Ο Ιλάν Σολομών έχει γράψει τη δική του υπέροχη ιστορία στην ελληνική μουσική σκηνή, είτε ως παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών, είτε ως διοργανωτής συναυλιών, είτε ως πολυπράγμων άνθρωπος της μουσικής που την υπηρετεί με οποιονδήποτε τρόπο. Όπως ακριβώς κάνει και τώρα, με το βιβλίο του «Το μπλουζ του Big John» – πάντα με αγάπη, βαθιά γνώση, αλλά και έναν διαχρονικό, νεανικό ενθουσιασμό που τον μοιράζεται γενναιόδωρα.

Μια συνέντευξη μαζί του εξελίσσεται πολύ γρήγορα σε χειμαρρώδη συζήτηση, με τον ίδιο να απεχθάνεται τον συνήθη πληθυντικό και να μου ξεκαθαρίζει: «Ιλάν σκέτο!». Ιλάν σκέτο, λοιπόν, και με πολλή, πολλή ουσία. Αλλά και με άκρως ενδιαφέρουσες αναμνήσεις από μια ολόκληρη εποχή, μαζί με μερικές ανεκτίμητες, απολαυστικές μαρτυρίες για κάποιους από τους διαμορφωτές της – τότε που η μουσική, δεν ήταν απλώς μια εμπειρία…

Ιλάν, πώς μπήκε η μουσική στη ζωή σου; Πότε συνειδητοποίησες πόσο σημαντική είναι για σένα; Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που απέκτησες;

Ένα ηλεκτρόφωνο Tepaz στην αρχή κι ένα πικάπ Dual στα 60’s έπαιζαν τους δίσκους που ο ακροατής του Τρίτου φιλόμουσος πατέρας αγόραζε από τη Λέσχη του Δίσκου της οδού Ακαδημίας. Ανάμεσά τους και λίγη τζαζ: Sarah Vaughan, Count Basie Big Band, Dave Brubeck Quartet…

Όταν όμως, στα 13, πήγα να ζητήσω το Wes Montgomery Trio που είχα ακούσει το προηγούμενο βράδυ στον «Αμερικάνο», τον ραδιοσταθμό της Βάσης του Ελληνικού, η απορία ήταν εύλογη: «Είσαι σίγουρος, νεαρέ;». Θύμωσα. «Εγώ αυτόν θέλω!» του απαντάω με πείσμα. Με τις 120 δραχμές που είχα στην τσέπη, πήρα στο σπίτι και το EP με το The Jive Samba του Cannonball Adderley Sextet που, από τα πολλά παιξίματα, το… έλιωσα!

Το βράδυ εκείνο του ζεστού καλοκαιριού του 1967, ο 16χρονος μαθητής που μελετούσε μέχρι αργά για το «Ακαδημαϊκό», άκουσε τη βαθιά φωνή του Willis Conover από την “Jazz Hour” του, να αναγγέλλει τον ξαφνικό θάνατο του John Coltrane. Ο μαθητής δάκρυσε. Κι ο Trane, από τότε ζει μες τη ψυχή μου…

Πώς βρέθηκες να διοργανώνεις περιοδείες καλλιτεχνών και μουσικά φεστιβάλ; Τι κρατάς από εκείνα τα χρόνια, τις σχέσεις σου με τους καλλιτέχνες, τις περιοδείες στην επαρχία;

Από τους Mastersounds των σχολικών χρόνων, μέχρι τη Machine Band του Πολυτεχνείου, μεσολάβησαν λίγα χρόνια. Για ένα μόνο φεγγάρι «κρουστός» στα latin κομμάτια του φοιτητικού σχήματος, βασικό μου μέλημα ήταν η διοργάνωση των εμφανίσεών μας στις χοροεσπερίδες στο Χίλτον ή το King George και των συναυλιών στα Μουσικά Πρωϊνά, στα Κυριακάτικα σινεμά Αθήνας ή Πειραιά αρχικά, και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, τα Σαββατοκύριακα.

Με την πείρα να γίνεται δουλειά, ακολούθησαν οι περιοδείες με τη λαμπερή κι ιδιαίτερα δημοφιλή Μαρίζα Κωχ και με τους χαρντ ροκ τεχνίτες των Socrates (drank the conium): τον Γιάννη Σπάθα, τον Αντώνη Τουρκογιώργη και τον Γιώργο Τρανταλίδη. Και μετά τον στρατό, οι συναυλίες με τον σταυραετό της Κρήτης, τον λεβέντη Νίκο Ξυλούρη που μας άφησε τόσο άδοξα, και τόσο νωρίς.

Πολλά τα απρόοπτα και οι αποτυχίες, και πιο πολλές οι χαρές, οι επιτυχίες σε αυτές τις «πρωτόγονες» συναυλίες. Κι αν κάτι μένει από όλα αυτά, είναι μια νοσταλγία για όσους και όσα έφυγαν και μια θερμή φιλία, έστω κι από μακριά. Μαριζόνι, να ’σαι καλά! Κι εσύ Γιώργο και Αντώνη, εύχομαι πολλά χρόνια ακόμα να γελάμε με το πάθημα εκείνης της πρώτης ηλιόλουστης Πρωτομαγιάς που ο Βόλος άδειαζε με κάθε δυνατό μεταφορικό μέσο κι εμείς μπαίναμε για την πρωϊνή συναυλία μας στο «Αχίλλειον» της παραλίας.

Η κραυγή «μια βροχή μας σώζει!» που βγήκε απ’ τα σπλάχνα μου, έγινε αναγνωριστικό σύνθημα, ευκαιρία για αγκαλιές και καζούρα, όταν συναντιόμασταν πολλά χρόνια μετά, στο ΡΟΔΟΝ club ή στο θέατρο του Λυκαβητού, στα θριαμβευτικά revivals της ιστορίας των Socrates.

Μίλησέ μας για τα μεγάλα φεστιβάλ της νεολαίας του Ρήγα Φεραίου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Σε αυτά συμμετείχαν πολλές μουσικές μορφές όπως ο Νικόλας Άσιμος, ο Πάνος Τζαβέλλας, η Γλυκερία, αλλά και ο Παύλος Σιδηρόπουλος.

Ένα μικρό κόμμα, μια αισιόδοξη μαχητική νεολαία με μακριά ιστορία κι ένας κόσμος με αισθητική που απορροφούσε όπως οι μέλισσες το νέκταρ τα πολιτιστικά βράδια στο Νέο Φάληρο. Μυριάδες που συναντούσαν ό,τι πιο καλό είχαν να δώσουν οι καλλιτέχνες της εποχής, από πίστα σε πίστα, από μια έκθεση εικαστικών σε μια θεατρική σκηνή, σ’ ένα στέκι νεολαίας, ένα αυτοσχέδιο ταβερνάκι, μέχρι μια… επεισοδιακή ροκ εν ρολ συναυλία. Τότε που, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αυγής-Θούριου, οι χεβιμεταλλάδες των Δυτικών προαστίων σπάγανε μπουκάλια στα κεφάλια των new wave οπαδών των πολλά υποσχόμενων Last Drive του Αλέξη Καλοφωλιά κι αποχωρούσανε θιγμένοι, ομαδικά. Τίμια παιδιά, ασυμβίβαστα!  

Με τον Σιδηρόπουλο είχες μια πιο στενή σχέση, πες μας για αυτήν, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Τι υπήρχε τότε που έκανε τη διαφορά σ’ εκείνη τη ροκ γενιά;

Πρωτεργάτης της Ελληνόφωνης ροκ σκηνής, ο Παύλος αγαπήθηκε πολύ. Και αγάπησε, και παραδόθηκε στα πάθη του ναρκισσισμού του. Γι’ αυτό η νεολαία δεν τον ξεχνάει, κι ας πέρασαν 34 χρόνια απ’ όταν έφυγε. Μιλάει ακόμα στην καρδιά με τα λίγα, ανεπανάληπτα, τραγούδια που μας άφησε. «Σε αγαπάμε, ρε» του ’λεγα όταν τα βράδια τον συναντούσα στα σκοτεινά του πρεζόδρομου ή όταν τρέχαμε στο σπίτι του για να τον ξυπνήσουμε κι ας είχε ξεχάσει -μέσα σ’ αυτό το σύννεφο- πως κάπου, κάποιοι περίμεναν ν’ ακούσουν τη φωνή του. Να τον δουν να μεταμορφώνεται, από θύμα σε Θεό σ’ ένα λεπτό. Και να ξαναπέφτει πάλι. Σ’ αγαπάμε Παύλο, όπου και να ’σαι. Εσύ, ο Πουλίκας, ο Σπάθας κάνατε τη διαφορά σ’ αυτή τη γενιά.

Ιλάν, πες μας για εκείνα τα χρόνια, κάποια εμπειρία από τότε που σου έχει μείνει αξέχαστη;

Χούντα, μαύρο σκοτάδι, εξορίες, φυλακές, βασανιστήρια, καταλήψεις με άγνωστες συνέπειες, μέχρι τη μεγάλη, την καθοριστική Εξέγερση κείνου του Νοέμβρη. Κι εμείς, με μύριες όσες απαγορεύσεις, με τη Λογοκρισία να ελέγχει τους τίτλους και να ζητάει μετάφραση των στίχων τραγουδιών ακόμα και των Beatles -πριν τους απαγορέψει ως «αντεθνικούς»- καβάλα σε ένα magic bus, που βόγκαγε και κάπνιζε στις ανηφόρες του Μπράλου, στα παιδιά της επαρχίας πηγαίναμε, που δίψαγαν για λίγη -απαγορευμένη από τον αυστηρό λυκειάρχη- μουσική.

Και όταν αυτό έφτασε στη Λαμία, στα μαρμάρινα επίπεδα έξω από το Δημοτικό θέατρο της πόλης παίζανε μπάλα τα «κεκαρμένα». Κουρεμένα «με την ψιλή» πιτσιρίκια, κάνανε στην άκρη για να ξεφορτώσει το παλιό 12θέσιο πουλμανάκι με τα όργανα στην «ταράτσα», σκεπασμένα με βαρύ μουσαμά. Και όταν ένας από δαύτους -ο πιο τολμηρός- πήδηξε ψηλά και αντίκρυσε τους ροκάδες με τα μακριά μαλλιά από την πρωτεύουσα, στρέφει το βλέμμα στην ομήγυρη και αναγγέλλει θριαμβευτικά: «Ήρθαν οι χιπ’δις, ήρθαν οι… χιπ’δις!» με αγνή Λαμιώτικη προφορά. Τα ξεχνάς αυτά;

Πώς σου δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσεις στο ραδιόφωνο; Πώς αρχίσατε να παίζετε τζαζ στο πειρατικό “Star Radio”;

Το μεράκι υπήρχε από παλιά, όταν, γυρνώντας από το σχολείο άνοιγα το πλαστικό γιαπωνέζικο τρανζιστοράκι – που έκρυβα κάτω από το κρεβάτι για να μην το βρει το ζιζάνιο, ο μικρός μου αδελφός, ο Τζο, καλή του ώρα. Κοντά στο σούρουπο, στον αέρα έβγαιναν οι «εξωγήινοι»! Μιλούσαν για πηνία, αντιστάσεις, διαμορφώσεις και άλλα που πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβω το νόημά τους.

Κι όταν ο «νονός» Ξανθάκης πρόβαλε το αδιάσειστο επιχείρημα «τι τους θέλεις τόσους δίσκους; έλα να κάνεις μια τζαζ εκπομπή στον σταθμό του Βενέτη», δίστασα. Τι δουλειά είχα εγώ με τα ραδιόφωνα; Για λίγο μόνο. Το επόμενο βράδυ φόρτωσα αυτόν, την πάντα χαμογελαστή Γωγώ κι ένα βουνό βινύλια, κι ανέβηκα εκεί ψηλά, στη σκιά του βουνού, ανάμεσα σε Μενίδι και Θρακομακεδόνες. Από εκεί είχε βγει το σλόγκαν: «ο σταθμός των Βορείων Προαστείων» τον έλεγαν, κι ας μην είχε δει την Εκάλη ούτε με το μακαρόνι, όπως λέγαμε στα στρατά. Πειρατικός και με τη… βούλα! Κρυφό σχολειό.

Ο Ιλάν Σολομών στην εκπομπή του «Μουσικές Κοινότητες». Στο Κόκκινο 105,5.

Ποιοι είναι οι σταθμοί της σχέσης σου με το ραδιόφωνο; Τι κρατάς από αυτή τη μακρά και τόσο ενδιαφέρουσα διαδρομή;

Λίγους μήνες μετά, αυτός ο ίδιος ο «νονός», αυτός που βάφτισε και την κόρη μου, αλλά κι εμένα -ραδιοφωνικά-, πέρασε από τη δουλειά. Την ίδια ώρα, ετοίμαζα βραδινή εκπομπή, αντικαθιστούσα κάποιον που δεν μπορούσε να κάνει τη δική του κι έκοβα το τιμολόγιο για μια εταιρία με αναψυκτικά που ήθελε να διαφημιστεί από τον νέο, τότε, ΗΧΩfm. Κι ο «νονός»: «Εκπομπούλα τζαζ ήθελες αγοράκλα;» σαρκάζει. Τον… (μπιπ);

Ακολούθησαν πολλά κι όμορφα, έως ανεπανάληπτα. Ο ιστορικός JazzFm στους 102,4 ένα απ’ αυτά. Και μετά, τα χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα της δημόσιας Ελληνικής Ραδιοφωνίας, δυο ή τρεις ζούφιες συνεργασίες, μία μόνο διαδικτυακή, μια αποτυχία – που χρεώθηκε αδόκητα ο Κώστας των Βρυξελλών, και τέλος, οι «Μουσικές Κοινότητες» βρήκαν απάγκιο στη θύελλα των ερτζιανών. Στο Κόκκινο 105,5. Στον σταθμό που ακούει και… ακούγεται από όσους ακόμα ονειρεύονται ένα ραδιόφωνο χωρίς playlist υποχρεωτικά και αμέτρητες εκνευριστικές διαφημίσεις, με άποψη και με ραδιοφωνικούς παραγωγούς, δημοσιογράφους ή τεχνικούς που αγαπούν αυτό που κάνουν. Radio dayz forever! 

Θα μοιραστείς μαζί μας μια ιδιαίτερη στιγμή της ραδιοφωνικής πορείας σου; Μια από αυτές που ακόμη σε συγκινούν;

Αρχή της περσινής σεζόν ήτανε θαρρώ όταν, μετά το τέλος της  μικρής μου εκπομπής, βρέθηκα για ένα τσιγάρο στο άδειο τηλεφωνικό κέντρο. Στην άλλη άκρη της γραμμής, μια ντροπαλή νεανική φωνή: «Κύριε Ιλάν, καλησπέρα. Είμαι μια παλιά σας ακροάτρια, από το Τρίτο Πρόγραμμα. Θέλω να σας ευχαριστήσω, γιατί σε εσάς οφείλω την καριέρα μου. Σας άκουγα τα πρωϊνά, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, όταν η μαμά με πήγαινε σχολείο. Ακούγοντας την αγάπη σας για τη μουσική αποφάσισα πως θα γίνω επαγγελματίας μουσικός». Με την τρίχα όρθια, κάγκελο, τη ρώτησα ποιο όργανο παίζει. Συγκινημένος, νομίζω πως άκουσα «πιάνο».

Η σύντομη επικοινωνία μας τελείωσε εκεί, και ακόμα χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο γιατί δεν τη ρώτησα -και φαίνεται πως δεν θα μάθω ποτέ- το όνομά της, τις μουσικές σπουδές της, τις συναυλίες της, το όνομα της μαμάς της. Φίλη μου, κάποτε μικρή μου ακροάτρια, σε παρακαλώ, πάρε με πάλι στο τηλέφωνο!

Έχεις παρ’ όλα αυτά κάποιο απωθημένο, κάποια επιθυμία που δεν ευοδώθηκε – είτε ως ραδιοφωνικός παραγωγός, είτε από την εποχή που ήσουν μάνατζερ;

Γιώργο μου, θα σου πω μόνο ένα. Σε μια περίοδο ύφεσης των συναυλιών και των περιοδειών, με τις σπουδές στο ΕΜΠ -στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων- να μη με αφορούν πια, δέχτηκα μια ελκυστική πρόταση: Να μπω στο τμήμα παραγωγής μιας μεγάλης πολυεθνικής δισκογραφικής που ζητούσε συνεργάτες έμπειρους και νέους. Κι εγώ, την ηχοληψία, τη φάση της παραγωγής ενός δίσκου την ήξερα ήδη καλά, με γοήτευε, και θα τη μάθαινα καλύτερα. Αρνήθηκα με ένα γελοίο πρόσχημα που δεν θέλω να θυμάμαι. Όσο για το ραδιόφωνο και τους καλεσμένους κάθε Κυριακής στην «Αυγή» και Στο Κόκκινο 105,5, θέλω να συνεχίσω να τα κάνω όσο έχω «σώας τας φρένας» και καθαρή ραδιοφωνική φωνή. Κι όσο πάει.

Το αφήγημα «Το Μπλουζ του Big John» είναι το πρώτο σου βιβλίο. Από ποια βαθύτερη ανάγκη προέκυψε; Αλλά και ποια είναι η φιλοδοξία του Ιλάν πίσω από αυτό το βιβλίο;

Τις δύσκολες πρώτες μέρες της μεγάλης κρίσης και της αναδουλειάς, με μια βαθιά θλίψη να μου προκαλεί μιαν απόλυτη δημιουργική αδράνεια, αφήνοντας πίσω τους χρωματιστούς μαρκαδόρους μου με τους οποίους πάντοτε «ζωγράφιζα» τα κείμενα των εκπομπών μου στο ραδιόφωνο, δανείστηκα απ’ την κόρη μου το notebook και άρχισα να δακτυλογραφώ. Ο Big John ήρθε κοντά μου εντελώς φυσικά. Έμοιαζε σα να ’χα ζήσει σε μιαν άλλη ζωή, τη δική του.

Οι γραμμές που θα διαβάσουν όσοι βρουν στο διάβα τους το Μπλουζ του Big John ξεπήδησαν σαν μέσα από αυτή την ομίχλη που, κάποια υγρά πρωινά, καλύπτει τα καλαμποκοχώραφα στα αγροτικά περίχωρα και τους φτωχικούς οικισμούς γύρω απ’ την πρωτεύουσα του αμερικάνικου νότου. Τη Νέα Ορλεάνη που γέννησε τη μουσική αυτών των μαύρων σκλάβων που -κάποιοι, κάποτε-, ονόμασαν τζαζ.

Το Μπλουζ του Big John περιέχει πολλά ταξίδια και… ξύδια, έρωτες, άλλοτε τρυφερούς και άλλοτε παθιασμένους, λιποταξίες από τον στρατό που η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ έστελνε «τροφή στα κανόνια» του πολέμου στη μακρινή Ασία. Έχει Βαλένθια, Σαϊγκόν, Σικάγο, Παρίσι και Νέα Υόρκη. Έχει κορίτσια όμορφα, ανέμελα, ή κορίτσια που σπαράζουν για μια αξιοπρεπή ζωή. Και βέβαια, πολλή μουσική.

Φιλοδοξίες, ποτέ δεν είχα. Κάποιοι με μαλώνουνε γι’ αυτό. Στα άμεσα μου σχέδια είναι να προλάβω να ολοκληρώσω το επόμενο βιβλίο μου, το οποίο είναι «φυλακισμένο» εδώ και λίγα χρόνια και περιμένει τη στιγμή που θα… απελευθερωθεί! Το Μπλουζ του Big John, το κράτησε στο περιθώριο. Θα έχει τον ίδιο τίτλο με τις σελίδες μου στην ΑΥΓΗ. «Μια ζωή Μουσική» δηλαδή. Λίγα βιογραφικά, πολλά μουσικά, συναντήσεις, θέματα  και άνθρωποι που σημάδεψαν τη ζωή μου, θα το γεμίζουν.


Το Μπλουζ του Big John κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2024 από τις εκδόσεις Εύμαρος.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Παρασκευή 5 Απριλίου, ώρα 20:00 στο La Soiree De Votanique, Καστοριάς 37, Βοτανικός.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Θέκλα Τσελεπή, μουσικός παραγωγός
Κυριάκος Αγγελάκος, σκηνοθέτης
Mαρώ Καβαλιέρου, επιμελήτρια του βιβλίου
Νικός Κουρμουλής, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Γιώργος Ικαρος- Μπαμπασάκης, συγγραφέας, μεταφραστής
Χρήστος Ξανθάκης, δημοσιογράφος
και ο συγγραφέας του βιβλίου Ιλάν Σολομών.
Θα συντονίσει ο Πέτρος Κακολύρης, υπεύθυνος των εκδόσεων Εύμαρος
Θα ακολουθήσει με την τρομπέτα του ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης