H Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει σε μια σπονδυλωτή παράσταση δύο σπουδαία οπερατικά μονόπρακτα –ένα δραματικό, τον Πύργο του Κυανοπώγωνα σε νέα σκηνοθεσία του Θέμελη Γλυνάτση, και ένα κωμικό, τον Τζάννι Σκίκκι στη σκηνοθεσία του Τζων Φούλτζεϊμς–, τα οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν την ίδια χρονιά (1918) σε Βουδαπέστη και Νέα Υόρκη αντίστοιχα. Ή αλλιώς, το σκοτεινό, αιμοσταγές αριστούργημα του Μπέλα Μπάρτοκ θα συναντήσει την ανάλαφρη, ευφρόσυνη φάρσα του Τζάκομο Πουτσίνι.
«Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα του Ούγγρου συνθέτη Μπέλα Μπάρτοκ βασίζεται στο παραμύθι του Σαρλ Περρώ Ο Κυανοπώγωνας (1697). Η όπερα περιλαμβάνει μόλις δύο χαρακτήρες, τον Κυανοπώγωνα και την πιο πρόσφατη σύζυγό του, την Ιουδίθ. Καθώς θέλει να μάθει για το παρελθόν του συζύγου της, η Ιουδίθ ανοίγει μία- μία τις επτά πόρτες του κάστρου του Κυανοπώγωνα. Πίσω από καθεμία ανακαλύπτει έναν διαφορετικό κόσμο, τα αμύθητα πλούτη, τον ηρωισμό και τη δόξα του συζύγου της, αλλά επίσης πόνο, δάκρυα, αίμα και σκληρότητα. Το συμβολιστικό κείμενο του Μπέλα Μπαλάζ έδωσε την ευκαιρία στον Μπάρτοκ να συνθέσει μια από τις πιο εντυπωσιακές παρτιτούρες του, αξιοποιώντας τα ηχοχρώματα των οργάνων μιας εξαιρετικά μεγάλης ορχήστρας, η οποία περιλαμβάνει έως και τον επιβλητικό ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου, και η οποία αποτυπώνει με απίστευτη δύναμη καθεμία από τις μυστηριακές εικόνες του έργου».
Μένουμε στο πρώτο, με τον βραβευμένο και διεθνώς καταξιωμένο Βρετανός σκηνογράφο και ενδυματολόγο Λέσλι Τράβερς να δημιουργεί μια εντυπωσιακή σκηνική εγκατάσταση και απευθύνουμε τα ερωτήματα μας στον πολυμήχανο σκηνοθέτη του αιμοσταγούς μονόπρακτρου. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες που έτρεξαν προς το προσωπικό μας inbox «ο Θέμελης Γλυνάτσης δημιούργησε για τα δύο πρόσωπα του έργου ένα σύμπαν πολλαπλών πραγματικοτήτων, ψυχικών τραυμάτων, κρυμμένων αναμνήσεων και ανοίκειων χώρων».
Δύο οπερατικά μονόπρακτα μαζί. Είστε «υπεύθυνος» για το ένα. Σας έχει ξανασυμβεί να αναλάβετε το ήμισυ μιας παράστασης; Είναι η πρώτη φορά – και πρέπει να ομολογήσω πως δεν έχει καμία διαφορά με το να σκηνοθετεί κανείς ένα οποιοδήποτε άλλο έργο. Πόσο μάλλον όταν το ήμισυ είναι ο «Κυανοπώγωνας» του Μπάρτοκ, ένα έργο που η μικρή του διάρκεια (μόλις μια ώρα) συγκρούεται με την ιδιαίτερη πυκνότητα και συναισθηματική του ένταση και πολυπλοκότητα. Παρότι το έργο του Μπάρτοκ φαντάζει μικρό εν συγκρίσει με τον οπερατικό κανόνα, η αίσθηση που σου αφήνει είναι αυτή ενός μακροσκελούς έργου. Η καταβύθιση των δύο χαρακτήρων περνά τόσα διαφορετικά και συναρπαστικά στάδια που όλοι μας στεκόμαστε ενώπιον ενός «μεγάλου» έργου, ασχέτως της διάρκειας. Εδώ έγκειται και ένα από τα πρώτα δείγματα της ιδιοφυίας της μουσικής και δραματουργικής σύλληψης: η δεξιοτεχνική συμπύκνωση και η συμπίεση του μουσικού και θεατρικού υλικού δημιουργεί εν τέλει την αίσθηση του αχανούς.
Αναλάβατε το δραματικό «κομμάτι» του δίπτυχου. Πιστεύετε πως σας πάει περισσότερο από το κωμικό; Ομολογώ πως δεν έχω δοκιμαστεί πολλές φορές στην κωμωδία – και αυτό είναι έλλειμα. Η κωμωδία είναι ένα σύμπαν με τους δικούς της δραματουργικούς και παραστασιακούς κανόνες, και επουδενί δεν είναι υποδεέστερη από την τραγωδία. Αν όμως πρέπει να είμαι συγκεκριμένος σε ό,τι αφορά τον «Κυανοπώγωνα», έχω την υποψία πως μου «πάνε» τα έργα που θα τα χαρακτήριζα «ομιχλώδη», που βασίζονται δηλαδή, τόσο μουσικά όσο και κειμενικά σε αμφισημίες που συχνά δεν επιλύονται.
Ποια είναι αυτά τα στοιχεία που σας τράβηξαν σε αυτό το έργο; Το συγκεκριμένο έργο το ακούω εδώ και πάρα πολλά χρόνια, το έχω δει πολλές φορές στη σκηνή, και η ιστορία, τόσο στα πλαίσια της συγκεκριμένης όπερας όσο και στις εκατοντάδες αναδιατυπώσεις της, με έχει απασχολήσει πολύ. Η υφέρπουσα βία μιας ερωτικής ιστορίας που στη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιήθηκε για την ανατομία των σχέσεων είναι ιδιαιτέρως γοητευτική. Το βασικό μοτίβο του έργου, η αποκάλυψη των μυστικών του «άλλου», και η έκθεση αυτού του «άλλου» στην ευθραυστότητα της αλήθειας, θεωρώ πως είναι από τις πιο βασικές αγωνίες μιας ερωτικής σχέσης, και της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει. Αυτό είναι το κύριο στοιχείο που θέλω να αναδείξω: μια ερωτική ιστορία, να πλάσω με τους συνεργάτες μου μερικές «σκηνές από ένα γάμο» (αν και ο Μπάρτοκ έχει προνοήσει να μην μιλάει για ένα παντρεμένο ζευγάρι, αλλά ένα «παράνομο» ζευγάρι, μιας και η Ιουδήθ παρατά τον αρραβωνιαστικό της για να ακολουθήσει τον Κυανοπώγωνα).
Εντός αυτών των σκηνών, λοιπόν, η συμβατική πραγματικότητα σκιάζεται από την σχεδόν «μυθολογική» εισβολή υποσυνείδητων συμβόλων που ταράσσουν και εν τέλει αποσυναρμολογούν την πραγματικότητα αυτή. Ο καθένας μας αφήνει υποσυνείδητα θραύσματα στην επισφαλή επιφάνεια της πραγματικότητάς μας σαν προκλήσεις-αινίγματα για τον/την σύντροφό μας, τα οποία, εάν ερμηνευθούν προσεκτικά, όπως ερμηνεύει η Ιουδήθ τα σύμβολα του Κυανοπώγωνα, οδηγούν στην εμφάνιση του ά-λογου τμήματος της ψυχικής μας κατασκευής.
Στην μεταφορά αυτή ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσατε; Δύο είναι οι μεγάλες δυσκολίες: πρώτον, να αποδοθεί η αυθεντικότητα του ερωτισμού, και δεύτερον, να οδηγήσεις δυο ερμηνευτές σε μια διαδικασία εργασίας η οποία είναι ψυχικά κοπιαστική. Να οδηγήσεις, με άλλα λόγια, τους ερμηνευτές σε μια αρχική συνθήκη εξαιρετικής λεπτομέρειας, και μετά να τους αφήσεις να εξερευνήσουν και να φορτίσουν τη σκηνική πραγματικότητα με την δική τους ψυχική και συναισθηματική επινοητικότητα. Όταν έχεις να δουλέψεις με δυο ερμηνευτές επί σκηνής, είναι αναγκαίο να επιτρέψεις μια ελευθερία στην διάδρασή τους, ειδικότερα σε ένα έργο που βασίζεται τόσο στην εξερεύνηση ενός αρχιτεκτονήματος, του πύργου δηλαδή. Αυτή η αίσθηση του αποκαλυπτόμενου χώρου πρέπει όσο το δυνατόν να παραμείνει ζωντανή και ελαφρώς επικίνδυνη.
Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα είναι τελικά ένα έργο που απομακρύνεται συνειδητά από τη μυθολογία του serial killer; Προσωπικά θεωρώ αφελές να σκεφτεί κανείς πως ο Μπάρτοκ και ο λιμπρετίστας του, Μπέλα Μπαλάζ, επινόησαν ένα έργο για έναν serial killer. Μια τέτοια ανάγνωση μου φαντάζει επιφανειακή και ελαφρώς κιτς. Η δολοφονική βία του Κυανοπώγωνα είναι αμιγώς συμβολική στο έργο – το να θεωρήσει κανείς πως ο Μπάρτοκ εννοούσε αυτή την εγκληματική φύση ως κυριολεξία είναι, κατά τη γνώμη μου, παρερμηνεία. Θέλω να βασίσω την παράσταση σε μια σχεδόν πληκτική κανονικότητα, η οποία αποδομείται, και μέσω αυτής της αποδόμησης, θέλω να δείξω το πόσο περίπλοκη και συχνά αλλόκοτη και μυστηριακή είναι η πραγματικότητα που κάνουμε ό,τι μπορούμε να την παρουσιάσουμε ως φυσιολογική.
Διαβάζω πως τα κοστούμια είναι εμπνευσμένα από τη δεκαετία του 50. Αυτό σημαίνει πως τοποθετείτε το έργο εκείνη την εποχή; Η δεκαετία του 1950 ήταν μια βολική πηγή έμπνευσης για ένα ύφος που συνδυάζει ένα εξαιρετικά αυστηρό στυλ, το οποίο συγχρόνως όμως αποκαλύπτει όλες τις καμπύλες ενός σώματος. Είναι ταυτόχρονα ένα ύφος που συγκαλύπτει και αποκαλύπτει, ένας τρόπος αντιμετώπισης του ενδύματος ως συγκρατημένου και ταυτόχρονα ερωτικού. Με ενδιαφέρει μια αυστηρή επισημότητα η οποία αποδομείται από τον άκρατο ερωτισμό του έργου του Μπάρτοκ.
Υπάρχει κάτι που ανακαλύψατε για το έργο, μέσα από τη διαδικασία αυτής της παράστασης; Κάτι που ίσως δεν ξέρατε και ξαφνιαστήκατε; Κατ’ αρχάς, το έργο γράφτηκε στο πέρας μιας άκαρπης ερωτικής ιστορίας του Μπάρτοκ, και λίγο πριν παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Αυτή η μετάβαση από την ένταση μιας ατελέσφορης ερωτικής εμπειρίας σε έναν (μάλλον συμβατικό) γάμο ρίχνει έντονη τη σκιά της στο έργο, όπως και οι διάφορες μουσικές κωδικοποιήσεις που επινόησε ο Μπάρτοκ για να εγγράψει το ερωτικό του τραύμα στη όπερα. Έχει κάτι παράδοξα αυτοβιογραφικό το έργο αυτό, και κάτι ειλικρινά αυτό-ψυχαναλυτικό. Θεωρώ πως στον «Κυανοπώγωνα», ο Μπάρτοκ μας οδηγεί με λεπτό τρόπο να ψηλαφήσουμε την ερωτική του αγωνία, την ψυχική του συστολή και την έμφυτη τάση του προς τη μοναξιά. Το δεύτερο στοιχείο που έμαθα από την πιανίστρια που έχει αναλάβει τη μουσική προετοιμασία του έργου, τη Σοφία Ταμβακοπούλου, είναι πως μουσικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι μουσικές φράσεις, σε ό,τι αφορά τον ρυθμό, για παράδειγμα, του Κυανοπώγωνα και της Ιουδήθ, δεν συναντιούνται ποτέ – όλο το έργο είναι ένας διάλογος ο οποίος όμως δεν καταφέρνει ποτέ να εξισορροπήσει τις δυο πλευρές του. Με άλλα λόγια, το έργο είναι χτισμένο πάνω από ένα χάσμα, είναι μια επισφαλής άσκηση μουσικής και ψυχικής ισορροπίας.
Ο Μπάρτοκ χρησιμοποιεί το εκκλησιαστικό όργανο με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Πόσο σημαντικό είναι αυτό σε όλη τη σύνθεση; Το εκκλησιαστικό όργανο είναι μέρος μιας εξαιρετικά σύνθετης ενορχήστρωσης – ο Μπάρτοκ βάζει εκκλησιαστικό όργανο, ξυλόφωνα, μια ομάδα χάλκινων πνευστών από τη σκηνή, ανάσες που παραπέμπουν στους αναστεναγμούς του ίδιου του πύργου! Οι χρωματισμοί που απαιτούνται για να αποδώσει ο συνθέτης την πολυπλοκότητα του εσωτερικού των θυρών που ανοίγει η Ιουδήθ, η σημασία του ήχου, όχι μόνο ως μουσική αλλά ως συμβάν, οδήγησαν τον Μπάρτοκ σε μια ρηξικέλευθη προσέγγιση στη μουσική σύνθεση. Η μουσική είναι, κατά μια έννοια, αυτό που «δεν φαίνεται», είναι η εμπειρία του κρυφού.
Η περιέργεια της Ιουδίθ την οδηγεί σε αποκαλύψεις για τις οποίες ίσως μετά μετανιώνει. Πιστεύετε πως η ασφάλεια που γεννά η αλήθεια είναι αυτή τελικά που «κρύβεται» στην πλήρη γνώση της ή στο μέρος αυτής; Το 1971, ο φιλόσοφος Τζορτζ Στάινερ έγραψε ένα συναρπαστικό βιβλίο με τίτλο Στον πύργο του Κυανοπώγωνα: Λίγες Σημειώσεις για έναν Νέο Ορισμό της Κουλτούρας, το οποίο προλογίζεται με ένα απόσπασμα από την παρτιτούρα του Μπάρτοκ, και με το σημείωμα «Όσο αφορά τη θεωρία της κουλτούρας, βρισκόμαστε ακριβώς στο ίδιο σημείο με την Ιουδήθ του Μπαρτοκ, όταν ζητάει να ανοίξει η τελευταία πόρτα προς τη νύχτα» (μτφ. Σ. Βελέντζας). Η βασική θέση του Στάινερ, μελετώντας την μετα-Ναζιστική Ευρώπη, είναι πως το ιστορικό υποκείμενο βρίσκεται σε μια κατάσταση αμφιβολίας ενώπιον της τελικής αποκάλυψης της «νύχτας» που εμπεριέχει ο σύγχρονος πολιτισμός. Ως γνήσιος απόγονος του Διαφωτισμού, ο Στάινερ θεωρεί πως ουσιαστικά δεν υπάρχει επιλογή να μην ανοίξουμε την πόρτα προς τη νύχτα – η γνώση είναι νομοτέλεια, και η δικαιολογημένη αγωνία πριν το άνοιγμα δεν πρέπει να παραλύει την ορμή για γνώση.
Η Ιουδήθ είναι μέρος μιας συναρπαστικής οικογένειας μυθικών γυναικών (Πανδώρα, Ψυχή, Εύα) που παραβαίνουν τον νόμο για να μάθουν – και ενώ σαφώς μπορεί κανείς να εντοπίσει τον πολιτισμικό μισογυνισμό στις αφηγήσεις αυτές, πρέπει κανείς να παρατηρήσει πως άνευ της παραβίασης αυτής, η ιστορία δεν εξελίσσεται, μένει αιωνίως στάσιμη σε μια κατάσταση αιώνιας επαναληπτικότητας. Η ορμή για γνώση της Ιουδήθ είναι ο σπινθήρας για τη γένεση της ιστορικής εξέλιξης, της αφηγηματικής ροής, της γενναιότητας της «ανάγνωσης». Συνεπώς, παρότι η πλήρης εποπτεία είναι ουσιαστικά αδύνατη, και παρά τη γοητεία του κρυμμένου, η ορμή προς τη γνώση είναι αυτή που μας βγάζει από την αδράνεια της απώθησης και μας οδηγεί στην εξελικτικότατα της ιστορίας – ασχέτως του τιμήματος.
Πως ήταν η συνεργασία με τους δύο πρωταγωνιστές σας. Τον βαθύφωνο Τάσος Αποστόλου και την υψίφωνο Βιολέττα Λούστα; Με τον Τάσο Αποστόλου έχουμε ξαναδουλέψει, και θεωρώ πως μας ενώνει μια σπάνια αλληλοκατανόηση, που συχνά δεν χρειάζεται να εκφραστεί καν με λόγια. Υπάρχει μια υπέροχη σιωπή στη συννενόησή μας και μια εξαιρετικά χρήσιμη ανταλλαγή ιδεών και προσεγγίσεων. Με τη Βιολέττα Λούστα δουλεύω για πρώτη φορά, και ανακάλυψα μια ερμηνεύτρια με ένα δαιμονικό ένστικτο σκηνικού αυτοσχεδιασμού και θεατρικής αίσθησης. Η ομάδα μας, θέλω να πιστεύω, χαρακτηρίζεται από την ηρεμία, τον σεβασμό και το χιούμορ. Και φυσικά από τη σκληρή δουλειά. Είναι χαρά μου και μεγάλη μου τιμή που αυτοί οι δυο ερμηνευτές με εμπιστεύονται σε αυτό το μάλλον άβολο ταξίδι προς τα έγκατα του πύργου του Κυανοπώγωνα.
Ο πύργος του Κυανοπώγωνα – Μπέλα Μπάρτοκ
Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Σκηνικά, κοστούμια: Λέσλι Τράβερς
Κινησιολογία: Κατερίνα Γεβετζή
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Προβολές: Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση
Ηχητικός σχεδιασμός: Τάσος Τσίγκας
Κυανοπώγωνας: Τάσος Αποστόλου
Ιουδίθ: Βιολέττα Λούστα