείο ξεκινάει η ιστορία της Γαριδούλας (Γαλήνη Χατζηπασχάλη), που βρίσκεται έπειτα από μια βραδιά κραιπάλης στο περίφημο «Μαξίμ» στα δώματα του ευυπόληπτου κυρίου Πετυπόν, που προσπαθώντας να διορθώσει το ατόπημα της μέθης του και να εξηγήσει τ’ ανεξήγητα, βρίσκεται όλο και περισσότερο μπερδεμένος σε ένα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων, που όλο πάει να λυθεί κι όλο πιο πολύ μπερδεύεται. Η γνώριμη συνταγή της φάρσας. Με τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν, με τους διαρκώς διερχόμενους και μπερδευόμενους, με την ασταμάτητη κίνηση όλων.
Το κράτησε όλο αυτό ο Θωμάς Μοσχόπουλος, και παραλλήλως φρόντισε να τα φρεσκάρει: θεατρικά, σκηνογραφικά, δραματουργικά, κινησιολογικά, ερμηνευτικά. Οι πόρτες για παράδειγμα υπάρχουν, αλλά την ίδια στιγμή η Ευαγγελία Θεριανού φρόντισε να φτιάξει σκηνικά ανάλαφρα και παιγνιώδη (όπως οι απολαυστικοί καναπάδες χωρίς κάθισμα π.χ.), ενώ οι πίνακες που καλύπτουν τους «τοίχους» της οικίας Πετυπόν είναι ανατομικές λεπτομέρειες του ανθρώπινου σώματος, αφού το σώμα και οι επιθυμίες του πρωταγωνιστούν επίσης. Και μ’ ένα κλείσιμο του ματιού, αυτή τη φορά, σε λέξεις και φράσεις, που έχουν μπει στο λεξιλόγιό μας τους τελευταίους μήνες: στην κρεβατοκάμαρα που του κυρίου Πετυπόν, που κρύβεται η Γαριδούλα, δεν μπορεί να μπει κανείς γιατί είναι σε… καραντίνα! Και η υπηρέτρια Ετιέν (Ευαγγελία Καρακατσάνη) οδηγεί τους επισκέπτες να πλύνουν τα χέρια τους «πολύ σχολαστικά»! Και αυτομάτως αφήσαμε πίσω τις φορτωμένες σκηνικές προσομοιώσεις της Μπελ Επόκ και περάσαμε σε μια σύγχρονη μίνιμαλ σκηνική αισθητική, που χαρακτηριζόταν από ένα φινετσάτο χιούμορ.
Με τον ίδιο τρόπο, φρεσκάρισε και τη σκηνική εκφορά του έργου του Φεντώ. Εκανε διαφορετικό, θεατρικό, κομψό (ναι, μπορεί να γίνει) το τρεχαλητό των ηρώων του έργου, η σκηνή γύρω από το μεγάλο τραπέζι της δεξίωσης ήταν υποδειγματική και η συμβολή της Σοφίας Πάσχου στην κίνηση ήταν καθοριστική. Και καθοδήγησε τους ηθοποιούς του σε μια εντελώς διαφορετική εκφορά των διαλόγων, χωρίς κραυγές, αλλά με ένα υπαινικτικό όσο και ισχυρά παρόν χιούμορ. Στέκομαι ιδιαίτερα στον Θανάση Αλευρά, που είχε πολύ από το φινετσάτο χιούμορ του Ντίνου Ηλιούπουλου, και που είμαι σίγουρη ότι και ο Ζωρζ Φεντώ θα τον ήθελε για να ερμηνεύσει τον κύριο Πετυπόν· στη Γαλήνη Χατζηπασχάλη που έπιασε υψηλούς τόνους χιούμορ με εσωτερικότητα και σταθερότητα· στον Κώστα Φιλίππογλου, την Έμιλυ Κολινδρή και τον Θανάση Δήμου που βρέθηκαν στη σωστή θέση και απέδωσαν με άνεση και εμπειρία τους ρόλους τους· στις μικρές αλλά διακριτές εμφανίσεις της Ευαγγελίας Καρακατσάνη, του Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου και του Κώστα Κορωναίου, ενώ όλοι οι ηθοποιοί ακολούθησαν και στήριξαν τη σκηνοθετική ματιά. Διακριτή και σημαντική θέση είχε η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή στην παράσταση, ενώ τα βίντεο με εικόνες του Παρισιού της Μπελ Επόκ και τα κείμενα που τα συνόδευαν, αντί για το διάλειμμα που δεν υπάρχει πλέον, έγιναν μέρος της παράστασης.
Ναι, ο Θωμάς Μοσχόπουλος κατάφερε να μου άρει τις επιφυλάξεις που είχα για το είδος της φάρσας. Γιατί το φρεσκάρισε, το ταίριαξε με σύγχρονα «αξεσουάρ» και το έκανε μοντέρνο.
Και κάτι ακόμα που δεν αφορά μόνο αυτή την παράσταση, αλλά όλες: στο τέλος να χειροκροτάτε όλοι όσο πιο δυνατά μπορείτε. Για να καλυφθεί το κενό των χεριών που λείπουν.